Η ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΚΕΥΝΣΙΑΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Διαλεκτική σύγκρουση συμφερόντων.

Νικόλαος Λ. Μωραίτης, Ph.D.
Διεθνείς Σχέσεις, Συγκριτική Πολιτική
Berkeley, California 2014

Mια μικρή ομάδα καπιταλιστικών χωρών που είχαν εμπλακεί σε έναν αιματηρό και επεκτατικό πόλεμο με στόχο το…

διαμελισμό της λείας κατά την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης ήδη κατισχύουν των περισσότερων εύκολα εκμεταλλεύσιμων περιοχών του πλανήτη μας. Δύσκολα κάποιος μπορεί να αναμένει από αυτές να καλωσορίσουν τη δημιουργία μιας νέας βιομηχανικής ελίτ, ειδικότερα όταν αυτή είναι εφοδιασμένη με την ικανότητα της γρήγορης ανάπτυξης στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής κρατικής καπιταλιστικής υποδομής . Η Τσαρική Ρωσία υπήρξε ένα από τα φεουδαρχικά κράτη με την οποία τα καπιταλιστικά κράτη είχαν αναπτύξει σχέσεις αμοιβαίων συμφερόντων. Αγόραζαν από αυτήν άνθρακα, σιδηρομεταλλεύματα, και άλλες πρώτες ύλες σε χαμηλές τιμές, ενώ πουλούσαν ακριβά βιομηχανικά προϊόντα στην ανθούσα αριστοκρατία της. Έλεγχαν τις περισσότερες από τις τράπεζές της. Καθώς διευρυνόταν η κρίση της χώρας, οι ξένες εταιρείες όπως η International Harvester και η Singer Sewing Machine ίδρυσαν εργοστάσια ανταλλακτικών, εκμεταλλεύονταν τις στρατιές των φθηνών εργατικών χειρών που σωρεύονταν στις πόλεις.

Το 1905 ο Λένιν έγραφε: «Ο μαρξισμός μας διδάσκει ότι σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής μας μια κοινωνία που βασίζεται στην παραγωγή προϊόντων και έχει αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, θα πρέπει, αναπόφευκτα, να πάρει το δρόμο της καπιταλιστικής εξέλιξης. Ο μαρξισμός έχει αποσυνδεθεί αμετάκλητα από ναροντνικές και αναρχικές ασυναρτησίες που υποστηρίζουν ότι η Ρωσία μπορεί να παρακάμψει την καπιταλιστική εξέλιξη, να αποφύγει τον καπιταλισμό ή να τον ξεπεράσει με κάποιον άλλο τρόπο πέρα από την πάλη των τάξεων που θα διεξαχθεί στη βάση και μέσα στο πλαίσιο του ίδιου του καπιταλισμού… Σε χώρες όπως η Ρωσία, η εργατική τάξη δεν υποφέρει τόσο από τον ίδιο τον καπιταλισμό όσο από την έλλειψή του (στο σημείο αυτό δίνεται έμφαση)». Στο δοκίμιο του 1921, που αναφέρθηκε προηγουμένως ο Λένιν, υποστήριζε: «Ας εξετάσουμε πρώτα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού. Όλοι ξέρουμε ότι πρόκειται για την περίπτωση της Γερμανίας. Εδώ θα δούμε την «τελευταία λέξη» στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την προγραμματισμένη οργάνωση η οποία υπόκειται στον ιμπεριαλισμό των Junkers (επαρχιακών ευγενών) και των αστών. Διαγράψτε τις λέξεις «Junker», «μιλιταριστικό» και «ιμπεριαλιστικό» από τον προσδιορισμό του κράτους και στη θέση τους τοποθετήστε ένα κράτος διαφορετικού κοινωνικού τύπου, με διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο – ένα σοβιετικό, δηλαδή, ένα προλεταριακό κράτος – και θα έχετε το σύνολο των συνθηκών εκείνων που αποτελούν το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός δεν είναι κατανοητός χωρίς την μεγάλης κλίμακας καπιταλιστική ανάπτυξη η οποία θα βασίζεται στα πιο σύγχρονα πορίσματα της επιστήμης. Είναι αδιανόητος χωρίς προγραμματισμένη κρατική οργάνωση μέσω της οποίας εκατομμύρια άνθρωποι υποχρεώνονται να τηρούν αυστηρά συγκεκριμένες προδιαγραφές όσον αφορά στην παραγωγή και την κατανομή. Εμείς οι μαρξιστές έχουμε συχνά μιλήσει για αυτό και δεν θα άξιζε τον κόπο να ανοίξουμε συζήτηση με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν αυτή τη θέση». Και για αυτούς τους λόγους ήταν αναμενόμενο οι καπιταλιστικές κοινωνίες να αντιταχθούν τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική της επανάστασης της βιομηχανικής ελίτ στη Ρωσία.
Τέλος, διατηρώντας την κοινωνική ύπαρξη του πληθυσμού τους, τα κράτη της βιομηχανικής ελίτ δεν χρειάστηκε να κάνουν μεγάλες προσπάθειες στη Ρωσία. Με το θάνατο εκατομμυρίων πολιτών και με υλικές καταστροφές ανερχόμενες σε δισεκατομμύρια δολάρια, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προσωρινά διευκόλυνε την αντιμετώπιση της διεθνούς οικονομικής κρίσης η οποία μάστιζε τις καπιταλιστικές οικονομίες. Επίσης επέτρεπε εκείνα τα κράτη που ήταν καλύτερα οπλισμένα να πολεμήσουν τη Ρωσία με άλλους τρόπους. Η κυριαρχία της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή κατακερματίστηκε ενώ η Βρετανία ετοιμαζόταν να εισβάλει στο κενό. Οι ΗΠΑ αναδύονταν από τον πόλεμο ως μια περισσότερο ικανή και δυναμική εμπορική δύναμη σε σχέση με εκείνη που εμφάνιζε με την έναρξη του πολέμου. Τα ανταγωνιστικά Γερμανικά συμφέροντα περιορίστηκαν από παντού και κυρίως μέσα από την Κεντρική και τη Νότιο Αμερική. Οι Βρετανικές επιχειρήσεις στις τελευταίες περιοχές είχαν δραματικά μειωθεί, επίσης. Έτσι, τα εδραιωμένα καπιταλιστικά κράτη περιόρισαν την αντίθεσή τους στην αντιμετώπιση της διάσπασης της φεουδαρχικής τάξης της Ρωσίας, στέλνοντας μόνο συμβολικές δυνάμεις και παρέχοντας στις αντιεπαναστατικές δυνάμεις συμβολικά υλικά μέσα. Όμως, ο Ψυχρός Πόλεμος ξεκίνησε.

Καθώς ο κόσμος οπισθοδρομούσε λόγω της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικοοικονομικής τάξης των πολιτών τους γρήγορα οδήγησε τα κυρίαρχα κράτη της βιομηχανικής ελίτ σε μια νέα μεταξύ τους διαμάχη. Η γρήγορη εξάπλωση των επιχειρηματικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ασία και στην Ανατολική Ευρώπη, μαζί με τις προσπάθειες της Γερμανίας και της Ιαπωνίας να δημιουργήσουν νέα διείσδυση στη Λατινική Αμερική, έκαναν τη Ρωσία έναν σχετικά αδύναμο ανταγωνιστή, κι ένα δευτερεύον κακό. Διαθέτοντας μια περισσότερο ισχυρή παραγωγική βάση σε σχέση με όλους τους ανταγωνιστές της, οι ΗΠΑ γρήγορα άρχισαν να κερδίζουν τη μάχη στον οικονομικό τομέα. Το 1932, η αξία των εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ με την Κίνα ξεπέρασαν εκείνες της Ιαπωνίας «για πρώτη φορά τη δεκαετία». Το 1935, ήταν κατά 22.000.000 Δολάρια ΗΠΑ μεγαλύτερες. Νέες εμπορικές σχέσεις δημιουργήθηκαν μεταξύ των ΗΠΑ και της Πολωνίας, Αλβανίας, Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας .

Όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, έτσι και η Βρετανία και η Γαλλία ήταν ευάλωτες ως προς την αντίστασή τους έναντι της εμπορικής διείσδυσης των ΗΠΑ. Εντούτοις, είχαν πολλούς θετικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των αποικιακών και αυτοκρατορικών κτήσεων, που όλα αυτά τα στοιχεία οδήγησαν στη διατήρησή τους. Οι λαοί της Γερμανίας και της Ιαπωνίας ύστερα από την απειλούμενη καταστροφή των οικονομιών τους, ακολούθησαν την αναμενόμενη οδό. Επέλεξαν να ενεργήσουν μέσα από την επιθετική κατάκτηση. Κάθε κράτος στράφηκε προς εκείνον ή εκείνους τους αντιπάλους του της βιομηχανικής ελίτ των οποίων η αντίδραση θα ήταν η λιγότερο άμεση. Η Ιαπωνία στράφηκε εναντίον της Μαντζουρίας το 1931, και το 1933 κατέλαβε την επαρχία Jehol της Βόρειας Κίνας. Στα μέσα του Μαρτίου του 1939 – καθοδηγούμενη από τη λογική να ξανατονώσει την οικονομία της που μαστιζόταν από ύφεση – η Γερμανία επιτέθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Την 1 Σεπτεμβρίου τα Γερμανικά στρατεύματα ξεχύθηκαν στα σύνορα της Πολωνίας. Η Βρετανία και η Γαλλία απάντησαν, και ο κόσμος πάλι βρέθηκε στη δύνη του πολέμου.

Μόλις οι Ρώσοι συνένωσαν τις δυνάμεις τους με τις Συμμαχικές στον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1941, η λογική του Ψυχρού Πολέμου ξεχάστηκε. Τώρα, μόνο η Γερμανία συνέχισε να θεωρεί τη Ρωσία ως την πηγή του κακού. Μεταξύ των Δυτικών Συμμάχων, η Ρωσία κατά τη διάρκεια του πολέμου θεωρήθηκε ένα έθνος με ένα απλό και γενναίο λαό, πρόθυμο να υπομείνει τα πια φοβερά μαρτύρια προκειμένου να υπερασπίσει την πατρίδα του. Ακόμα και ο Ιωσήφ Στάλιν μεταμορφώθηκε σε μια συμπαθητική φυσιογνωμία. Στις ΗΠΑ, η μορφή του μετατράπηκε από άσχημη σε καλοκάγαθη. Ο επονομαζόμενος «Uncle Joe», αυτή η δημοφιλής φυσιογνωμία, σύμφωνα με τους αμερικανούς σκιτσογράφους είχε τη μορφή ενός σοφού, δυναμικού και καλοκάγαθου προσώπου.

Εντούτοις, όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, η Ψυχροπολεμική τακτική αναβίωσε και πάλι όπως η ίδια είχε τεθεί σε κατάσταση ύπνωσης. Προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την κοινωνική ύπαρξη του λαού τους στα μέσα της δεκαετίας του 1940, μια νέα ομάδα προβλημάτων απαιτείτο να τεθούν υπό έλεγχο (ή, πιο συγκεκριμένα, ένα παλιό σύνολο προβλημάτων μέσα από ριζικά καινούριες διαστάσεις). Με τη λήξη του πολέμου, αντίθετα με τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι ΗΠΑ διατήρησαν πλήρως παραγωγική τη λειτουργική τους βάση, και οι τεχνικές που εισήχθηκαν προκειμένου να τελειώσει ο πόλεμος περισσότερο βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν επιτακτική ανάγκη για τις ΗΠΑ να πουλήσει αυτά που είχε παράγει εάν δεν ήθελε να επιστρέψει η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης ως εκδικητής. Δυστυχώς, η πρόοδος τόσο εντός όσο και εκτός συνέτειναν στο να απειλείται μια τέτοια προοπτική. Στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα υπήρχε μεγάλη πιθανότητα τα αυτοονομαζόμενα Κομμουνιστικά Κόμματα να έρθουν στην εξουσία και να εισάγουν τον ολοκληρωτικό κρατικό καπιταλισμό στις οικονομίες των χωρών τους. Μια τέτοια περίπτωση, εξαιρετικά δύσκολα θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν οι ΗΠΑ. Περισσότερο φόβο θα μπορούσε να δημιουργήσει το γεγονός ότι αυτά τα «Κομμουνιστικά» Δυτικά κράτη μπορεί να αρνιόνταν τις αμερικανικές επενδύσεις και/ή να ενσωμάτωναν τις οικονομίες τους με εκείνες της Ρωσίας. Σε εθνικό επίπεδο, η αυτοματοποίηση και η cybernation συνέτειναν ώστε οι ΗΠΑ να αποτελέσει μια πληθωρική παραγωγική βάση οδηγούμενη σε εργατικό πλεόνασμα, ένα πρόβλημα που σίγουρα θα αύξανε καθώς η παραγωγή όπλων μειωνόταν και οι άνδρες εξακολουθούσαν να απαλλάσσονται από την άσκηση της στρατιωτικής θυσίας. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες, ο Ψυχρός Πόλεμος και η Κεϋνσιανή οικονομική θεώρηση θεωρήθηκαν ως τα ιδανικά λογικά στοιχεία αμύνης.

