Συνέντευξη στον Μανόλη Φούμη
Η Εύα Νάθενα, η Ηρακλειώτισσα σκηνογράφος και ενδυματολόγος, έχει…
Μανόλης Φούμης: Θα πρότεινα να ξεκινήσουμε λίγο ανάποδα Εύα, να ξεκινήσουμε από το σήμερα και να το τι ετοιμάζεις αυτό τον καιρό…
Εύα Νάθενα: Αυτόν τον καιρό δουλεύω με τον Δημήτρη Λιγνάδη, βασικό και πολύ σημαντικό συνεργάτη. Έχουμε κάνει αρκετές δουλειές μαζί και τώρα δουλεύουμε τις Βάκχες του Ευριπίδη, μια παράσταση που σκοπεύει να περιοδεύσει στα κυριότερα αρχαία θέατρα της Ελλάδας. Για τον Σεπτέμβρη που ξεκινά η θεατρική σεζόν συζητάω κάποιες δουλειές με το Badminton και κάποιες άλλες θεατρικές παραγωγές που δεν είναι όμως ακόμα ανακοινώσιμες.
Μ.Φ.: Έχεις υπογράψει σκηνικά και κοστούμια σε πολλές και σημαντικές παραγωγές, τόσο θεατρικές, όσο και κινηματογραφικές. Τι είναι αυτό που σε τραβάει περισσότερο, το θέατρο ή ο κινηματογράφος;
Ε.Ν.: Ευτυχώς και τα δύο. Λέω ευτυχώς, γιατί η δουλειά μας ούτως ή άλλως έχει ένα στοιχείο ανανεωτικό, κάθε φορά που τελειώνει κάτι ο κάθε καλλιτέχνης προσμένει το επόμενο. Είναι σαν στην κάθε δουλειά να αλλάζεις δέρμα και να θες να ξαναβγεί το επόμενο και να ξαναβγεί και έτσι αέναα μετακινείσαι. Ευτυχώς λοιπόν, επειδή πολύ συχνά βρίσκεσαι, να το πω μέσα σε εισαγωγικά, στο να ”πλήξεις” ή να μείνεις στάσιμος, ευτυχώς λοιπόν εγώ έχω βρει το τέλειο σχήμα μέσα μου να αντιπαλεύομαι τον εαυτό μου. Έτσι όταν κάνω θέατρο μου λείπει το σινεμά και όταν κάνω σινεμά μου λείπει το θέατρο. Κάπως έτσι τα εναρμονίζω γλυκά και τα δύο μέσα μου, τα αγαπώ και τα δύο, κυριολεκτικά όταν κάνω το ένα μου λείπει το άλλο. Το θέατρο το θεωρώ το σπίτι μου πάντα και μου αρέσει πάντα να επιστρέφω, το σινεμά ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά στην κυριολεξία! Όταν πρωτοέκανα ταινία, έκανα μετά στη σειρά πολλές ταινίες. Τότε είπα, τώρα θέλω να πάω σπίτι μου, στο θέατρο. Όταν κάθομαι στο θέατρο αρκετό καιρό μετά επιθυμώ ξανά μια ταινία και με πάει έτσι πολύ όμορφα.
Μ.Φ.: Ποια θεωρείς την σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα σου; Ξέρω ότι είναι δύσκολο να ρωτάς έναν καλλιτέχνη για τα δημιουργήματα του ποιο ξεχωρίζει, αλλά θα ήθελα να προσπαθήσεις να ξεχωρίσεις κάτι.
