Το λόγο για την ενασχόληση με το φαινόμενο της εκδίκησης μου τον έδωσε ένα επεισόδιο κατά τη διάρκεια της…
Γράφει ο ψυχοθεραπευτής, Κωνσταντίνος Γεμενετζής
Το δεύτερο βράδυ της επανασύνδεσης τους η κυρία Γ δεν ήρθε. Ο κύριος Α τη βρήκε το άλλο πρωί στο τηλέφωνο του διαμερίσματος του κυρίου Μ, με τον οποίο η κυρία Γ είχε περάσει τη νύχτα. Συναντήθηκαν λίγη ώρα αργότερα. Η κυρία Γ του μίλησε για τη δυσπιστία της απέναντι στις προθέσεις του, για το θυμό της που την εγκατέλειψε έτσι απρόσμενα και ανεξήγητα. Γι’ αυτό έκανε ό,τι έκανε…
Το επεισόδιο με έβαλε σε σκέψεις σχετικά με τη φύση αυτού που λέγεται «εκδίκηση». Και ιδιαίτερα αναρωτήθηκα πώς και κατά πόσο η εμπλοκή στα δίχτυα της, όπου ο ένας κρατάει στον άλλον και του ανταποδίδει το κακό που του έκανε, είναι δυνατό να έχει πραγματικά ένα τέλος.
Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου λέει «μετεφρασμένον εις ανθρώπινα λόγια» το Μοιρολόι της Φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Έχει η εμπλοκή στα δίχτυα της εκδίκησης «τελειωμό»;
Διότι το να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση: αυτό μου είναι η γέφυρα προς τη μεγαλύτερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από ατέλειωτες καταιγίδες.
Το γράφει ο Nietzsche στον Ζαρατούστρα, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οι ταραντούλες». Η ταραντούλα ή σφαλάγγι είναι φαρμακερή αράχνη. Διακρίνεται από μια μαύρη τριγωνική κηλίδα στη ράχη της. Σύμφωνα με την παράδοση, το δάγκωμά της οδηγεί σε μια μανική κατάσταση όπου το θύμα της στροβιλίζεται για μέρες σ’ έναν χορό, την ταραντέλα. Το κεφάλαιο αρχίζει ως εξής:
Κοίτα! Να η σπηλιά με τις ταραντούλες! Θες να τη δεις ο ίδιος; Εδώ κρέμεται το δίχτυ τους. Άγγιξε το για ν’ αρχίσει να τρέμει. Και να, έρχεται πρόθυμα. Καλώς ήρθες, ταραντούλα! Μαύρο απλώνεται στη ράχη σου το τρίγωνο, το γνώρισμα σου. Εκδίκηση απλώνεται στην ψυχή σου: Κει που δαγκώνεις βγαίνει μαύρο κακάδι. Το φαρμάκι σου κάνει την καρδιά να στροβιλίζεται στην εκδίκηση!
Έτσι, με μια παρομοίωση σας μιλώ εσάς που κάνετε τις ψυχές να στροβιλίζονται, κήρυκες της εξομοίωσης, της ισότητας! Ταραντούλες μου είστε και διψασμένοι κρυφά για εκδίκηση!
Μα τώρα θέλω τις κρυψώνες σας να τις φέρω στο φως […] Γι’ αυτό προσπαθώ να ελευθερωθώ απ’ το δίχτυ σας, για να σας παρασύρει η λύσσα σας έξω απ’ τη σπηλιά των ψεμάτων σας και πίσω από τη λέξη σας «δικαιοσύνη» να προβάλει η εκδίκηση σας.
Διότι το να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση: αυτό μου είναι η γέφυρα προς τη μεγαλύτερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από ατέλειωτες καταιγίδες.
Εδώ ας περιοριστούμε στη συζήτηση λίγων σημείων από το παραπάνω κείμενο:
1. Ο τόπος της εκδίκησης είναι το δίχτυ. Σ’ αυτό κατοικούν, παγιδευμένοι ο καθένας με τον τρόπο του, θύτης και θύμα.
Ας θυμηθούμε ότι ο κύριος Α αλλά και η κυρία Γ στο επεισόδιο που αναφέρθηκε στην αρχή βρέθηκαν πιασμένοι σ’ ένα τέτοιο δίχτυ, αυτός με τον έρωτα του, που ανακάλυψε όψιμα, εκείνη με την αγάπη της γι’ αυτόν, αλλά και με τη δυσπιστία και το θυμό της.