Οριοθετώντας τη Ρωσία ως το Κομμουνιστικό κακό, οι ΗΠΑ διευκολύνθηκαν στο να κατευθύνουν και να δικαιολογήσουν την παροχή των 12.5 δις. δολαρίων για την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης προκειμένου να προστατευθούν οι χώρες αυτές από την Κομμουνιστική διείσδυση. Αυτή η ανοικοδόμηση όχι μόνο δεν θα διατηρούσε τους υπάρχοντες οικονομικούς δεσμούς, αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ να εξάγουν μεγάλες ποσότητες επενδυτικών κεφαλαίων και βιομηχανικών προϊόντων που θα έπρεπε να εξαχθούν εάν επιθυμείτο να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση των Αμερικανών χωρίς να επέλθει επανάσταση.
Ο ιστορικός William A. Williams παραθέτει τη δήλωση του Υφυπουργού Εσωτερικών Dean Acheson ενώπιον μιας επιτροπής του Κογκρέσου που εξέταζε τη μεταπολεμική οικονομική αμερικανική πολιτική και το σχεδιασμό της, το Νοέμβριο του 1944: «Δεν μπορούμε να περάσουμε άλλα δέκα χρόνια όπως αυτά στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, χωρίς να έχουμε μακροπρόθεσμες συνέπειες στο οικονομικό και κοινωνικό μας σύστημα. Εάν εξετάσουμε το πρόβλημα θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για πρόβλημα αγορών και όχι παραγωγής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ανεξάντλητες πηγές ενέργειας. Πρέπει όμως να φροντίσουμε ώστε ό,τι παράγει η χώρα να πωλείται με τέτοιους οικονομικούς όρους που θα διασφαλίζουν τη συνέχεια της παραγωγής. Η λύση είναι, χωρίς αμφιβολία η ανεύρεση ξένων αγορών. Δεν μπορούμε να διατηρήσουμε μηδενική ανεργία και ευημερία στις ΗΠΑ χωρίς αυτές». Με τον ίδιο τρόπο περιέγραψε και ο Υπουργός Εσωτερικών George C. Marshall το σχέδιό του για την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης η οποία ήταν ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ: «Αν δεν είχε υιοθετηθεί το σχέδιο» έλεγε, «η σωρευτική απώλεια των ξένων αγορών και των πηγών πρώτων υλών θα είχε αναμφισβήτητα μειωτική επίδραση στην εντόπια οικονομία και θα μας είχε οδηγήσει σε αυστηρότερα μέτρα κυβερνητικού ελέγχου». Ορίζοντας έτσι, ως κλειδί για την ευημερία των ΗΠΑ, την εξάπλωσή τους στην παγκόσμια αγορά, παρατηρεί ο Williams, ο Marshall καθόρισε την εξωτερική πολιτική ως μέσο για την επίλυση εσωτερικών προβλημάτων και για την επιβίωση της δημοκρατίας.

Ο Ψυχρός Πόλεμος θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει για να δικαιολογήσει και να κατευθυνθεί στην παρεμπόδιση της ανοικοδόμησης της παραγωγικής βάσης της Ρωσίας. Η Ρωσία θα αρνιόταν τα δάνεια, και οι απαιτήσεις της για επανορθώσεις θα τύγχαναν μιας εύλογης άρνησης. Ο Ψυχρός Πόλεμος θα βοηθήσει τις ΗΠΑ να εναντιωθούν στη σύναψη εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και του υπόλοιπου κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Δυτικής Ευρώπης. Θα δικαιολογήσει/κατευθύνει τη δημιουργία συστημάτων εξοπλισμών αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων να εγκατασταθούν σε χώρες της Ευρώπης (και αργότερα, στον Τρίτο Κόσμο) που λέγετο ότι είναι ευάλωτες έναντι του Κομμουνιστικού κινδύνου και έτσι να διατηρηθούν οι μεγάλες βιομηχανίες των ΗΠΑ παρέχοντας εργασία σε εκατομμύρια αμερικανών εργατών. Στην Κίνα και στην Ινδονησία, ο Ψυχρός Πόλεμος θα χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει/κατευθύνει την άμυνα της φεουδαρχικής τάξης. Η αντιφεουδαρχική επαναστατική διαδικασία στην Ασία λειτούργησε αρνητικά για την εδραίωση των συμφερόντων των δυτικών χωρών, και η Ρωσία ήταν γνωστή ότι έδινε χείρα βοηθείας.

Έτσι, η Δύση – καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ – ανάστησε τον Ψυχρό Πόλεμο και τον μετέτρεψε σε αποστολή. Δεδομένου του συντηρητισμού που διέπει την πολιτική, θα πρέπει να τονιστούν και τα υλικά επιτεύγματα αυτής της απόφασης. Η βιομηχανική βάση της Ευρώπης αναδομήθηκε, και απέκτησε νέα παραγωγική υποδομή και εξειδίκευση. Ο Ρωσικός ανταγωνισμός κατά μεγάλο ποσοστό παρεμποδίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Δυτική Ευρώπη, όπου εισήλθε μέσα από επωφελείς διαδικασίες ένας μεγάλος αριθμός Αμερικανικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μηχανημάτων και βιομηχανικών προϊόντων. Αμερικανικοί κολοσσοί ταυτόχρονα επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια. «Στα τέλη της δεκαετίας του 1960» αναφέρουν οι Richard Barnet και Ronald Muller, οι αμερικανικές εταιρείες «κατευθύνονταν προς τον έλεγχο των πλέον προωθημένων και δυναμικών τομέων των Ευρωπαϊκών οικονομιών, αφήνοντας τα πλυντήρια, τα εστιατόρια και τις επιχειρήσεις δημόσιας ωφέλειας στους ντόπιους» .

Μέσα στις ΗΠΑ, οι ισχυροί επιχειρηματίες έγιναν οι απόστολοι του Αντικομμουνιστικού πιστεύω. «Φουσκωμένοι» από τα πολεμικά οφέλη, σημειώνει ο Fred Cook, «κυνηγημένοι από το φόβο της επιστροφής πολιτικών αναταραχών του τύπου New Deal» κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «μόνο το Πολεμικό Κράτος θα μπορούσε να εμποδίσει μια τέτοια καταστροφή, μόνο η ιδεολογία του Πολεμικού Κράτους θα μπορούσε να εμφανίσει ένα ξεκάθαρο προϊόν μέσα από μια ξεκάθαρη συσκευασία, έτοιμο να εξορκίσει τόσο τα εγχώρια όσο και τα αλλοδαπά δαιμόνια» . Στο σημείο αυτό και πάλι, η χρησιμότητα του Ψυχρού Πολέμου καταδείχθηκε γρήγορα. Το 1962, 7.500.000 Αμερικανοί ήταν πλήρως εξαρτημένοι επαγγελματικά από το στρατό, και περίπου το ένα τέταρτο με το ένα τρίτο «όλης της οικονομικής δραστηριότητας» βασιζόταν στις στρατιωτικές δαπάνες.

Μια μελέτη σχετική με τον έλεγχο των εξοπλισμών και τον αφοπλισμό αποκάλυψε ότι «το 1959 η παραγωγή πυραύλων για τα αεροσκάφη απασχολούσε το 82% του εργατικού δυναμικού που ασχολείτο με κατασκευαστικές εργασίες στο Σαν Ντιέγκο, το 72% στη Γουιτσιτά και το 52% στο Σηάτλ. Ποσοστό 20-30% όλων των θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα στο Κάνσας, την Ουάσιγκτον, το Νέο Μεξικό, την Καλιφόρνια και το Κονέκτικατ, οφειλόταν στα αμυντικά έργα.

Η Κεϋνσιανή οικονομική αντίληψη έγινε της μόδας μαζί με τον Ψυχρό Πόλεμο για λόγους που δεν υπήρξαν λιγότερο πραγματικοί. Εάν δεν μπορούσε να τους παρασχεθούν εύκολες πιστώσεις, τα ξένα κράτη δεν θα ήταν δυνατόν να καταναλώσουν τα δαπανηρά όπλα, ούτε οι Αμερικανοί την ατελείωτη προσφορά ειδών αμφίεσης, καταψυκτών, στερεοφωνικών, οχημάτων του χιονιού, αυτοκινήτων και σπιτιών. Η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν στην πιστωτική οικονομία καταδεικνύει και πάλι την αντίληψή μας ότι οι ιδέες και οι πρακτικές γίνονται αυθόρμητα αποδεκτές όταν υπάρχει η αναγκαιότητα για τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης. Οι Αμερικανοί είχαν ως αξίωμα το ότι μόνο τα ανεύθυνα πρόσωπα αγοράζουν πράγματα εκείνη τη στιγμή που τα θέλουν. Τώρα, μέσα σε λίγες δεκαετίες, απέκτησαν μιαν εντελώς διαφορετική γνώμη. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να αγοράζονται σε όλη τη διάρκεια του έτους, στη συνέχεια σε μια περίοδο ενός και ημίσεως έτους, δύο ετών, τριών ετών, και στη συνέχεια τεσσάρων. Τα σπίτια ξεκίνησαν να πληρώνονται μέσα σε μια περίοδο δεκαετίας, στη συνέχεια μιας εικοσαετίας και τέλος μιας τριακονταετίας. Με την εμφάνιση των πιστωτικών κρατών, ο,τιδήποτε, από διακοπές έως οδοντόπαστες μπορούσαν να αγοράζονται όποτε κάποιος τα ήθελε. Η αγορές επί πιστώσει έγινε ο νέος αμερικανικός τρόπος ζωής.

Η επιχειρηματολογία μας ότι η ιστορική πρόοδος είναι επακόλουθο της διαλεκτικής σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί να απεικονιστεί μέσα από αυτό που προέκυψε ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του Ψυχρού Πολέμου και της πολιτικής του Κέυνς. Η αμερικανική έφοδος στη Δυτική Ευρώπη στην αρχή εξυπηρέτησε όχι απλά να διατηρήσει, αλλά να ανεβάσει το επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων. Όμως, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κατάχρηση ενός φάρμακου, οι επιπτώσεις του είναι περισσότερο βλαβερές από ωφέλιμες. Οι αμερικανικές ανώνυμες εταιρείες άρχισαν να αποκτούν τον έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων σε ανησυχητικό βαθμό, χρησιμοποιώντας τα κέρδη τους για να απορροφούν ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις, να κάνουν επενδύσεις στο εξωτερικό, ή να περιορίζονται στο εσωτερικό. Οι Ευρωπαίοι, αντιμετωπίζοντας μια συρρίκνωση της κοινωνικής τους ύπαρξης, ετοίμασαν «την αντεπίθεσή τους» όπως τη χαρακτηρίζουν οι Barnet και Müller. Καθ’ ειρωνείαν, προκειμένου να προστατεύσουν τις χώρες τους από την αμερικανική επιδρομή εκμετάλλευσης, οι Κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης διαπίστωσαν ότι ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιήσουν όλους τους κρατικούς μηχανισμούς που τα Κομμουνιστικά κράτη του κρατικού καπιταλισμού χρησιμοποιούσαν εδώ και πολύ καιρό. Στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού, οι ντόπιες εταιρείες σώθηκαν από το να εξαγοραστούν ή να κλείσουν με την απορρόφηση μεγάλων ποσών από το κράτος. Οι Ιάπωνες διαπίστωσαν επίσης ότι για τη διατήρηση της κατάστασής τους απαιτείτο να επιταχύνουν τον κρατικό καπιταλισμό των βιομηχανιών τους εκείνη την περίοδο .