Ε.Ν.: Το ερώτημα υπαγορεύει την απάντηση να πω τώρα τα πιο σημαντικά έργα που έχω κάνει, τα οποία είναι, έτσι για το ακαδημαϊκό του πράγματος θα τα πω, « Οι νύφες» του Παντελή Βούλγαρη ή κάποια έτσι μεγάλα θεατρικά όπως η «Λούλου» του Μιχαηλίδη στο Ανοιχτό θέατρο ή το «Θα σε πάρω να φύγουμε» τώρα, που είναι μεγάλες παραγωγές. Θα πω όμως ότι σημαντική στιγμή στην καριέρα μου θεωρώ κάποιες μικρές στιγμές, κάποιες minor στιγμές, οι οποίες με έκαναν να θυμάμαι γιατί κάνω αυτή τη δουλειά. Είναι κάποιες πρόβες που δεν μπορώ να σας το εξηγήσω ακριβώς, που αναμετριέσαι με σπουδαία κείμενα μεγάλων συγγραφέων, όπως αυτά του Μπέκετ. Έκανα ας πούμε κάποτε «Το τέλος του παιχνιδιού» και μέσα σε μια πρόβα κατάλαβα γιατί ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω τη ζωή μου με αυτή τη δουλειά! Αυτές είναι που θεωρώ μεγάλες στιγμές στην καριέρα μου. Είναι οι στιγμές που σου ξεκλειδώνει η δουλειά αυτή καθεαυτή, η δουλειά που αγαπάς, ένα μεγάλο μυστικό και σε τροφοδοτεί εκ νέου, σου κάνει ένα restart μέσα σου, το οποίο είναι εξαιρετικά πολύτιμο και σοβαρό.
Μ.Φ.: Σε θαυμάσαμε στο «Θα σε πάρω να φύγουμε», μια παράσταση η οποία θύμιζε άλλες εποχές, όχι εποχές κρίσης και τουλάχιστον από ό,τι αντιληφθήκαμε εμείς εδώ στην Κρήτη υπήρξε και η ανάλογη αποδοχή από τον κόσμο. Πόσο έχει επηρεάσει η κρίση τον χώρο τον δικό σου, τον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου;
Ε.Ν.: Σίγουρα τον έχει επηρεάσει εξαιρετικά πολύ. Βέβαια να πω την αλήθεια επειδή σχετίζομαι και με τους δύο χώρους από κοντά – αν και δεν δουλεύω αυτή την στιγμή στον κινηματογράφο, ο σύντροφός μου είναι τέκνο του κινηματογράφου – οφείλω να πω ότι το σινεμά έχει πληγεί περισσότερο. Τώρα επαναλαμβάνεται η παλιά απίστευτη συνταγή, ότι δηλαδή σε περιόδους κρίσης το θέατρο ανθεί για κάποιο λόγο. Στην κατοχή ανέβηκαν οι πιο αξιομνημόνευτες παραστάσεις. Τότε που ο κόσμος πεινούσε, ταυτοχρόνως πήγαινε στο θέατρο γιατί έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να τραφεί πνευματικά. Ίσως αυτό το πράγμα, δηλαδή ότι δεν έχει τα απαραίτητα υλικά, του θυμίζει εκείνη την ώρα πόσο πιο σημαντικά είναι τα πνευματικά αγαθά και θέλει εναγωνίως να τα τροφοδοτήσει στον εαυτό του. Αυτά κυνηγά. Είναι λοιπόν απίστευτο πως στο θέατρο φέτος πήγαν πολύ καλά κάποιες παραστάσεις και μάλιστα μεγάλες παραγωγές. Η δική μας η παράσταση, το «Θα σε πάρω να φύγουμε» ήταν sold out κάθε μέρα! 2.500 κόσμος πήγαινε στο Badminton κάθε μέρα, 33 παραστάσεις μπόρεσαν να κάνουν 65 χιλιάδες εισιτήρια!
Μ.Φ.: Τεράστια επιτυχία, δεν το συζητάμε.
Ε.Ν.: Τεράστια επιτυχία και βέβαια χαιρόμαστε όλοι πάρα πολύ, τόσο εμείς όσο κι οι συνάδελφοί μας. Αυτό ανάβει ένα φως στη δουλειά μας, στον χώρο, γενικότερα στους ανθρώπους. Δηλαδή είναι ωραίο αυτό αν το σκεφτείς, ότι τα υλικά τα στερούμαστε αλλά τα πνευματικά τα κυνηγάμε. Είναι ελπιδοφόρο γενικότερα.