Κι ας θυμηθούμε ακόμα ότι στον πρώτο και καθοριστικό λόγο όπου στην παράδοση μας η εκδίκηση λέγεται και φανερώνεται στην ουσίασή της, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, η Κλυταιμνήστρα σφάζει τον Αγαμέμνονα αφού πρώτα τον αιχμαλωτίζει σ’ ένα δίχτυ…
2. Ανήκει στη φύση της εκδίκησης ν’ αποζητάει την αντεκδίκηση κι έτσι να εμπλέκει τους ενεχόμενους σ’ ένα τυφλό στροβίλισμα παρόμοιο μ’ εκείνο του «ταραντισμού», όπως λέγεται η κατάσταση αυτού που δαγκώθηκε από την ταραντούλα και ο χορός του.
O κύριος Α μετά το επεισόδιο αισθάνθηκε αρχικά μια ροπή προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή να προβεί σε κάποιου είδους αντεκδίκηση, όμως η προοπτική να χαθεί σ’ έναν τέτοιο στρόβιλο και να δώσει συνέχεια σε μια τέτοια ολέθρια αλληλοεξόντωση τον τρόμαξε ακόμα περισσότερο και γρήγορα παραιτήθηκε απ’ αυτήν τη σκέψη.
Όμως έτσι εκτυλίσσεται η ιστορία των Ατρειδών, με τελευταία πράξη το φόνο της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη:
O Ατρέας με τον αδελφό του Θυέστη και με τη μητέρα τους σκοτώνουν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο. O πατέρας τους ο Πέλοπας διώχνει τα δυο αδέλφια και τα καταριέται. Ατρέας και Θυέστης καταφεύγουν στις Μυκήνες, όπου μετά το θάνατο του βασιλιά διεκδικούν μεταξύ τους το θρόνο. O Θυέστης με τη βοήθεια της γυναίκας του Ατρέα και ερωμένης του κερδίζει τον πρώτο γύρο, όμως ο Ατρέας χάρη στην παρέμβαση του Δία είναι ο τελικός νικητής.
Όταν ο Ατρέας μαθαίνει για τη σχέση της γυναίκας του με τον Θυέστη, σκοτώνει τους τρεις γιους του, τους προσφέρει γεύμα στον Θυέστη, κατόπιν του αποκαλύπτει τι έφαγε και τον εξορίζει.
O Θυέστης αποκτά από την ίδια του την κόρη έναν γιο, τον Αίγισθο. Η κόρη του Θυέστη παντρεύεται τον Ατρέα, αυτός ανατρέφει τον Αίγισθο, δίχως να γνωρίζει τον πραγματικό του πατέρα, και κάποτε τον διατάζει να σκοτώσει τον Θυέστη. Ο Αίγισθος ανακαλύπτει έγκαιρα ότι ο Θυέστης είναι πατέρας του και σκοτώνει τον Ατρέα.
Όταν οι γιοι του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας κι ο Μενέλαος, φεύγουν για την Τροία, ο Αίγισθος κερδίζει την Κλυταιμνήστρα και μαζί σκοτώνουν τον Αγαμέμνονα εκδικούμενοι ο μεν Αίγισθος τον πατέρα του, η δε Κλυταιμνήστρα τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας.
Οι δυο τους, με τη σειρά τους, υποκύπτουν στο σπαθί του Ορέστη, όταν αυτός, μεγάλος πια, επιστρέφει στις Μυκήνες για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του.
Χρειαζόμαστε μόνο λίγη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας για να διαπιστώσουμε ότι η ιστορία των Ατρειδών μας μιλάει για τη δική μας ιστορία – μια ιστορία τραυμάτων που έχουμε υποστεί και που ίσως κάποτε έχουμε ανταποδώσει, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, έχοντας τα ομολογήσει στον εαυτό μας λιγότερο ή περισσότερο. Ας το θυμόμαστε αυτό, πως ό,τι λέγεται για την εκδίκηση στο επεισόδιο ανάμεσα στην κυρία Γ και στον κύριο Α, και προπάντων στο μύθο των Ατρειδών, μας αφορά όλους μας άμεσα.
Μπορεί τελικά να υπάρξει «τελειωμός»; Λύτρωση από την εκδίκηση;
Μπορεί ο κύριος Α όχι μόνο να παραιτηθεί από μια πράξη αντεκδίκησης, όχι μόνο ν’ αποδιώξει από το νου του και να παραλλάξει ό,τι έγινε, αλλά να λυτρωθεί αληθινά δίχως να κοροϊδέψει τον εαυτό του; Και πώς θα ήταν μια λύτρωση δυνατή; Τέτοια ερωτήματα τον βασάνιζαν για καιρό.