Πολλές από τις ανώνυμες εταιρείες που έτυχαν της κρατικής επιχορήγησης γρήγορα έγιναν περισσότερο τεχνολογικά προηγμένες σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους στις ΗΠΑ, Γερμανία και Ιαπωνία, ειδικότερα δε εκείνες που υπέφεραν σε μεγάλο βαθμό σε ό,τι αφορά τη βάση της βιομηχανικής παραγωγής τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, συχνά διαπίστωναν ότι ήταν πιο πρακτικό να δημιουργήσουν νέα συστήματα αντί να αναβαθμίσουν τα παλαιά. Με το πλεονέκτημα των νέων τεχνολογιών, το χαμηλό εργατικό κόστος, και τις κρατικές επιχορηγήσεις, οι Ιαπωνικές και οι Ευρωπαϊκές εταιρείες τη δεκαετία του 1970 όχι μόνο άρχισαν να ξανααποκτούν τις αγορές που παλαιότερα έχασαν από τις Αμερικανικές εταιρείες αλλά και να βάλουν το πόδι τους στο σπίτι του γίγαντα. Μια πληθώρα Ιαπωνικών και Δυτικοευρωπαϊκών προϊόντων – αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα, ρολόγια, φωτογραφικές μηχανές, τηλεοράσεις και στερεοφωνικά συγκροτήματα, παπούτσια και λοιπά αγαθά – βαθμιαία κόλλησαν τους Αμερικανούς παραγωγούς στη γωνία. Καθοδηγούμενες από την επιθυμία τους να διατηρήσουν την ισχύ τους, την υπάρχουσα κατάσταση, οι απειλούμενες Αμερικανικές εταιρείες άρχισαν να μεταφέρουν τις παραγωγικές δραστηριότητές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η χρήση παράνομης φθηνής εργασίας (σε πολλές περιπτώσεις, και $0.30 την ώρα) θα τις έκανε και πάλι περισσότερο ανταγωνιστικές.

Η ίδρυση σε υποαναπτυσσόμενες χώρες που παράγουν πρώτες ύλες εργοστασίων συναρμολόγησης είχε δραματικές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική διαδικασία της εργασίας στις χώρες αυτές. Για αρκετές δεκαετίες, οι πληθυσμοί των υποαναπτυσσόμενων χωρών αναπτύχθηκαν πιο γρήγορα, ενώ την ίδια περίοδο τα έσοδα από τις πρώτες ύλες εξακολουθούσαν να κινούνται πτωτικά. Οι ατομικοί παραγωγοί βαμβακιού, μπανανών, ζάχαρης, κρέατος βοδινού, χαλκού, βωξίτη, και λοιπών πρώτων υλών, από κοινού διαπίστωσαν ότι μπορούν να διατηρηθούν άμεσα μόνο με την αύξηση της εξαγωγής προϊόντων (στοιχείο το οποίο έχει ως μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα μια περαιτέρω μείωση των τιμών), και/ή, την ανάληψη των μηχανισμών παραγωγής, και την απόλυση των πλεοναζόντων ανθρακωρύχων και των πλεοναζόντων αγροτών από τη γη τους.

Τα βασικά χαρακτηριστικά και οι συνέπειες από την κρίση των υποαναπτυσσόμενων χωρών είναι επίσης γνωστά. Σύμφωνα με τα πρωτοτόκια, η κτηματική περιουσία της ελίτ πηγαίνει στα πρωτότοκα αγόρια, ενώ τα επόμενα αγόρια ή κατατάσσονται στο στρατό ή ασκούν κάποιο από τα επαγγέλματα. Και ενόσω η κρίση εξελίσσεται, γίνεται διαρκώς δυσκολότερο για τους επαγγελματίες να διατηρήσουν την ευνοϊκή τους θέση μέσα στην υφιστάμενη τάξη. Οι γιατροί και οι δικηγόροι δεν μπορούν να διατηρήσουν την θέση τους στην ελίτ περιποιούμενοι και υπερασπιζόμενοι τους συρόμενους μέσα στη φτώχεια αγρότες ή τους κατοίκους των παραγκουπόλεων. Αυτοί πρέπει να διαθέτουν ένα αριστοκρατικό πελατολόγιο. Δυστυχώς, με τους ταχέως αυξανόμενους πληθυσμούς και τη σταθερή ποσότητα του υπάρχοντος εδάφους δεν υπάρχουν πολλοί αριστοκράτες για να κατανεμηθούν τριγύρω. Ορισμένοι επαγγελματίες είχαν τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν σε ανεπτυγμένες χώρες. Ορισμένοι μπήκαν στο χώρο των επηρμένων και διεφθαρμένων κυβερνητικών γραφειοκρατών. Άλλοι ασχολήθηκαν με παράνομες δραστηριότητες, όπως η πώληση ναρκωτικών. Πολλοί Μεξικανοί γιατροί πρόσφατα ασχολούνται με την παροχή περίθαλψης σε Αμερικανούς πολίτες για θεραπεία εσωτερικού καρκίνου ή πλαστική χειρουργική. (Πριν από τη νομιμοποίηση της άμβλωσης στις ΗΠΑ, ένας αξιοσημείωτος αριθμός Μεξικανών που είχε έδρα την πόλη του Μεξικό και την Τιχουάνα, συντηρούνταν παρέχοντας αυτή τη μορφή της υπηρεσίας στους βόρειους γείτονές τους).

Προφητικό είναι το γεγονός ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 50 στην Κεντρική και Νότιο Αμερική, στην Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, τη Μέση Ανατολή και άλλες υποαναπτυσσόμενες περιοχές, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επαγγελματιών / πνευματικών ανθρώπων άρχισαν να υποστηρίζουν την ανατροπή των συστημάτων που αποδείχθηκαν τόσο ανίκανα για την υποστήριξη των συμφερόντων τους. Όπως ακριβώς οι Μπολσεβίκοι και οι Μαοϊστές παρόμοιοί τους, οι επαναστάτες ακτιβιστές ενστερνίστηκαν τον απόλυτο Μαρξισμό ως την πιο κατάλληλη αντίληψη. Προσδιόρισαν τους βιομηχανικούς εργάτες ως την πιο επαναστατική τάξη και την εκβιομηχάνιση ως την πλέον πιεστική ανάγκη (σήμερα, η εκβιομηχάνιση έχει προκαλέσει την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης η οποία είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες των επαγγελματιών). Το δικαιολογούν ως εξής: αφού η κοινωνική αλήθεια υφίσταται συχνά ανεξάρτητα από τις εμπειρίες των εργατών, αφού ο Μαρξισμός είναι η σωστή μεθοδολογία για την ανακάλυψη της αλήθειας και αυτοί είναι οι μορφωμένοι Μαρξιστές, με βάση την επαναστατική συλλογιστική θα πρέπει να εγκαθιδρύσουν δικτατορίες, όχι των εργατών, αλλά των ίδιων των δικών τους Μαρξιστικών οργανώσεων προς όφελος της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, σχεδίασαν να μορφώσουν τους εργάτες, προκειμένου να τους προετοιμάσουν να αναλάβουν τελικά εκείνοι τον έλεγχο. Σύμφωνα με την ουσιαστική ερμηνεία της Γενικής Θεωρίας, όταν μια ελίτ έχει κοινωνική παρουσία, οι επαναστάτες πνευματικοί άνθρωποι αυθόρμητα διαμορφώνουν μια λογική η οποία αιτιολογεί την απόκτηση από την ίδια την ελίτ της πολιτικής ισχύος που απαιτείται για την άμυνά της.

Για ένα μεσοδιάστημα στη δεκαετία του 60 – την περίοδο που τα προϊόντα της Ιαπωνίας και της Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να υποκαθιστούν εκείνα των ΗΠΑ- στον Τρίτο Κόσμο ήταν έτοιμος να πραγματοποιηθεί ένας επαναστατικός μετασχηματισμός. Οι αγρότες και οι εργάτες των φτωχών εθνών, των οποίων οι υλικές ελλείψεις αυξάνονταν καθημερινά, άρχισαν να ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους Μαρξιστές ανθρώπους του πνεύματος σε διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο. Σημαντικές μάχες έλαβαν χώρα στην Ινδοκίνα. Η Ινδονησία (η οποία διέθετε μια μεγάλη Μαρξιστικής αντίληψης βιομηχανική κοινότητα) και οι Φιλιππίνες (όπου οι αντάρτες Huk , οι οποίοι επίσης διέθεταν Μαρξιστική ηγεσία, ήταν στα βουνά), απείλησαν να είναι οι επόμενες χώρες. Τα κράτη της Κεντρικής και της Λατινικής Αμερικής, συμπεριλαμβανομένης της Γουατεμάλας, της Νικαράγουας, της Βραζιλίας και της Αργεντινής, καθ’ όμοιον τρόπον οδηγούνταν προς μια βίαιη σύγκρουση. Μέσα στις ΗΠΑ, αριστεροί φοιτητές θεωρούσαν επιβεβλημένο ότι το γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί η φτώχεια στις υποναπτυσσόμενες χώρες το συντομότερο δυνατόν.

Στη συνέχεια, τα Αμερικανικά εργοστάσια ξεκίνησαν να οδεύουν προς τις αναπτυσσόμενες περιοχές, και η κατάσταση άλλαξε. Οι χωρικοί και οι εργάτες που χρησιμοποιούνταν στα εργοστάσια συναρμολόγησης γρήγορα έχασαν το ενδιαφέρον τους για ακραίες λύσεις. Το ίδιο λειτούργησαν και εκείνοι που βρήκαν δουλειά σε βοηθητικά καταστήματα και βιομηχανίες. Όντως, καθώς μια νέα βιωσιμότητα αγκάλιασε τις οικονομίες που αντιμετώπιζαν κρίση, οι επαναστατικές ιδέες μπήκαν στο ντουλάπι.

Οι Αμερικανοί κατασκευαστές δεν ήταν οι μόνοι που κέρδισαν από τη συγκεκριμένη διαδικασία. Προκειμένου να εκβιομηχανιστούν οι χώρες τους, οι Μαρξιστές των υποαναπτυσσόμενων χωρών πρότειναν την απόκτηση χρημάτων μέσα από τη μοναδική διαθέσιμη πηγή, την πώληση των αγροτικών προϊόντων και των πρώτων υλών της χώρας τους. Όπως οι Κινέζοι και οι Ρώσοι επαναστάτες, οι ίδιοι σκοπεύουν να φέρουν αυτές τις βιομηχανίες υπό κρατικό έλεγχο, μαζί με τα αλλοδαπά συγκροτήματα επικοινωνίας και τουλάχιστον ορισμένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια. Βοηθώντας στην παρεμπόδιση της επανάστασης του Τρίτου Κόσμου, οι Αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες ξεκίνησαν τη διάσωση των Αμερικανικών συμφερόντων σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες και τις επικοινωνίες που αντιμετώπιζαν αυτό που φαινόταν ως μερική απαλλοτρίωση.