Μ.Φ.: Υπάρχει περίπτωση το «Θα σε πάρω να φύγουμε» να κάνει και περιοδεία; Να το δούμε στην Κρήτη;
Ε.Ν.: Θα θέλαμε πάρα πολύ, ο παραγωγός μας, ο Μιχάλης ο Αδάμ, πραγματικά θα το ήθελε. Βέβαια είναι μια τεράστια παραγωγή και είναι πολυδάπανο το να κινηθεί και να ταξιδέψει. Θα πάει τον Οκτώβριο στη Θεσσαλονίκη και θα ανέβει ξανά τον Νοέμβρη στην Αθήνα για ένα μήνα, γιατί πραγματικά την ζητά ο κόσμος αυτήν την παράσταση. Ήταν μια εξαιρετική παραγωγή, που θα την έχουμε όλοι για καιρό στο μυαλό μας, όλοι που δουλέψαμε και όλοι που την βλέπουν. Φαντάσου ότι γνωρίζω ανθρώπους που έχουν να πάει και δεύτερη και τρίτη φορά να την δουν, επιμένοντας ότι δεν την έχουν χορτάσει ακόμα.
Μ.Φ.: Είναι ενδεχομένως και αυτό το αποτέλεσμα της πολύ σωστής δουλειάς που κάνατε όλοι οι συντελεστές.
Ε.Ν.: Κάπως έτσι γίνεται πάντα, ακριβώς. Ξέρεις Μανόλη, δεν υπάρχει μυστικό στο πώς να κάνεις μια δουλειά να πετύχει. Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι σκύψαμε όλοι με πολύ μεγάλη σοβαρότητα και δέος στο να ξαναδιαβάσουμε αυτή την εποχή και αποφασίσαμε ότι δεν έχει νόημα να την αναπαραστήσουμε, την έχουν κάνει τόσο καλά οι τότε άνθρωποι. Έχει όμως νόημα να την ξαναπούμε μέσα από ένα δικό μας φίλτρο, το φίλτρο του σήμερα, με ένα δικό μας αεράκι να φυσήξει και να ξαναδείξει όλες αυτές τις εικόνες. Δόθηκε λοιπόν πιο, δεν θέλω να πω τη λέξη μοντέρνο, γιατί οι ετικέτες αυτές στο θέατρο μου αρέσει όταν σπάνε, μια παράσταση δεν είναι ούτε μοντέρνα ούτε κλασική, όταν είναι καλή είναι μια καλή παράσταση και δεν θέλεις τίποτα άλλο να της κολλήσεις σαν ετικέτα, έγινε μια καλή παράσταση, ακριβώς γιατί ενδεχομένως δεν έχει ετικέτα. Και είμαστε όλοι πανευτυχείς.
Μ.Φ.: Θα ήθελα να σε ρωτήσω εάν υπάρχει κάπου στα πλάνα σου για το κοντινό ή λίγο πιο μακρινό μέλλον, η σκέψη για επιστροφή στο Ηράκλειο, για επιστροφή στην Κρήτη.
Ε.Ν.: Κοίταξε να δεις… να θυμηθώ τώρα λίγο τον εαυτό μου από παιδί… μεγάλωνα στην Κρήτη πολύ ωραία και περήφανα και είναι φυσικά ότι αγαπώ.
Μ.Φ.: Κι έχεις και πολλούς ανθρώπους εδώ που σε αγαπάνε βέβαια.