Τα ακούω ξανά καθώς διαβάζω τις φράσεις με τις οποίες κλείνει ο λόγος του Ζαρατούστρα για τις «ταραντούλες»:
Ωι! Με δάγκωσε κι εμένα η ταραντούλα, ο παλιός μου εχθρός! Με
θεϊκή ακρίβεια κι ομορφιά με δάγκωσε στο δάχτυλο! […]
Ναι, εκδικήθηκε! Κι αλίμονο! Τώρα θα κάνει και τη δική μου καρδιά
να στροβιλίζεται στην εκδίκηση!
Όμως, για να μην στροβιλιστώ, φίλοι μου, δέστε με γερά σ’ αυτόν το
στύλο. Καλύτερα στυλίτης παρά στρόβιλος της δίψας για εκδίκηση!
Πράγματι, ο Ζαρατούστρα δεν είναι ανεμοστρόβιλος. Και, αν και χορευτής, ποτέ πια χορευτής της ταραντούλας!
Όμως εκείνο που στα λόγια του Νίτσε ξενίζει περισσότερο είναι ότι ο Ζαρατούστρα βλέπει στην αξίωση της κοινωνίας για «ισότητα» και για «δικαιοσύνη» να υποκρύπτεται η εκδίκηση!
Εάν είναι έτσι, τότε θα χρειαστεί να μάθουμε να εννοούμε την εκδίκηση μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από το συνηθισμένο μας. Διότι εδώ η εκδίκηση φαίνεται πως δεν αποτελεί απλώς ένα περιστασιακό φαινόμενο μεταξύ άλλων αλλά, τουλάχιστον από τον καιρό της γαλλικής επανάστασης και έκτοτε, συνιστά το θεμέλιο της κυρίαρχης νοοτροπίας με την οποία ο άνθρωπος των νεοτέρων χρόνων εννοεί τους κανόνες που διέπουν τη σχέση του με τους άλλους και με τον εαυτό του.
Πώς μπορούμε ν’ ακούσουμε αυτόν τον τολμηρό λόγο του Ζαρατούστρα;
Το «δίκαιο» στηρίζεται στην αξίωση για ισότητα. Όμως εδώ δεν εννοείται μόνο η ισότητα απέναντι στο νόμο. Ο ίδιος ο νόμος αποβλέπει σε μια εξίσωση: Η εκάστοτε προβλεπόμενη ποινή έχει την έννοια της αποκατάστασης μιας ισορροπίας που διαταράχτηκε. Η διαταραχθείσα ισορροπία δεν ανέχεται να μένει η άδικη πράξη δίχως απάντηση.
Ακριβώς αυτή η απάντηση, ως επανόρθωση και αποζημίωση, συνιστά την εκδίκηση. Γι’ αυτό ο Ζαρατούστρα μπορεί ν’ αποκαλεί το σημερινό για εκδίκηση διψασμένο άνθρωπο «κήρυκα της ισότητας».
Η εκδίκηση θέλει ν’ αποκαταστήσει την ισορροπία. Και τούτο συμβαίνει είτε με τη μορφή της αυτοδικίας στην καθημερινή μας συναναστροφή με κοντινούς και μακρινούς ανθρώπους που μας αδικούν είτε με τη μορφή της επιβολής του θεσμοθετημένου δίκαιου, όταν αυτό παραβιάζεται. Το λεγόμενο «περί δικαίου αίσθημα» και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι άλλο από την ανάγκη ή, όπως λέει ο Νίτσε, τη «δίψα» για εκδίκηση.
Η κυρία Γ αδικήθηκε από τον κύριο Α, που την εγκατέλειψε επιπόλαια. Στα μάτια της η αιφνίδια επιστροφή του δεν ήταν απλώς εκπλήρωση και της δικής της επιθυμίας αλλά προπάντων επιβεβαίωση της επιπολαιότητας του, και αυτήν την επιπολαιότητα την είδε να βρίσκεται σε μια γι’ αυτήν αβάσταχτη ανισορροπία με το δικό της βαθύ και σίγουρο
αίσθημα. «Αφού εσύ είσαι επιπόλαιος μαζί μου, θα γίνω κι εγώ το ίδιο». Αυτή η φωνή οδήγησε την κυρία Γ εκείνη τη νύχτα στο διαμέρισμα του κυρίου Μ. Η «ισορροπία» ζητούσε αποκατάσταση…
Επειδή ο άνθρωπος που διψά για εκδίκηση είναι μαζί και κήρυκας της ισότητας, γι’ αυτό η δικαιοσύνη παρασταίνεται κρατώντας μια ζυγαριά. Αυτή η παράσταση είναι παμπάλαιη. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Βακχυλίδη τον 6ο αιώνα π.Χ. Όμως μια συζήτηση για το τι θα πει στους αρχαίους «δίκη» και «ίσον» δεν είναι του παρόντος. Ας μείνουμε στην εποχή μας κι ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τον αρμό που επιτρέπει στη ζυγαριά να ταλαντεύεται, να κλίνει κάποτε προς τη μια πλευρά και ν’ αναζητεί με την εκδίκηση το καντάρι που θα επαναφέρει την ισορροπία της.