Παράλληλα, οι πολυεθνικές εταιρείες δεν ήταν προετοιμασμένες να εκμηδενίσουν πλήρως τον κίνδυνο την επανάστασης. Δεδομένου ότι κάθε εργοστάσιο μειώνει τον στρατό των ανέργων μια πτωχής χώρας, τούτο οδηγεί σε αύξηση της τιμής της εργασίας, και σε λιγότερο ελκυστική προοπτική την επέκταση των επενδύσεων μιας βιομηχανίας ή την είσοδο νέων επιχειρήσεων. Με λίγα λόγια, έχοντας ως βασικό στόχο τα φτηνά εργατικά χέρια, οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν συμφέρον να διατηρήσουν τις υλικές συνθήκες που δημιουργούν την επαναστατική βία, ενώ αποστρέφονται την επανάσταση. Οι Αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες υπήρξαν επίσης ενάντιες να τοποθετήσουν περισσότερους από ένα συμβολικό αριθμό ξένων σε διευθυντικές θέσεις. Έτσι, δεν συνετέλεσαν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης των νέων ελίτ, που είχαν την τάση να μηχανεύονται επαναστάσεις.

Εάν το ανωτέρω πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί, θα μπορούσε με πολύ ωφέλιμο τρόπο να μετριαστεί μέσα από την συνετή λογική του Ψυχρού Πολέμου. Δεδομένου ότι οι διανοούμενοι οι οποίοι προσπαθούσαν να κλονίσουν τις ασθενείς φεουδαρχικές τάξεις του έθνους βρήκαν την επιχειρηματολογία του Μαρξισμού ιδιαίτερα χρήσιμη, αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αντιστρατευόμενοι, ως «Κομμουνιστές». Με αυτή την έννοια, εκατομμύρια, και τελικά δισεκατομμύρια δολάρια, θα μπορούσαν να αποκτηθούν με το να πωλείται στις φοβισμένες φεουδαρχικές ελίτ ο εξοπλισμός και τα συστήματα παρακολούθησης προκειμένου να καταπιέσουν τους επαναστατημένους αντιφρονούντες τους.

Επιπλέον, ο «Αντικομμουνισμός» στον υποαναπτυσσόμενο κόσμο λογικά και πάλι πολύ ωφελιμιστικά θα μπορούσε να συνδεθεί με την προσπάθεια να περιλάβει και την αυξανόμενη οικονομική πρόκληση της Ρωσίας. Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε την ανάγκη να ξαναδημιουργήσει την κατεστραμμένη βιομηχανική της βάση αμέσως, εάν υπήρχε ως στόχος η διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης του αυξανόμενου πληθυσμού της, ούτε ήταν επαρκής η αποκατάσταση της προηγούμενης βιομηχανικής υποδομής της χώρας. Με δεδομένη την πληθυσμιακή αύξηση, και, πιο σημαντικό, την ανάγκη, την ικανότητα και τη σαφή πρόθεση των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν της παγκόσμιας οικονομίας μέσα από μια νέα δυναμική, είναι σαφές ότι η Ρωσία θα πρέπει να διαθέτει ένα ανανεωμένο σύστημα περισσότερο παραγωγικό σε σχέση με εκείνο που ήταν προπολεμικά. Ο Ψυχρός Πόλεμος και το Σχέδιο Μάρσαλ εμπόδιζαν τη Σοβιετική Ένωση να αντλήσει για την προτεινόμενη αναδόμηση μέσα από την οριοθέτηση νέων εμπορικών δεσμών με τη Δύση ή με τη λήψη επανορθώσεων από τη Δυτική Γερμανία. Προκειμένου να διατηρηθεί η ελίτ τάξη της Ρωσίας υπήρξε αναγκαίο να αναληφθεί η δαπάνη της Ανανέωσης με ασθενέστερα μέσα τόσο μέσα από την ίδια τη χώρα όσο και από την Ανατολική Ευρώπη. Καθώς η ψυχροπολεμική κατάσταση ισχυροποιείτο, η Ρωσία όδευε προς αυτή την κατεύθυνση .

Τελικά, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης θα δρέψουν ορισμένα επιπρόσθετα ωφελήματα από τη Ρωσική εκμετάλλευση. Η Δυτική Ευρώπη για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσε την Ανατολή ως πηγή φθηνών πρώτων υλών και ως μια αγορά για ακριβά βιομηχανικά προϊόντα, αποθαρρύνοντας την όποια σοβαρή βιομηχανική ανάπτυξη, η παραδοσιακή μέθοδος άντλησης κέρδους από τα φεουδαρχικά κράτη. Εάν η Ε.Σ.Σ.Δ επιθυμούσε να αντλήσει την υπεραξία από την Ανατολική Ευρώπη, θα έπρεπε να σπάσει αυτή την παράδοση. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι οι
περισσότερο φθηνές πρώτες ύλες της Ανατολικής Ευρώπης ήδη εισάγονταν στην Ε.Σ.Σ.Δ. στην ίδια φθηνή τιμή. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε φθάσει ακόμη σε εκείνο το επίπεδο όπου η βιομηχανική της ανάπτυξη να είναι σε μεγάλες ποσότητες βιομηχανικών προϊόντων για εξαγωγή .

Όμως, θα μπορούσε η Ρωσία να πωλήσει κάτι με κέρδος στην Ανατολική Ευρώπη: τα στοιχεία της βιομηχανικής υποδομής. Πιεζόμενη να χρησιμοποιήσει μεθόδους κρατικού καπιταλισμού προκειμένου να προχωρήσει στη βιομηχανική της ανάπτυξη, η Ρωσία είχε αρκετή υποδομή για τη δημιουργία χαλυβουργείων, σιδηροδρομικών γραμμών, επικοινωνιακών συστημάτων και εργοστασίων. Συνδυάζοντας τις ντόπιες πρώτες ύλες και το εργατικό δυναμικό με την Ρωσική τεχνική υποδομή και τα δάνεια, τα εργοστάσια επαναδημιουργήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των μεσαίας εμβέλειας ως και της ελαφράς βιομηχανίας. Η Σοβιετική Ένωση στη συνέχεια μπορούσε να είναι σε θέση να αγοράζει φθηνά ρουλεμάν, εργαλεία, εργαλεία μηχανημάτων και πολλά άλλα, πωλώντας τους σε αντιστάθμισμα πρόσθετα ακριβά βιομηχανικά προϊόντα και αποσπώντας την απαιτούμενη υπεραξία στο πλαίσιο της διαδικασίας. Δεδομένου ότι ωθούσε την Ανατολική Ευρώπη στη σύγχρονη κοινωνία, η Ρωσία θεωρούσε τον εαυτό της ως ευεργέτη. Ως αποτέλεσμα της Ρωσικής επικυριαρχίας, οι φεουδαρχικές παραγωγικές τάξεις της Ανατολικής Ευρώπης είχαν διαλυθεί κατά την πρώτη δεκαετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αντικαταστάθηκαν από δομές κρατικού καπιταλισμού
που, όπως και στη Ρωσία, κατευθύνονταν από τα αυτόνομα «Κομμουνιστικά» κόμματα
Επειδή πολλοί Ανατολικοευρωπαίοι είχαν κοινωνικά και οικονομικά εκμηδενιστεί μέσα από αυτή τη διαδικασία – και τα άτομα που υπέστησαν αυτή την καταστροφή ξεκίνησαν μιαν επανάσταση – η Σοβιετική Ένωση παράλληλα με αυτή της την εκμετάλλευση χρησιμοποίησε και την πολιτική καταπίεση. Μόνον με την έλευση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και του σχεδίου Μάρσαλ η Σοβιετική Ένωση συνειδητοποίησε ότι η εκμετάλλευση τόσο των δικών της όσο και των μαζών της Ανατολικής Ευρώπης ήταν το πιο πραγματιστικό εργαλείο για την αναδόμηση της βιομηχανικής της βάσης και τότε έγινε ακόμα πιο καταπιεστική σ’ εκείνη την περιοχή.

Όταν επιτεύχθηκαν οι στόχοι, η Ρωσία βρέθηκε σε μια κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει κάθε ανεπτυγμένη χώρα, μια αναπόφευκτη συνέπεια της χρησιμοποίησης αυτής της συγκεκριμένης παραγωγικής βάσης. Ο Καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την κοινωνικοποίηση της παραγωγής και τη μη κοινωνικοποίηση της κατανάλωσης, δηλαδή η δυνατότητα συμμετοχής του πληθυσμού μιας χώρας στην παραγωγή είναι καθολική, ενώ εκείνη στην κατανάλωση είναι άνιση. Ο ένας εργάτης βιδώνει τη βίδα μέσα στο βιομηχανικό οικοδόμημα, ο δεύτερος σφίγγει τη βίδα κι ο τρίτος τη γυαλίζει. Καθένας εκτελεί ένα περιορισμένο αριθμό επαναλαμβανόμενων βημάτων. Κανένας δεν είναι απόλυτα υπεύθυνος για ολόκληρο το εύρος των δραστηριοτήτων. Όσο η καπιταλιστική δομή ωριμάζει, τόσο περισσότερο συνεργατικές/κοινωνικοποιημένες γίνονται οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές.

Η γραμμή παραγωγής των αυτοκινήτων που εισήγαγε ο Henry Ford ήταν ένα διαλεκτικό βήμα προς την κατεύθυνση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και οι σύγχρονες τεχνικές που ακολουθούνται από τα εργοστάσια είναι τόσο συνεργατικές που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως κομμουνιστικές. Δεδομένου ότι η κατανάλωση εξακολουθεί να παραμένει μη κοινωνικοποιημένη, και, δεδομένου ότι οι κοινωνικοποιημένες διαδικασίες παραγωγής είναι περισσότερο αποδοτικές από τις μη κοινωνικοποιημένες – αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία – η κοινωνικοποιημένη αυτή παραγωγή στις βιομηχανικές (καπιταλιστικές) κοινωνίες αναπόφευκτα υπερβαίνει την κατανάλωση, οδηγώντας έτσι τις κοινωνίες αυτές σε κοινωνίες με άνιση καταναλωτική δύναμη και επιμερισμό του πλούτου και συντελώντας στη δημιουργία κρίσεων και στην ανάγκη βελτιστοποίησης των μέτρων.

Σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις, η αντίφαση μεταξύ κοινωνικοποιημένων «υλικών δυνάμεων παραγωγής» στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και των μη κοινωνικοποιημένων «σχέσεων παραγωγής» μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με το να δοθεί στις μάζες η ίση δύναμη για κατανάλωση, δηλαδή ο σοσιαλισμός. Δεδομένου ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να υπονομεύσει τα ηγεμονικά τους συμφέροντα, η καπιταλιστική ελίτ αυτόματα δημιούργησε λογικές/πρακτικές με στόχο την παρεμπόδιση της αντίφασης προκειμένου να επιτευχθεί η ιδανική κατάσταση. Αύξησαν την παραγωγικότητα της εργασίας μέσα από την αυτόματη παραγωγή και έτσι μείωσαν το κόστος ανά μονάδα, την τιμή πώλησης των εμπορευμάτων και έδωσαν τη δυνατότητα στα άτομα να αντιμετωπίσουν μια φθηνότερη αγοραστική κλίμακα. Κατεύθυναν την πώληση των προϊόντων σε άλλες χώρες και διασφάλισαν πρόσθετες ποσότητες υπεραξίας μέσα από την οικονομική διείσδυση των ασθενέστερα οικονομικών κρατών. Μέσα από τέτοιους μηχανισμούς, η κοινωνική ύπαρξη των δικών τους πληθυσμών προσωρινά διατηρήθηκε και αποφεύχθηκε η δημιουργία επανάστασης.

