Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Στη νεοελληνική υπάρχει η λέξη ρουφιάνος, η οποία αποδίδει τις έννοιες του καταδότη, του ραδιούργου, του δολοπλόκου, του συκοφάντη. H σημερινή χρήση της λέξης, με τις πιο πάνω έννοιες, αποτελεί εννοιολογική φθορά σε σχέση με την αρχική της σημασία. Στην ιταλική γλώσσα, από την οποία προέρχεται η λέξη, ruffiano σημαίνει το αδύνατο και ψωριάρικο άλογο (stallone ruffiano), το οποίο βάζουν με τη φοράδα κατά την περίοδο του οίστρου της…
Επί της ουσίας όμως, ελαχίστη διαφορά υπάρχει μεταξύ της αρχικής και της εσχάτης χρήσης. Πρόκειται για άτομα χθαμαλού ήθους, τα οποία, με δήθεν εκσεσημασμένο ενδιαφέρον, δάπτουν πάσαν πληροφορία που μπορεί να πλήξει άλλους και να τους δώσει πλεονεκτήματα έναντι τρίτων. Άτομα, μονίμως εξωνημένα, τα οποία μπορεί να σε παρασύρουν με υποκριτική ευγένεια και ανέντιμη κολακεία σε παραπλανητικές ατραπούς.
Με αυτό τον τρόπο δηλώνουν την ύπαρξή τους στις κοινωνικές συναναστροφές. Η ρουφιανιά αποτελεί προϊόν δυσανεξίας έναντι της απεραντοσύνης του εσωτερικού τους κενού. Ο ρουφιάνος γνωρίζει αυτό το κενό, το οποίο του προκαλεί φόβο και προσπαθεί να το ξεπεράσει παραγεμίζοντας λαίμαργα την ύπαρξή του με κακία. Η ρουφιανιά αποτελεί γι΄ αυτούς το καλύτερο άλλοθι για την τραγωδία του κενού τους.
Για να γίνει κάποιος ρουφιάνος απαραίτητη προϋπόθεση είναι να νιώθει κατώτερος και να μην μπορεί να σταθεί ανάμεσα στους άλλους. Τούς συναντά κανείς σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η επίδρασή τους όμως στο δημόσιο βίο εξαρτάται από την κοινωνική και πολιτική ισχύ που διαθέτουν.
Σήμερα πολλοί υποτιμούμε το ρόλο που διαδραματίζουν αυτά τα αναλώσιμα ανθρωποειδή καθώς επίσης και την ανεκτίμητη σημασία τους στο δημόσιο βίο λόγω της πολλαπλής χρήσης που δύνανται να έχουν για όσους χρησιμοποιούν τους ρουφιάνους ως χρησίμους ηλιθίους και ως όργανα άσκησης εξουσίας.
Οι ρουφιάνοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη είναι η κατηγορία των αναλωσίμων-ρουφιάνων οι οποίοι ρουφιανεύουν εκπληρώνοντας περισσότερο μία ψυχολογική ανάγκη, απόρροια υπαρξιακού προβλήματος. Πρόκειται για εκείνους, οι οποίοι με τις ρουφιανές τους προκαλούν ζημιά σε άλλους, αλλά ταυτοχρόνως μπορεί να μην εξασφαλίζουν κάποιο όφελος ή κάποιο πλεονέκτημα. Οι τύποι αυτοί είναι αναλώσιμοι και αν τυγχάνουν αποδοχής από τους άλλους είναι γιατί χρειάζονται τις υπηρεσίες τους αλλά όχι τους ιδίους, διότι τη ρουφιανιά πολλοί ηγάπησαν, το ρουφιάνο όμως ουδείς.
Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των ναρκίσσων-ρουφιάνων, τους οποίους συναντάς παντού, αλλά πάντοτε σε υψηλά δώματα. κομματικά, κρατικά εκκλησιαστικά. Αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους πρώτους γιατί ξέρουν να ελίσσονται όπως τα ερπετά και διαθέτουν επίσης κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πρώτο ευδιάκριτο γνώρισμα η αλαζονεία, γιατί το ηθικό τους ενισχύεται όταν μειώνουν τους άλλους ρουφιανεύοντας.
Ανενδοιάστως ρουφιανοποιούν κατ’ εκμετάλλευση άλλους, ευρισκομένους σε ιεραρχικά κατώτερη θέση, εκλαμβάνοντάς τους εξ ορισμού ως σκαλοπάτια ανέλιξης. Όταν ανέλθουν ψηλά στον ουρανό, αφού πρώτα σάρκισαν όποιον η ανασφάλειά τους τον εκλάβει στο δρόμο τους ως απειλή, αισθάνονται μακαρία εσαεί αυτοδικαιωμένοι.
Κάποτε συνομιλούσα με ένα υψηλόβαθμο μανδαρίνο, βυθισμένο στη ματαιοδοξία της δόξας και του πλούτου, απ’ εκείνους που αποτελεί κοινό μυστικό ότι η ανέλιξη τους ήταν η εξαργύρωση των γραμματίων που εξασφάλισαν μία ζωή προσφέροντας δαψιλώς τις ευγενείς χορηγίες ρουφιανιάς σε ανωτέρους του.
Αμφότερες οι κατηγορίες αποτελούν παραλλαγή της κοινής βλακείας. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι όσοι ανήκουν στη πρώτη δεν το ξέρουν, όσοι ανήκουν στη δεύτερη το ξέρουν και δεν το ομολογούν, καθώς επίσης η πρώτη αποτελεί τον αναβολέα για την κοινωνική και πολιτική ανέλιξη της δεύτερης. Εν πάση περιπτώσει, αμφότερες οι κατηγορίες πιστεύουν ότι επιτελούν θέσφατο κοινωνικό έργο.
Διαθέτουν απύθμενο μίσος για ένα τρόπο ζωής που ανανεώνεται και οξυγονούται μέσα σε πλαίσιο ελεύθερης σκέψης και δράσης. Μισούν το ανεπιτήδευτο, το ανυπόκριτο και το ανεπίπλαστο γιατί τους αποκαλύπτει και τους εκθέτει προς δημοσία θέα.
Πολλές φορές διερωτόμαστε για τα ελλείμματα δημοκρατίας, όμως ελάχιστοι αντιλαμβανόμαστε ότι η δημοκρατία είναι προϊόν πολιτικής κουλτούρας ενός λαού. Όταν ο δημόσιος βίος βυθίζεται στην τύρβη των ρουφιάνων, οι οποίοι καταλαμβάνουν δημόσιες κομβικές θέσεις, ανακυκλώνοντας νοοτροπίες που συντίθενται από αλλεπάλληλες οσφυοκαμψίες, δουλοπρεπείς κολακείες, πισώπλατες μαχαιριές, ανίερες συμμαχίες, μεθοδική χρησιμοθηρία και στημένα σκηνικά μιας κάλπικης κοινωνικότητας, τότε και η δημοκρατία καταντά λέξη κενή περιεχομένου.