Η εκδίκηση έχει την αρχή της ήδη στην κατηγορία η οποία προσαγορεύει κάποιον ως τον «υπαίτιο» και ρέπει, ρητά ή άρρητα, άμεσα ή έμμεσα, προς ένα «δια ταύτα…»:
– Επειδή μου το έκανες αυτό, επειδή είσαι ο υπαίτιος, γι’ αυτό σου
αξίζει…
Η εκδίκηση εννοείται ως συνέπεια, δηλαδή αποτέλεσμα της πράξης του υπαίτιου. Η εκδίκηση υπακούει στην ανάγκη το αίτιο, η αρχή, να έχει ένα επακόλουθο, μια συνέπεια, ένα αποτέλεσμα. Η εκδίκηση υπακούει στο νόμο αιτίου-αποτελέσματος. Κι επειδή η σχέση αιτίου-αποτελέσματος δεν έχει τέλος, καθώς το αποτέλεσμα είναι το αίτιο για ένα νέο αποτέλεσμα, η εκδίκηση δεν μπορεί παρά να προκαλεί την αντεκδίκηση και ούτω καθεξής.
Έτσι είναι η εκδίκηση καταβύθιση σε μια δίνη, έτσι «στροβιλίζονται» οι άνθρωποι μέσα της. Ο νόμος αιτίου-αποτελέσματος προβλέπει για την αδικία την ποινή, για την ποινή το αντίποινο, και μ’ αυτόν τον τρόπο καταδεικνύεται ως ο αρμός γύρω από τον οποίο ταλαντεύονται οι δίσκοι της ζυγαριάς της αδικίας, της εκδίκησης, της αντεκδίκησης και ούτω καθεξής, είναι το δίχτυ της ταραντούλας, είναι το δίχτυ στο οποίο βρέθηκαν πιασμένοι ο κύριος Α και η κυρία Γ.
Η εκδίκηση δρομολογείται στην κάθε ώρα, κι αυτές οι ώρες είναι πολλές, όπου τα λόγια και τα έργα μας καθορίζονται απ’ αυτό που «μας κάνουν», το οποίο και εκλαμβάνουμε ως αίτιο, και από τη δική μας στάση ως αντίδραση προς αυτό, ως αναγκαστική υποτίθεται συνέπεια. Η στάση τού «αφού εσύ…τότε κι εγώ…», η στάση όπου η πράξη μας συνιστά αντίδραση στην πράξη του άλλου, είναι ακριβώς η στάση που τρέφει την εκδίκηση.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η λύτρωση από την εκδίκηση θα σήμαινε πρωτίστως μια λύση από τα δεσμά της σχέσης αιτίου-αποτελέσματοςΐ Τούτο θα σήμαινε ότι η κατηγορία δεν θα προσαγόρευε κάποιον ως τον «υπαίτιο», ότι ένα «δια ταύτα…» δεν θα ήταν πλέον αναπόφευκτο.
Είναι καν νοητή μια τέτοια μεταστροφή; Είναι δυνατό ο κύριος Α να ελευθερωθεί από το δίχτυ που απαιτεί από μέρους του αντεκδίκηση και να πάψει να στροβιλίζεται; Όχι με το να δεθεί σ’ ένα στύλο, όπως εδώ ο Ζαρατούστρα, όχι δηλαδή μέσα από την καταπίεση μιας αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης αλλά ειλικρινά και ελεύθερα, διαφυλάσσοντας ανοιχτό όλο τον πλούτο της ύπαρξης του και της σχέσης του με την κυρία Γ;
Το ερώτημα μας σχετικά με τη δυνατότητα μιας λύτρωσης από την εκδίκηση έχει γίνει κάπως καθαρότερο. Όμως απέχουμε ακόμα πολύ από τη ζητούμενη απάντηση.
Για μια τέτοια απάντηση η ψυχαναλυτική θεωρία, και η ψυχαναλυτική πρακτική που την ακολουθεί, δεν μπορεί να μας βοηθήσει.