Ο Williams A. Williams παρατηρεί ότι εκπρόσωποι του καπιταλισμού στις ΗΠΑ έχουν συχνά αναγνωρίσει τη σχέση μεταξύ της πρακτικής αυτής και της διατήρησης του συστήματος που βασίζεται σε βιομηχανικές ελίτ. Όταν η οικονομία των ΗΠΑ κατέρρευσε το 1893, οι αμερικανοί πολιτικοί αντέδρασαν προτείνοντας μιαν επεκτατική εμπορική πολιτική. Είτε θα έχουμε την αγορά της Κίνας, διαβεβαίωνε ο γερουσιαστής William Frye, είτε θα έχουμε επανάσταση. «Έχει γίνει πλέον αναγκαίο να βρεθούν νέες αγορές για τα αγροτικά και βιομηχανικά μας προϊόντα», δήλωνε ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών John W. Foster. «Η παρούσα βιομηχανική ευημερία αυτής της χώρας δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς αυτές». Το 1912 ο υποψήφιος πρόεδρος Woodrow Wilson δήλωνε: «Οι βιομηχανίες μας έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε αν δεν βρεθεί διέξοδος στην παγκόσμια αγορά θα εκραγούν … Οι ντόπιες αγορές δεν είναι πλέον επαρκείς». Κατά τη δεκαετία του 1920 ο George Peek, ένας κατασκευαστής γεωργικών μηχανημάτων, επέμενε ότι δεν έμενε άλλη επιλογή από την πώληση των πλεονασμάτων της γεωργικής παραγωγής στο εξωτερικό. Καθώς αυτό δεν γινόταν τότε, ο Peek προέβλεπε την έλευση του κρατικού σοσιαλισμού. Ο Dean Acheson κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα στην ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου, το 1944. Αποδεχόμενος ότι η Ρωσία είναι ένα γνήσια σοσιαλιστικό κράτος, ο Acheson υποστήριξε ότι ήταν σε θέση να απορροφήσει όλα όσα παρήγαγε. Οι ΗΠΑ, ως καπιταλιστικό κράτος, δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Αν επρόκειτο να παραμείνει βιώσιμη η οικονομία, το μόνο που μπορούσε να κάνει η Αμερική ήταν να πουλήσει τα πλεονάσματά της στο εξωτερικό. Εάν αυτή η αντίφαση συνεχίσει να αυξάνεται παρόλες αυτές τις προσπάθειες η βιομηχανική ελίτ θα διατηρήσει τα συμφέροντά της με το να εξασθενήσει τους οικονομικά ασθενέστερους αυτής και/ή με την καθοδήγηση των κρατών τους σε σκληρούς πολέμους που διασώζουν το καπιταλιστικό σύστημα μέσα από την καταστροφή του πλεονάζοντος πληθυσμού και παραγωγής.

Ανεξάρτητα από το πως οι Σοβιετικοί πολιτικοί επέλεξαν να περιγράψουν το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς τους, η έρευνα αποκαλύπτει ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν λειτουργούσε με περισσότερο κοινονικοποιημένου κανόνες σε σχέση με τις περισσότερες Δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες. Αντίθετα: όπου υπήρξε παραγωγή και κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών, υπήρχε μια οργάνωση τυπικής βιομηχανικής ελίτ που όχι μόνο δεν μπορούσε να βοηθήσει αλλά αντίθετα τελικά ενεργοποίησε την αντίθεση μεταξύ της σοσιαλιστικής παραγωγής και της μη κοινωνικοποιημένης κατανάλωσης.
Με την είσοδο της δεκαετίας του 50 η οικονομία αναδιοργανώθηκε, και κάποιος θα μπορούσε να περιμένει τη σφοδρή αντίσταση της Ρωσίας στον καπιταλισμό, απαιτώντας από τη χώρα να ασχοληθεί με νέες και περισσότερο υγιείς μεθόδους.

Στο παρελθόν, η πλειοψηφία στη Ρωσία αντιμετώπισε τις κρίσεις συνεργαζόμενη με την ελίτ και επιτιθέμενη σκληρά στα τμήματα που Ρωσικού πληθυσμού. Το μόνο που χρειαζόταν η Ρωσία ήταν να συμπεριφερθεί ακριβώς σαν τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μετακινούμενη στις αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη και στο αποσπασματικό κέρδος με την αγορά φτηνών πρώτων υλών και στη συνέχεια την πώληση τελικών προϊόντων με υψηλή τιμή.

Φαίνεται ότι οι Σοβιετικοί πολιτικοί οι οποίοι είχαν ως στόχο την αλλαγή του ρου της Ρωσίας θεώρησαν ότι αυτά τα γεγονότα συνηγορούσαν για μιαν εκδίκηση. Εκείνη την περίοδο που τα φεουδαρχικά και ημιφεουδαρχικά συστήματα ανά τον κόσμο αποδείχθηκαν ανεπαρκή για τη διατήρηση της κρατούσας κατάστασης των πληθυσμών του Τρίτου Κόσμου, της εποχής του σχηματισμού των προ-βιομηχανικών κοινωνιών, και οι εκπρόσωποί τους ήταν εξοπλισμένοι με τα Μαρξιστικά σχέδια για την κατάρρευση ακατάλληλων καθεστώτων, κατέστη όχι μόνο πλεονεκτικό αλλά και απαραίτητο για τη Σοβιετική Ένωση να εισέλθει στις αγορές του Τρίτου Κόσμου.

Επιπλέον, η Ρωσία θα έπρεπε να εισέλθει στους δρόμους οι οποίοι ώθησαν τον Τρίτο Κόσμο σε μια προοδευτική κατεύθυνση. Ακόμη και αν το επιθυμούσε, δεν θα μπορούσε να είναι σε θέση να συναγωνιστεί με τα Δυτικά καπιταλιστικά κράτη όσον αφορά την πώληση βιομηχανικών αγαθών στις αντιδραστικές φεουδαρχικές–ελίτ. Εάν τα φεουδαρχικά καθεστώτα κατέρρεαν και οι προβιομηχανικές βασικές αρχές έρχονταν στο προσκήνιο, τότε, η Ρωσία θα είχε τη δυνατότητα να δώσει μακροπρόθεσμα χαμηλότοκα δάνεια, μηχανήματα και απαραίτητη τεχνική βοήθεια για τις κτιριακές βιομηχανικές υποδομές. Μ’ ένα επίπεδο ζωής αρκετές φορές χαμηλότερο από εκείνο των Δυτικών βιομηχανικών εθνών και με τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης του πληθυσμού της, δεν θα απαιτείτο από τη Σοβιετική Ένωση να αποσπάσει τόση μεγάλη υπεραξία από τον υποαναπτυσσόμενο κόσμο, όπως έκαναν οι ανταγωνιστές της. Εντούτοις, θα μπορούσε να προσφέρει καλύτερους όρους εμπορίου.

Η Ρωσία θα έπρεπε να αναλάβει ορισμένους κινδύνους παίρνοντας αυτό το νέο δρόμο. Η καπιταλιστική Δύση ήδη εμάχετο για να διατηρήσει τις πεπαλαιωμένες φεουδαρχικές δομές οι οποίες της παρείχαν τόσα πολλά οφέλη. Επεκτείνοντας την υποστήριξή της στις επαναστάσεις του Τρίτου Κόσμου η Ρωσία θα μπορούσε να είναι σίγουρη ότι επιδείνωνε τις εντάσεις μεταξύ Ανατολής – Δύσης. Επίσης, μια ένταση στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν προτιμητέα για τις συνέπειες της εμφανώς αυξανόμενης εκμετάλλευσης και καταδυνάστευσης μέσα στην ίδια τη χώρα. Επιπλέον, με επιφύλαξη, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να είναι σε θέση να περιορίσει την ανάπτυξη νέων συγκρούσεων με τη Δύση. Θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη βοήθεια στα επαναστατικά κινήματα τα οποία δεν προκαλούσαν τα θεμελιώδη καπιταλιστικά συμφέροντα, ειδικότερα εκείνα των Η.Π.Α. Ένα από τα στοιχεία που ενώνει τα καπιταλιστικά κράτη είναι το εμπόριο μέσω του οποίου αποσπώνται κέρδη από τις υποαναπτυσσόμενες περιοχές και μοιράζεται η ντόπια φτώχεια. Η Ρωσία θα μπορούσε να ενωθεί με αυτούς για τον ίδιο σκοπό. Ενισχύοντας τους εμπορικούς δεσμούς της ως και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με Δυτικές χώρες θα μπορούσε να ενδυναμώσει τις Δυτικές φατρίες εναντίον του Ψυχρού Πολέμου .

Οι οικονομίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης είχαν ενταχθεί σ’ εκείνη της Ρωσίας. Καθώς αυτές αναπτύσσονταν, η Σοβιετική Ένωση εμφάνιζε δυσκολίες για την ικανοποίηση όλων των αναγκών τους. Εάν ξεκινούσε η στασιμότητα της οικονομίας τους τότε η Ρωσία καθ’ όμοιο τρόπο θα υπέφερε. Αυξάνοντας το εμπόριό της με τη Δύση θα μπορούσε αμβλύνει αυτό το πρόβλημα.

Την ίδια χρονική περίοδο, το να επιτραπεί στην Ανατολική Ευρώπη να επεκτείνει τις οικονομικές της σχέσεις με τη Δύση θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο. Η συνεχιζόμενη καταπίεση είναι απαραίτητη για την προστασία των συμφερόντων των καπιταλιστών ελίτ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Το άνοιγμα των θυρών στη Δύση είναι βέβαιο ότι ενθαρρύνει τις αντι-Σοβιετικές δυνάμεις. Η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να προσεγγίσει το πρόβλημα με προφύλαξη.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα δοθούν περισσότερα στις μάζες με αποτέλεσμα να λαμβάνουν λιγότερα οι μάζες θα λαμβάνουν ό,τι δίνουν και όλοι θα κερδίζουν, οι κρατικοί καπιταλιστές ηγέτες της Ρωσίας αναγκάστηκαν να κατευθύνουν την οικονομική τους προβλεπόμενη στρατηγική στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ρωσία ακολουθούσε τη γνωστή οδό. Οι ΗΠΑ την είχαν ακολουθήσει την περίοδο του οικονομικού «Πανικού του 1893». Υποστηριζόμενοι από τα κείμενα του Frederick Jackson Turner “Frontier Thesis” ότι η ευρωστία της οικονομίας των ΗΠΑ ήταν εξαρτημένη από τις νέες περιοχές που θα εκμεταλλευόταν, οι Αμερικανοί γερουσιαστές έδωσαν τη δική τους εξήγηση σχετικά με το «Άνοιγμα της Πόρτας» προκειμένου να εισβάλουν στην Κινεζική αγορά. Αργότερα αυτή η λογική εφαρμόστηκε για την Κεντρική και τη Νότιο Αμερική. Αντιμετωπίζοντας την ίδια ανάγκη αποφυγής των εγγενών ποινών σε σχέση με τη χρησιμοποίηση τεχνικών παραγωγής οι οποίες περισσότερο συνεργατικές συγκριτικά με τις μεθόδους κατανάλωσης, η Ιαπωνία και τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης ανέπτυξαν τις δικές τους απόψεις σε σχέση με τη συγκεκριμένη θεωρία και πρακτική εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου («Τα Όρια των Λευκών», «Η Σφαίρα της Συν-Ευημερίας της Ευρύτερης Ασίας», κλπ). Κρατώντας ψηλά τα λάβαρα της «Ειρηνικής Συνύπαρξης» και του «Φιλικού Ανταγωνισμού», η Σοβιετική Ένωση έγινε ένας σοβαρός καπιταλιστικός αντίπαλος.

Αρχικά, ο «Φιλικός Ανταγωνισμός» εστιάσθηκε προσεκτικά στις Αφρικανικές, Ασιατικές ως και τις αγορές της Μέσης Ανατολής που ήταν δευτερευούσης σημασίας για τα κύριους αντιπάλους της Ρωσίας. Παρόλα αυτά ήταν ένας επιθετικός ανταγωνισμός. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Σοβιετική Ένωση στην πραγματικότητα δεν είχε οικονομικές σχέσεις με την Αφρική. Το 1981 «χορήγησε βοήθεια μεγαλύτερη από 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ» και «συνήψε συμβάσεις για την οικοδόμηση περίπου 450 έργων». Κατ’ εκτίμηση 13.000 Ρώσοι τεχνικοί σύμβουλοι εργάζονταν στην Αφρικανική ήπειρο. Ενώ οι εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο το 1955 έφθασαν τα 23,7 εκατομμύρια ρούβλια, το 1977 έφθασε τα 492,4 εκατομμύρια ρούβλια . (Στη συνέχεια μειώθηκε). Ενώ οι εμπορικές συναλλαγές με την Αλγερία και το Μαρόκο είχαν μια κατ’ εκτίμηση αξία 10,1 εκατομμυρίων ρουβλίων το 1961, το 1977 το εμπόριο με αυτές τις δύο χώρες έφθασε τα 268 εκατομμύρια ρούβλια .