Ε.Ν.: Δικούς μου, ναι. Μεγάλωνα λοιπόν με το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω, να το πω λίγο και χωροταξικά, για να φύγω, γιατί ένιωθα όχι ότι δεν με χωράει ο τόπος, ένιωθα ότι αυτό το όνειρο που θέλω να κυνηγήσω είναι κάπου αλλού, δυστυχώς ή ευτυχώς. Δηλαδή δεν ξέρω, τώρα λέω δυστυχώς, γιατί θα ήταν πολύ ωραία τα πράγματα να ήταν στην Κρήτη. Όταν έφυγα άρχισε ο τόπος αυτός να με τραβά πίσω σαν μαγνήτης και με τραβά ακόμα και πάντα θα με τραβά. Άρχισα να τον γνωρίζω και καλύτερα αυτόν τον τόπο που λέγεται Κρήτη και όλο αυτό που εμπεριέχει η Κρήτη. Θα ήθελα πραγματικά πολύ να μπορώ να δουλέψω στην Κρήτη. Στην Κρήτη έκανα εξαιρετικά γυρίσματα ταινιών, όπως «Οι νύφες» του Παντελή Βούλγαρη που γυρίστηκαν στα Χανιά, η ταινία «Uranya» του Κώστα Καπάκα – όλα αυτά που λέω έδωσαν και βραβεία στις δουλειές μου – το «Πρώτη φορά νονός» της Όλγας Μαλέα… Όταν βρίσκομαι στην Κρήτη λοιπόν και δουλεύω είναι ακριβώς όπως είμαστε στο σπίτι μας και δεχόμαστε τους φίλους μας, είμαστε στο χώρο μας, στο στοιχείο μας, είμαστε βασιλιάδες, δηλαδή νιώθω αυτό το συναίσθημα, το οποίο είναι φυσιολογικό συναίσθημα. Θα ήθελα πάρα πολύ να δουλεύω στην Κρήτη. Δυστυχώς η Κρήτη, έχοντας μόνο ένα ΔΗΠΕΘΕ δεν μπορεί να υποστηρίξει έναν καλλιτέχνη. Ακόμα και μόνιμα να δουλεύει ένας καλλιτέχνης εκεί, μια δουλειά το χρόνο ή δύο δεν φτάνουν και δεν αρκούν ούτε για να επιβιώσει αλλά ούτε και να χορτάσει όλον αυτόν τον κόσμο τον οποίο παλεύει ένας άνθρωπος να τον βγάλει προς τα έξω πάντα. Εγώ έχω σκηνικά μέσα μου που θέλουν να βγουν και να γίνουν δουλειές και θέλω οι δουλειές να με βρουν, να τις βρω, στην Κρήτη. Έχοντας μόνο ένα θέατρο είναι λίγο δύσκολο αυτό. Θα ήθελα πάρα πολύ να υπάρχουν πολύ περισσότερες σκηνές, όχι μόνο για μένα, για όλους τους ανθρώπους. Γύρισα στην Κρήτη κάποτε να δώσω μια διάλεξη στα παιδιά του πανεπιστημίου και είπα όταν μου το πρότειναν: μα είστε σίγουροι ότι το θέλετε από εμένα αυτό; Είναι πολύ μικρή για να το κάνω, υπάρχουν τόσο άξιοι συνάδελφοι… Και ένα πολύ εύστοχο επιχείρημα που με έπεισε να το δεχτώ στο τέλος, ήταν το ότι: αντιθέτως κυρία Νάθενα, θέλουμε ένας νέος άνθρωπος να μιλήσει σε νέους ανθρώπους. Τους είπα έχετε δίκιο, θα έρθω να πω στα παιδιά, αυτό που δεν είπε κανείς ποτέ σε εμένα. Τι είναι αυτή η δουλειά, πόσο πραγματικά μπορεί να μας ταξιδέψει αυτή η δουλειά, πόσο όμορφη είναι αυτή η δουλειά και δυστυχώς τα παιδιά αυτά στην Κρήτη δεν έχουν τις ευκαιρίες, πρέπει να ταξιδέψουν κάπου αλλού να τις βρουν. Θα τις βρουν βέβαια, ο καθένας κυνηγάει το όνειρο του όπου και αν βρίσκεται, απλώς είναι και θέμα παιδείας. Δηλαδή, η θεατρική παιδεία είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που από γονιός κάποιος, πρέπει να τροφοδοτεί το παιδί του.
Μ.Φ.: Εύα μου, να ευχηθούμε κάθε επιτυχία στα σχέδια σου, στις παραστάσεις που ετοιμάζεις και θα χαρώ πολύ να τα πούμε σύντομα και από κοντά εδώ στο Ηράκλειο…
Ε.Ν.: Ευχαριστώ πάρα πολύ. Οι Βάκχες θα ταξιδέψουν, θα έρθουν στο Ηράκλειο και έτσι θα τα πούμε και από κοντά όλοι οι συγγενείς, φίλοι, θεατρόφιλοι και μη.
Μ.Φ.: Σε περιμένουμε…
Ε.Ν.: Να είστε καλά, σας φιλώ πολύ!
Use Facebook to Comment on this Post