Εντούτοις, η Σοβιετική Ένωση, αν και λειτουργούσα με συντηρητικά κίνητρα, κατά δεκαετία 1955 – 1965 συνέχισε να εμφανίζεται ως φορέας επαναστατισμού για τις Χώρες του Τρίτου Κόσμου. Όπως αναφέρθηκε, για να εξαχθεί η απαιτούμενη υπεραξία από τα υποαναπτυσσόμενα κράτη απαιτούσε να τους πωληθεί κάτι σε αντιστάθμισμα για τις πρώτες ύλες που εκείνα παρείχαν. Η Σοβιετική Ένωση ήταν η πλέον κατάλληλη για να τους πουλήσει εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την βιομηχανική υποδομή και, έτσι ο αριθμός των βιομηχανικών επαναστατικών χωρών του Τρίτου Κόσμου άρχισε να αυξάνεται. Μέσα από μόνες τις προσπάθειές τους, φαινόταν ότι η Ρωσία του κρατικού καπιταλισμού θα οδηγούσε τον κόσμο προς μια αριστερή κατεύθυνση, με άμεσα πλεονεκτήματα για την ίδια.

Κατά μεγάλο όμως ποσοστό, δε λειτούργησε μ’ αυτό τον τρόπο. Μέσα από τις εξαγωγές των εργοστασίων και της μεταφοράς στρατιωτικών εξοπλισμών στις φεουδαρχικές κυβερνήσεις, οι ΗΠΑ (τις οποίες ακολούθησαν αργότερα άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες) άρχισαν να περιορίζουν την επανάσταση σε πολλές υποαναπτυσσόμενες περιοχές στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Επιπρόσθετα, διατηρώντας την κοινωνική ύπαρξη του λαού της, η Σοβιετική Ένωση δεν υποστήριξε δυναμικά την επανάσταση του Τρίτου Κόσμου. Στη Λατινική Αμερική, η Ρωσία το 1964 παρακολουθούσε τις ΗΠΑ που υπέθαλπαν πραξικόπημα κατά του Βραζιλιανού Προέδρου Joao Goulart και των χρηματοδοτών του της βιομηχανικής τάξης. Έκανε το ίδιο το επόμενο έτος όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Lyndon Johnson έστειλε τους πεζοναύτες να «σώσουν» την Δομινικανική Δημοκρατία από τους «κομμουνιστές» της βιομηχανικής τάξης. Η Σοβιετική Ένωση ενθάρρυνε τον Salvador Allende, τον Χιλιανό Μαρξιστή Πρόεδρο, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια κρατική καπιταλιστική κοινωνία. Εντούτοις, η υποστήριξή του ήταν πολύ διστακτική σε σημείο που να κρίνεται αδύναμη, και, πάλι, δεν έκανε σοβαρές προσπάθειες να παρέμβει καθώς οι ΗΠΑ υπονόμευσαν την οικονομία της Χιλής και στη συνέχεια έγινε πραξικόπημα που οδήγησε τα συμφέροντα της φεουδαρχικής τάξης της χώρας να αναλάβουν και πάλι τον έλεγχο.

Η Ρωσία υπήρξε επίσης άτολμη σε ό,τι αφορά την παροχή βοήθειας στην επανάσταση των αστών στις περιοχές εκείνες της Ασίας που ήταν υπό την Δυτική επικυριαρχία. Το 1956, συμφώνησε να δανείσει την Ινδονησία με 400 εκατ. ρούβλια για να αγοράσει ρωσικό βιομηχανικό εξοπλισμό, μηχανήματα και λοιπά αγαθά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, παρείχε στην Ινδονησία άλλα 250 εκατ. δολάρια «για την κατασκευή χυτηρίων χάλυβα, χαλυβουργείων, εργοστασίων χημικών ως και άλλων ειδικοτήτων, υφασματοβιομηχανιών, και λοιπών βιομηχανικών συγκροτημάτων». Ήδη, όταν οι Ινδονήσιοι μιλιταριστές υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Ached Sukarno και δολοφόνησαν από 500.000 έως 1.000.000 «κομμουνιστές» της βιομηχανικής τάξης το 1965, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε καμία εμπλοκή. Το 1972, και πάλι παρατηρούσε παθητικά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον Πρόεδρο των Φιλιππίνων Ferdinand Marcos και στη συνέχεια προχώρησε σε μιας μακράς διάρκειας επίθεση ενάντια στις αλλαγές, στα νησιά.

Η μεγαλύτερη αύξηση του εμπορίου της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε στην Ασία . Αναφορικά με την Ινδία, η μεταβολή υπήρξε δραματική. «Μεταξύ του 1950-1 και 1971-2 το εμπόριο της Ινδίας με τη Σοβιετική Ένωση και την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη ανήλθε από το 0,5 τοις εκατό στο 20 τοις εκατό των εισαγωγών της. Το 1978 η ετήσια αξία των Ρωσο-Ινδικών εμπορικών συναλλαγών υπερέβη το ένα δισεκατομμύριο ρούβλια και οι εξοφλήσεις των χρεών προς τη Σοβιετική Ένωση σύντομα κόστιζε στην Ινδία πάνω από 325 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως . Οι εμπορικές συναλλαγές με τη Μαλαισία και την Ινδονησία επίσης αυξήθηκαν. Ενώ έφθαναν τα 23 εκατομμύρια ρούβλια το 1955, το 1977 η αξία τους ήταν 168,1 εκατομμύρια ρούβλια, παρά τη μικρή μείωση των Ρωσικών εξαγωγών προς την Ινδονησία ύστερα από το πραξικόπημα του 1965 .

Οι Σοβιετικές επιτυχίες στη Μέση Ανατολή υπήρξαν επίσης εντυπωσιακές. Το 1955 η αξία των εμπορικών συναλλαγών της Ρωσίας με το Ιράκ, την Συρία και την Τουρκία ήταν 11,9 εκατομμύρια ρούβλια. Το 1977, έφθασε τα 948,1 εκατομμύρια ρούβλια .

Σε γεωγραφικές περιοχές οι οποίες ήταν δευτερεύουσας σημασίας για τα Δυτικά καπιταλιστικά κράτη – για παράδειγμα εκεί όπου δεν είχαν σημαντικές επενδύσεις για να προστατεύσουν – η Ρωσία βοήθησε τα επαναστατικά κινήματα. Ακόμη και τότε, πάντως, βοήθησε μόνο όταν η επανάσταση πήγαινε καλά (όπως στην Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη και τη Γουινέα Μπισσάου) και προκαλούσε χλιαρή αντίσταση στα Δυτικά βιομηχανικά κράτη ή όπου ήδη η επανάσταση είχε επιτύχει όπως στην Κούβα και το Βόρειο Βιετνάμ. Επιπλέον, οι επαναστάσεις αυτής της μορφής απείχαν πολύ από το να εκπροσωπούν τη γέννηση των συστημάτων της βιομηχανικής ελίτ ενώ απέφυγε να αναμειχθεί στις σοσιαλιστικές αντικαταστάσεις αυτής παραγωγικής τάξης. (Χώρες όπως η Αγκόλα και η Μοζαμβίκη προφανώς δεν συμπεριέλαβαν την προσπάθεια δημιουργίας ανεπτυγμένων παραγωγικών δομών της αστικής τάξης). Μάλλον, αντιπροσώπευαν τη συγκέντρωση του ελέγχου των πρώτων υλών και της αγροτικής παραγωγής, καθώς η παραγωγική διαδικασία περισσότερο σωστά περιγράφηκε ως κρατική – φεουδαρχική.

Ενώ ο κρατικός φεουδαρχισμός είναι προοδευτικού χαρακτήρα στο ό,τι είναι περισσότερο ικανός να διατηρήσει από κοινωνικοοικονομικής πλευράς τους πληθυσμούς του Τρίτου κόσμου (καθώς επίσης και την επαναστατική ελίτ), είναι εντούτοις πολύ μετριοπαθούς δυναμισμού και δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί στο άμεσο μέλλον.
Έναντι του Τρίτου Κόσμου χωρίς καμμιάν αμφιβολία εξυπηρέτησε τη Σοβιετική Ένωση βοηθώντας την να δημιουργήσει πολύ χρήσιμες σχέσεις με πολλές υποαναπτυσσόμενες χώρες. Ο Jorge Palacios παρατηρεί ότι:
Από το 1954 έως το 1972, η Σοβιετική Ένωση εξήγε πάνω από 13 εκατ. δολάρια κεφαλαίων στην Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική, συμμετείχε σε περίπου 1.000 επιχειρήσεις και εξήγε πρώτες ύλες αξίας πάνω από 19 δις δολάρια σε χαμηλές τιμές: ζάχαρι, βαμβάκι, ελαστικό, πετρέλαιο, χρυσό, ορυκτά κλπ. Παράλληλα, τους πούλησε, μεταξύ των ετών 1955 και 1973, βιομηχανικά προϊόντα σε υψηλές τιμές αξίας πάνω από 16 δις δολάρια, όπου την ίδια περίοδο είχε κέρδη της τάξης των 11 δις δολαρίων, ακριβώς μέσα από αυτό το άνισο εμπόριο.

Η Ρωσία βοηθήθηκε με το να παραμείνει μακριά από την πρόοδο του επαναστατικού Τρίτου Κόσμου όταν οι ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία ή Γαλλία είχαν μεγάλες επενδύσεις σε κίνδυνο στο να δημιουργήσει αμοιβαία ωφέλιμους δεσμούς με τη Δύση μετά το 1955. Οι Δυτικοί καπιταλιστές χαιρέτισαν την ευκαιρία να πουλήσουν στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη μηχανήματα, προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής και αγροτικά προϊόντα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εκεί που η Ανατολική Ευρώπη εξέφραζε σχετικούς προβληματισμούς, χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια με τη μορφή δανείων προωθούνταν προκειμένου να διευκολυνθούν οι σχετικές αγορές.

Με την τάξη του κρατικού καπιταλισμού να βρίσκεται σε ανοδική περίοδο, η Ρωσία γρήγορα διαπίστωσε ότι είναι αναγκαίο να αυξήσει τον πλούτο της με τη διεύρυνση του εμπορίου με ορισμένα από τα πιο αντιδραστικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής. Καθώς τα καθεστώτα της Βραζιλίας και της Αργεντινής μετατρέπονταν σε φασιστικού τύπου στη δεκαετία του 1970, φυλακίζοντας, βασανίζοντας και σκοτώνοντας δεκάδες χιλιάδες καθηγητές, σπουδαστές, συνδικαλιστές και άλλους αντιτιθέμενους στη φεουδαρχική τάξη / «κομμουνιστές» της βιομηχανικής τάξης, οι εμπορικές τους συναλλαγές με τη Σοβιετική Ένωση ταυτόχρονα πολλαπλασιάστηκαν. Το 1970, η εμπόριο μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Βραζιλίας ανήρχετο σε 23.2 εκατομμύρια ρούβλια. Πέντε χρόνια αργότερα, ανήρχετο σε 396.1 εκατ. ρούβλια. Το εμπόριο Αργεντινής – Ρωσίας ανήρχετο σε 29.8 εκατ. ρούβλια το 1970. Το 1975, το αριθμητικό αυτό στοιχείο ανήλθε σε 304.4 εκατ. ρούβλια.

Προκαλεί την ειρωνεία η εμφάνιση του στοιχείου του συντηρητισμού στη Ρωσία. Υποστηρίξαμε ότι ένα σύστημα βιομηχανικής ελίτ που αναπτύχθηκε σιγά – σιγά στα σπλάχνα μιας ελίτ κοινωνίας πρώτων υλών / γεωργικής που τελικά καταλήγει σε ένα σημείο όπου εκείνοι οι οποίοι εξαρτώνται από αυτό θα πρέπει να αρπάξουν την εξουσία από τους φεουδάρχες προκειμένου να διατηρήσουν τα υπάρχοντα συμφέροντά τους. Εάν κάποιος μπορούσε μα προσδιορίσει τα κράτη τα οποία εμφανίστηκαν να απεικονίζουν μια τέτοια διαδικασία, αυτές που σίγουρα θα επιλέγονταν πρώτες θα ήταν η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Ινδία. Καθένα από αυτά τα κράτη είναι φεουδαρχικό με την έννοια ότι διοικείται από την ελίτ η οποία αντλεί την ηγεμονική κυριαρχία της από την ελεγχόμενη παραγωγή πρώτων υλών / αγροτικών προϊόντων. Καθένα από τα κράτη αυτά διαθέτει ένα σημαντικά ανεπτυγμένο τομέα βιομηχανίας του οποίου τα μέλη συχνά βλέπουν τα συμφέροντά τους να βρίσκονται στο αντίθετο στρατόπεδο με εκείνο των φεουδαρχικών δυνάμεων. Η φεουδαρχική δομή της Ινδίας κινείτο μπρος πίσω μεταξύ μιας χρόνιας και οξείας κρίσης για πολλές δεκαετίες. Κατά τη δεκαετία του 1970, τα συστήματα της Αργεντινής και της Βραζιλίας ήταν τόσο ανεπαρκή που οι εκπρόσωποί τους ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν οξύτατες μορφές βίας προκειμένου να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους έναντι των ατόμων που δεν τους αποδέχονταν. Η Σοβιετική Ένωση απέτυχε να τις βοηθήσει σε ό,τι αφορά τα επαναστατικά στοιχεία όπως επίσης και άλλες κοινωνίες που διέποντο από φεουδαρχικού τύπου συστήματα διακυβέρνησης, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες από τις πρώτες ύλες τους, και έτσι στηρίζοντας ακόμη περισσότερο από ό,τι τα περισσότερα καπιταλιστικά κράτη τις ανεπαρκείς παραγωγικές δομές τους. Η Ρωσία υπήρξε η μεγαλύτερη εμπορική συνεταίρος της Αργεντινής (δέρματα, μαλλί, καλαμπόκι και σιτάλευρο) και μια μεγάλη αγορά για τα αγροτικά προϊόντα της Βραζιλίας (καφές, σπόροι κακάο, λάδι από σπέρμα κακάο). Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης και η σημασία των αγορών της με την Ινδία. Η Σοβιετική Ένωση αγόραζε όλη της την εισαγόμενη γομολάκκα και μαρμαρυγίας από την Ινδία, τις μεγαλύτερες εισαγόμενες ποσότητες τσαγιού και μπαχαρικών, επίσης δε και σημαντικές ποσότητες μαλλιού, αλουμινίου, χάλυβα ελάστρου, βαμβακερά υφάσματα και άλλα προϊόντα.

Δεν έχουμε περιγράψει τις πλήρεις αντιεπαναστατικού χαρακτήρα επιπτώσεις της Ρωσίας έναντι του Τρίτου Κόσμου. Τα φεουδαρχικά κράτη ήταν σε θέση να απορροφήσουν έναν μικρό αριθμό χαλυβουργείων, εργοστασίων, υδροηλεκτρικών σταθμών και υδατοφραγμάτων για τα οποία η Ρωσία ήταν πλήρως εξοπλισμένη να τους πουλήσει. Ανταγωνιζόμενη και πάλι τους Δυτικούς της αντιπάλους κατά τη δεκαετία του 1970 η Ρωσία ξεκίνησε να εξάγει υπεραξία πωλώντας αυξημένες ποσότητες όπλων στις υποαναπτυσσόμενες χώρες, πολλές από τις οποίες, για παράδειγμα το Περού, η Ινδία το Ιράκ και η Συρία κυριαρχούνταν από ελίτ με ενδιαφέροντα που μακράν απείχαν από το να είναι προοδευτικού χαρακτήρα για την πατρίδα τους. Σήμερα μόνο οι ΗΠΑ πωλούν περισσότερα όπλα στον Τρίτο Κόσμο. Κατά τη δεκαετία του 1970 ποσοστό 45% του εξοπλισμού των τριτοκοσμικών χωρών προερχόταν από τις ΗΠΑ. Η συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης ανερχόταν την ίδια περίοδο σε 27,5% . Στη Μέση Ανατολή οι δύο γίγαντες είχαν ανοικτό ανταγωνισμό απέναντι στην επικερδή αγορά όπλων. Οι καταστροφές στις καλλιέργειες και η επακόλουθη ανάγκη για αγορές μεγάλων ποσοτήτων από τις Δυτικές σοδιές οδήγησαν τη Σοβιετική ένωση στην προσπάθεια ανεύρεσης δυτικού συναλλάγματος. Οι πωλήσεις όπλων στα φτωχά κράτη ήταν μια σημαντική πηγή τέτοιας χρηματοδότησης.

Αλλά, παρόλο που η Ρωσία βρήκε το status quo πολύ ενδιαφέρον, οι σχέσεις μέσα σε αυτήν και στις χώρες του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου και μεταξύ τους, έδειχναν την έλλειψη βιωσιμότητας. Με τη λήξη της δεκαετίας του 1970 οι Κεϋνσιανές οικονομικές πρακτικές άρχισαν να εμφανίζουν σημεία εξάντλησης. Στις ΗΠΑ η δομή των ιδιωτικών πιστώσεων η οποία είχε συσταθεί και επέτρεπε στους Αμερικανούς να μπορούν να αγοράσουν τα εκπληκτικά προϊόντα της χώρας τους έφθασε στα όριά της. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι είχαν βυθιστεί στα ιδιωτικά χρέη. Για την επίλυση του προβλήματος, η περίοδος εξόφλησης των σπιτιών επεκτείνεται στα παραγωγικά έτη του εργαζόμενου, ενώ εκείνη για τα αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, σκάφη και τα παρόμοια απλώνεται έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρη τη ζωή του προϊόντος. Οι επέκταση της περιόδου των πληρωμών συνέτεινε ώστε οι βιομήχανοι να προσφέρουν περισσότερα προϊόντα.
Για να έχουν οι Αμερικανοί εργασίες, η Κεϋνσιανή οικονομική ανάλυση έτυχε μιας ευρύτερης λαϊκής εφαρμογής. Δημιουργήθηκε μια μαζική γραφειοκρατία η οποία άμεσα ή έμμεσα παρέσχε εργασία σε εκατομμύρια άτομα, ενώ επιπλέον βρήκαν εργασία και εκατομμύρια άτομα στον στρατιωτικο-βιομηχανικό τομέα. Αποτέλεσμα αυτών των ιδιαίτερα σημαντικών συστημάτων δημιουργίας θέσεων εργασίας, ήταν η τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους στα τέλη της δεκαετίας του 70. Έχοντας φτάσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, χρειάζονταν 100 δισεκατομμύρια φόροι ετησίως για την αποπληρωμή των τόκων του (σήμερα το ποσό αυτό έχει φτάσει τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια). Οι νέες αυξήσεις στους απαιτούμενους φόρους από τη γραφειοκρατία είχαν σαν αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να έχουν δυσκολίες στις πληρωμές χωρίς τον περιορισμό της κοινωνικής τους ύπαρξης.

Η προσέγγιση του Πρώτου Κόσμου μέσα από την Κεϋνσιανή αντίληψη προς τα πτωχά κράτη δημιούργησε μια επιπλέον αναστάτωση. Το 1971 οι υποαναπτυσσόμενες χώρες κατέβαλαν 8 δισεκατομμύρια δολάρια στους πιστωτές τους του Πρώτου κόσμου για την εξυπηρέτηση ενός χρέους της τάξης των 68 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 1980 κατέβαλαν 75 δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους ανερχόμενες σε 439 δισεκατομμύρια δολάρια (το χρέος σήμερα ανέρχεται στα 600 δισεκατομμύρια δολάρια). Για πολλά κράτη του Τρίτου Κόσμου τα έσοδα που είχαν από τις εξαγωγές των πρώτων υλών τους μόλις και μετά βίας ήταν επαρκή για να καλύψουν τις πληρωμές των χρεών τους (αυτό δεν ισχύει για ορισμένα από αυτά). Οι πολλαπλές παραλείψεις εκπλήρωσης υποχρεώσεων και η κατάρρευση της Δυτικής οικονομίας (επομένως και της παγκόσμιας οικονομίας), έπαιξε ως πιθανό σενάριο.

Η Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική αποτέλεσε ένα εξαιρετικό εφεύρημα της μεταπολεμικής περιόδου για την επίλυση της καπιταλιστικής αντίθεσης μεταξύ των κοινωνικοποιημένων μεθόδων παραγωγής και των μη κοινωνικοποιημένων μεθόδων κατανάλωσης. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε αναποτελεσματική για την επίλυση ενός προβλήματος στη δημιουργία του οποίου είχε συντελέσει. Η αντίφαση που αναφέραμε και οι συνέπειές της επέστρεψαν διογκωμένες και ο κόσμος βρέθηκε πάλι σε οικονομική κρίση.

Η αποτυχία του Κεϋνσιανού σχεδιασμού είχε σαν αποτέλεσμα την αναμενόμενη αποσταθεροποίηση της κοινωνίας. Πολυάριθμες υπο-κοινότητες είχαν μία ανάπτυξη η οποία, παρόλο που προκάλεσε διαφωνίες, είχε την βραχυπρόθεσμη ικανότητα να υπερασπιστεί την κοινωνική ύπαρξη των μελών τους.

Πολλοί εργαζόμενοι στις ΗΠΑ που ανήκουν στην κατώτερη μεσαία τάξη προοδευτικά έγιναν ρατσιστές, επιλέγοντας να διατηρήσουν την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση μπλοκάροντας τον ανταγωνισμό των Μαύρων, των Λατίνων και των Ασιατών. Οι γυναίκες πολεμούν τους άνδρες, με μια δύναμη που ποικίλει ανάλογα με το χώρο και την περίσταση. Αρκετές δεξιές οργανώσεις προωθούν με υπερβολικό ενδιαφέρον τη Χιτλερική λογική η οποία περιγράφει τον εχθρό σαν ένα σώμα διεθνών τραπεζιτών που έχουν πρόθεση να αναλάβουν τον κόσμο. Παρόμοιες διαδικασίες ακολουθούνται στη Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία.
Η σύγχυση που επικρατεί στις αμυντικές αντιδράσεις για την οικονομική κρίση δίνει συγχρόνως στα εθνικά και διεθνή γεγονότα τον χαρακτήρα του «ελεύθερος για όλα». Καθώς η κατανάλωση πέφτει, οι ενωμένες ελίτ των βιομηχανικών χωρών διατηρούν την κοινωνική τους κατάσταση (η οποία κατ’ ανάγκην σημαίνει και τη διατήρηση της κοινωνικής κατάστασης των μετόχων τους), ελαττώνοντας τους μισθούς, απολύοντας εργαζόμενους και πληρώνοντας λιγότερα για τις πρώτες ύλες και την εργασία στα εργοστάσια συναρμολόγησης των υποαναπτυσσόμενων κρατών. Και αφού η τελευταία πρακτική προκαλεί μόνο μια μικρή αντίδραση σε τοπικό επίπεδο, ασκεί μεγάλη γοητεία για εφαρμογή της από οργανισμούς οι οποίοι είναι πολυεθνικοί. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα ο Τρίτο Κόσμος έχει τη μεγαλύτερη καταπίεση .

Οι φεουδαρχικές ελίτ του Τρίτου Κόσμου δρώντας αντανακλαστικά διατηρούν τις θέσεις τους εφαρμόζοντας περιορισμούς στη μεσαία και την κατώτερη τάξη με τη μορφή των μειωμένων μισθών. Ανίκανοι να υποστηρίξουν τους εαυτούς τους μαχόμενοι μέσα από τις υπάρχουσες δομές, οι υπο-πληθυσμοί οδηγούνται προς την επανάσταση. Η Κεντρική Αμερική σήμερα σπαράσσεται από επαναστατικές συγκρούσεις, ενώ η Χιλή, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες (όπου οι κυβερνήσεις μπορούν να περιορίσουν αλλά όχι να εξαφανίσουν τις επαναστατικές δυνάμεις) και άλλες προ-βιομηχανικές χώρες προοδευτικά αποσταθεροποιούνται για μιαν ακόμη φορά.

Η διαδικασία της οικονομικής κατάρρευσης, όπως και εκείνη της οικονομικής ανάπτυξης αυτοτροφοδοτείται. Όταν οι οργανισμοί υπερασπίζονται τα υφιστάμενα συμφέροντά τους απολύοντας εργαζόμενους ή πληρώνοντας λιγότερα για τις πρώτες ύλες μειώνουν και τις μελλοντικές αγορές για τα προϊόντά τους. Το μέγεθος της ζημιάς που κάνουν οι πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ από μόνες τους φαίνεται και από το γεγονός ότι σήμερα οι υποαναπτυσσόμενες χώρες αγοράζουν το 38% των εξαγωγών των ΗΠΑ, δηλαδή περισσότερο από τα κράτη της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, την Αυστραλία και την Ιαπωνία μαζί. Ακόμη, σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης συνήθως απαιτεί όπως οι επικεφαλής των ανωνύμων εταιρειών υιοθετούν πολιτικές αυτής της μορφής και η συνείδησή τους φαίνεται πάντοτε ότι τους εφοδιάζει με την απαιτούμενη δικαιολογία. Όταν η μείωση του εισοδήματος των χωρών του Τρίτου Κόσμου οδηγεί σε επαναστατική αναταραχή, πολλοί επικεφαλής ανωνύμων εταιρειών θεωρούν καθ’ όμοιο τρόπο ωφέλιμο – άρα, σταθερά πιστεύουν στις – περισσότερο καταπιεστικές αμυντικές πρακτικές των φεουδαρχικών ελίτ του Τρίτου Κόσμου. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, είτε ένεκα είτε σε σχέση με αυτή την τάξη των ελίτ οι εξαγωγές των ΗΠΑ ανήλθαν στο 38% όπως αναφέρεται και η αποδοχή τους είναι αναγκαία για τη λειτουργία των εργοστασίων συναρμολόγησης που είναι εγκατεστημένα σ’ αυτά τα προβληματικά τους σύνορα.

Οι πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες εμπορεύονται την παραγωγή των πρώτων υλών των Χωρών του Τρίτου Κόσμου ενδιαφέρονται ακόμη περισσότερο για την τάξη αυτή των ελίτ. Διεθνικοί οργανισμοί στις υποαναπτυσσόμενες χώρες σήμερα έχουν τον έλεγχο του 70% – 75% του ακατέργαστου πετρελαίου , του ρυζιού, του καουτσούκ και των μπανανών. Το 75% – 80% του χαλκού, των δασικών προϊόντων, του σίτου, της γιούτας, του βάμβακα, του καπνού, και του κακάο και το 90% – 95% των βωξιτών της και του ακατέργαστου σιδήρου . Όσον αφορά την Λατινική Αμερική, οι πολυεθνικές εταιρείες που ασχολούνται με τις πρώτες ύλες είναι κυρίως ιδιοκτησίας των ΗΠΑ ή ελέγχονται από αυτές. Οι επαναστάτες που προτείνουν την εθνικοποίηση της αγοράς των πρώτων υλών εκφράζουν την ίδια συνολική απειλή για τα συμφέροντα αυτών των πολυεθνικών με εκείνη των ελίτ του Τρίτου Κόσμου. Ως αποτέλεσμα, όταν η φεουδαρχική ελίτ της Γουατεμάλας ή του Ελ Σαλβαντόρ ανακάλυψε ότι θα έπρεπε να απαλλοτριώσουν εκτάσεις ή να σφαγιάσουν εκατοντάδες χιλιάδες χωρικούς προκειμένου να διατηρήσουν την σοσιαλιστική τους ύπαρξη, οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών πρώτων υλών των ΗΠΑ διαπίστωσαν όχι μόνο ήταν σοφή αλλά είχε και στοιχεία ανθρωπιστικά η δήμευση και το μακελειό.

Ο στόχος της αυξανόμενης επιβολής του στρατιωτικού-βιομηχανικού κατεστημένου των ΗΠΑ μέσα από την αντίληψη της αμφισβήτησης των συμφερόντων τους σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες και τα εργοστάσια συναρμολόγησης, κατευθυνόμενη από τη Ρωσία με μανδύα κομμουνιστικό, «περνούσε εύκολα» στις ανεξέλεγκτες αντικομμουνιστικές Λατινοαμερικανικές ελίτ. Το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο για μεγάλο χρονικό διάστημα βοηθούσε τη CIA, το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών και οργανισμούς όπως ο Οργανισμός για τη Διεθνή Ανάπτυξη και το Αμερικανικό Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη της Ελεύθερης Εργασίας εκπαιδεύοντας τους Λατινοαμερικανούς πολιτικούς, τους αξιωματικούς της αστυνομίας και του στρατού και σε θέματα γλώσσας και σε φασιστικές μεθόδους. Μεταξύ των ετών 1950 και 1976, σε 23.350 άτομα στρατιωτικό προσωπικό από την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική και μόνο παρασχέθηκε στρατιωτική εκπαίδευση και επιμόρφωση σε φορείς των ΗΠΑ και της ελεύθερης ζώνης του Παναμά, με το 15-20% των ωρολογίων προγραμμάτων «αφιερομένα στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα και στην προώθηση της αμερικανικής ιδεολογίας».

Προκειμένου να καταδειχθούν οι άρρηκτοι δεσμοί των αμερικανικών συμφερόντων σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες και τη βιομηχανία και των χωρών του Τρίτου Κόσμου, όπως αναφέρει ο Jorge Palacios, η Ρωσία ζήτησε τη βοήθεια της τελευταίας στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια Χιλή κρατικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Palacios:
Η κυβέρνηση του Allende προσπάθησε να κερδίσει ή τουλάχιστον να διατηρήσει ουδέτερες τις ομάδες του μονοπωλίου που ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στον τομέα της κατασκευής επικεντρώνοντας τον αντι-ιμπεριαλισμό της στα μονοπώλια του άνθρακα που λειτουργούσαν στη Χιλή όπως επίσης στα μονοπώλια που έλεγχαν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας… Η προσφορά αυτών των επενδύσεων στους Αμερικανούς υπήρξε ένα από τα κίνητρα της Σοβιετικής Ένωσης που προσέφερε στις ΗΠΑ με στόχο να έχει την κυριαρχία στο λαό της Χιλής.

Παρόλο που πολλοί βιομηχανικοί οργανισμοί των ΗΠΑ εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για το Ρωσικό πρόγραμμα, ο Palacios ισχυρίζεται, ότι ο προτεινόμενος νέος δρόμος μπλοκαρίστηκε, όταν απειλήθηκαν οι πρώτες ύλες και οι διευκολύνσεις των μονοπωλίων – και της ΙΤΤ και με επικεφαλής τις πολυεθνικές εταιρείες του χαλκού επιτεύχθηκε η ανατροπή του Αλλιέντε. Ο Palacios πιστεύει ότι οι έρευνες της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις δραστηριότητες της CIA στη Χιλή αποτελούν μια άμεση συνέπεια της έντασης μεταξύ αυτών των δύο σχεδίων συμφερόντων.

Υπάρχει μια σημαντική ουσιαστική μαρτυρία για τη θέση του Palacios. Oι Barnet και Müller επισήμαναν ότι τόσο ο Ford όσο και η General Motors δεν είχαν επιδείξει επιθυμία ανατροπής του Αλλιέντε. Βεβαίως, καθώς η διεθνής οικονομική κρίση εξελίσσονταν η ακολουθούσα ως αποτέλεσμα επαναστατική δραστηριότητα του Τρίτου Κόσμου κατέστησε, με αυξανόμενους ρυθμούς, πολύ δύσκολη τη λειτουργία ξένων βιομηχανικών εταιρειών στις υποαναπτυσσόμενες περιοχές. Εάν οι επαναστάτες επρόκειτο να εθνικοποιήσουν την γεωργική παραγωγή και την παραγωγή πρώτων υλών, παράλληλα με τις δραστηριότητες επί ξένων ιδιοκτησιών, θα μπορούσαν να αποκτήσουν επαρκές εισόδημα για να εξασφαλίσουν τις κοινωνικοοικονομικές θέσεις της δικής τους ελίτ, ενώ παράλληλα όχι μόνο θα διατηρούσαν αλλά και θα βελτίωσαν την πλειοψηφία των μαζών (όπως συνέβη στην Κούβα και την Νικαράγουα). Η κοινωνική τους ύπαρξη παρέμεινε, στη συνέχεια οι μάζες αποτελούσαν μια τεράστια στρατιά πτωχών ανθρώπων που θα ήταν έτοιμοι να εργαστούν με πενιχρούς μισθούς για λογαριασμό των ξένων βιομηχανικών εταιρειών. Τα χρήματα που θα κέρδιζαν θα μπορούσαν επίσης να τους βοηθήσουν να αγοράσουν μια μεγάλη ποσότητα από τα παραγόμενα αγαθά.
Είναι γνωστό ότι ο Jimmy Carter είχε στενές σχέσεις με τις βιομηχανικές πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ. Υπό την ηγεσία του οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να επαναξιολογούν την υποστήριξή τους στην φεουδαρχική ελίτ του Τρίτου Κόσμου και να αντιτίθενται στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίες απαιτούνται για την υποστήριξη των συμφερόντων τους. Κατά τα δύο πρώτα έτη της διακυβέρνησης Carter περίπου 800 έως 1200 μάχιμοι μυστικοί πράκτορες της CIA ολοκλήρωσαν τις υπηρεσίες τους ή πιέστηκαν να συνταξιοδοτηθούν.

Αλλά, παρόλο που οι βιομηχανικοί οργανισμοί μπορεί να αντιμετώπιζαν αυξανόμενες δυσκολίες στον υποαναπτυσσόμενο κόσμο, εντούτοις συνέχιζαν να αποσπούν υπεραξία από αυτόν στο πλαίσιο της καθεστηκυίας τάξης. Από την άλλη, οι εθνικοποιήσεις των δημοσίων υπηρεσιών και του μάρκετινγκ των πρώτων υλών από τους επαναστάτες του Τρίτου Κόσμου θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα για τις εταιρείες των ΗΠΑ που ασχολούνταν με αυτής της μορφής την επιχειρηματική δραστηριότητα. Εφόσον η πολιτική έχει να κάνει με τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης, είναι αναμενόμενο ότι τα μονοπώλια στις πρώτες ύλες και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας συνέτειναν σε μια ισχυρή διαμάχη της μορφής εκείνης που περιγράφει ο Palacios.

Με δεδομένες τις διαδικασίες που ισχύουν στο σύγχρονο Τρίτο Κόσμο ένας ουσιαστικός προσδιορισμός αποκαλύπτει την έκταση της αντίδρασης που οριοθετείται μέσα από την Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Μέσα από την χειροκροτούμενη εξύμνηση του καπιταλισμού η Αμερικανική Κυβέρνηση προσπάθησε να καθυστερήσει την πλήρη ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη. Εκφράζοντας τη βαθύτατη συμπάθειά της για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου η Αμερική συνδέει την αύξηση του πλούτου της μέσα από την αύξηση της δυστυχίας εκφοβίζοντας «κάθε φορά που είναι αναγκαίο» να σταματήσει την εδραίωση φεουδαρχικού τύπου διακυβέρνησης συστημάτων, μια δέσμευση η οποία συνιστά την ελάχιστη αλλαγή που απαιτείται για τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης των πληθυσμών των υποαναπτυσσόμενων περιοχών σε βραχυπρόθεσμους όρους.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *