xOrisOria News

Αντώνης Σαμαράς: από την αντιμνημονιακή ρητορεία στην υποταγή

Του Γιώργου Καραμπελιά 

Αν σήμερα όλοι συζητάμε για μια εικαζόμενη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία επενδύουν και τα μεγάλα συμφέροντα της χώρας και προπαντός οι ξένοι προστάτες, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί με
πανηγυρικό τρόπο από τον κάποτε αντιμνημονιακό Αντώνη Σαμαρά και τη Ν.Δ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, για ενάμισι τουλάχιστον χρόνο μετά την υπογραφή του μνημονίου, η Ν.Δ., υπό την ηγεσία του Σαμαρά, σε αντίθεση με την εξ αρχής μνημονιακή Ντόρα Μπακογιάννη, επένδυαν στο αντιμνημονιακό αίσθημα των Ελλήνων, και κάποιοι σύμβουλοι του Σαμαρά παρήλαυναν ακόμα και από τις διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων. Και όμως, τρία χρόνια μετά, μέσα από αδιάκοπες και σταδιακές «προσαρμογές», η Ν.Δ. απέσπασε από το ΠΑΣΟΚ τον τίτλο του Ηρακλέως του μνημονίου, για να μεταβληθεί αυτή στον κεντρικό εκφραστή της λογικής της αδιαμαρτύρητης υποταγής στα κελεύσματα της Γερμανίας και των αγορών.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, η Ν.Δ. του Σαμαρά κατήγγελλε τον Γιώργο Παπανδρέου ως καταστροφέα της χώρας και τους Γερμανούς της κ. Μέρκελ ως τους στυγνούς στραγγαλιστές της Ελλάδας. Και τότε, τον Νοέμβριο του 2011, κατεδείχθη η πραγματική φύση αυτού του κόμματος και της ηγεσίας του: Ακριβώς γιατί δεν εξέφραζε κάποια – ουσιαστικά ανύπαρκτη– εθνική αστική τάξη, που θα μπορούσε να προβάλει ένα όραμα έστω στοιχειώδους αξιοπρέπειας της χώρας, αλλά μία τάξη παρασίτων, κομπιναδόρων και μεταπρατών, εν τέλει προσαρμόστηκε στον ίδιο της τον ιστορικό χαρακτήρα.
Τον Νοέμβριο του 2011, μετά το κάζο του ΓΑΠ στη σύνοδο της Νίκαιας, ο Σαμαράς είχε την ευκαιρία να μεταβληθεί, έστω και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, σε εθνικό ηγέτη και να προσφέρει στη Δεξιά μια ιστορική νομιμοποίηση ανάλογη με εκείνη –τηρουμένων των αναλογιών– που της είχε προσφέρει ο Κων. Καραμανλής το 1974. Εάν, σε εκείνα τα κρίσιμα εικοσιτετράωρα, επέμενε σε μία γραμμή απόρριψης του οποιουδήποτε συμβιβασμού με τον ΓΑΠ και άμεσης προσφυγής στις εκλογές, θα μπορούσε να χαράξει –και υπήρχαν ακόμα οι προϋποθέσεις– μια νέα πορεία για τη χώρα, αλλά και για το κόμμα του και τον προσωπικό του ρόλο. Θα μπορούσε να εκφράσει άμεσα την αντιμνημονιακή πλειοψηφία των Ελλήνων και να οδηγήσει τη μνημονιακή πολιτική σε αδιέξοδο αποφεύγοντας την κυβέρνηση Παπαδήμου, την υπογραφή του PSI, που κατέστρεψε τα ασφαλιστικά ταμεία, και την αποδοχή του αγγλικού δικαίου για τα δάνεια της χώρας. Αντ’ αυτού, και ενώ ήδη η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ διαλυόταν, προσχώρησε στο μνημονιακό στρατόπεδο αρχίζοντας τη μακρά πορεία της ολοκληρωτικής υποταγής στους δανειστές, που τείνει σήμερα, τρία χρόνια μετά, να ολοκληρωθεί με την απόρριψή του από τους ίδιους σαν στυμμένη λεμονόκουπα.
Μέσα σε τρία χρόνια, από τη λογική της «ριζικής αναδιαπραγμάτευσης» του χρέους, με την οποία κατάφερε τελικώς να επιβληθεί, στο παραπέντε, στις εκλογές του Ιουνίου 2012, και της άρνησης επιβολής νέων βαρών στους Έλληνες, πέρασε σταδιακά στην εντελώς αντίθετη λογική, στην οποία κατέληξε μετά το φθινόπωρο του 2014. Τώρα πια, και αυτό φάνηκε και σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, δεν διεκδικεί ούτε καν την επιμήκυνση των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων, την οποία είχαν υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι από το 2012. Σταδιακώς, μέσα από διαρκείς προσαρμογές, υποχωρήσεις και αλλοπρόσαλλες κινήσεις, μεταβλήθηκε σε έναν πελιδνό υπηρέτη των Γερμανών, οι οποίοι τον πλήρωσαν με το νόμισμα που ταιριάζει στους υποτακτικούς. Δηλαδή, την πλήρη απαξίωση και τον οριστικό στραγγαλισμό του στη διάρκεια του φθινοπώρου του 2014, όταν του έκοψαν κάθε δυνατότητα επιβίωσης, με την τρόικα να ζητάει ακόμα σκληρότερα μέτρα, τα σπρεντ να εκτινάσσονται και πάλι και το όνειρο εξόδου στις αγορές να μεταβάλλεται στον εφιάλτη της αποτυχίας της εκλογής προέδρου και της πιθανότατης ήττας στις εκλογές. Και τώρα πια, όταν οι Γερμανοί δεν τον χρειάζονται και η Ελλάδα δεν συνιστά κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και για το ευρώ, όπως ήταν το 2012, να δείχνουν μια παγερή αδιαφορία για την τύχη του, και ούτε η Μέρκελ ούτε ο Σόιμπλε, ούτε κανένας άλλος εκτός από τον Ραχόι, που φοβάται ότι θα έχει την ίδια τύχη στην Ισπανία, δεν εμφανίζεται στο πλευρό του.
Ακόμα και οι Αμερικανοί, από τους οποίους θα περίμενε κάποια υποστήριξη για γεωπολιτικούς λόγους, όχι απλώς τον αγνοούν, αλλά μάλλον ήδη ποντάρουν στο αντίπαλο άλογο, για να λύσουν τις εκκρεμότητές τους στην Κύπρο και τα Σκόπια. Έτσι, ο Αντώνης Σαμαράς, έχοντας χάσει και το alter ego του, τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, που εκδιώχθηκε από τον Καραμανλή από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, περιφέρεται πελιδνός, κατηφής, φοβικός, από χωρίου εις χωρίον, παρακαλώντας τις άγιες εικόνες και την Παναγία να τον σώσουν. Και εάν η Ν.Δ. δεν εμφανίζει μια δημοσκοπική κατάρρευση και προσπαθεί ακόμα «να φέρει το ματς στα ίσα», ή έστω να χάσει με μικρό ποσοστό, αυτό δεν συμβαίνει γιατί εξακολουθεί να έχει μια ουσιαστική στήριξη από την ελληνική κοινωνία, αλλά απλούστατα γιατί πολλοί Έλληνες φοβούνται τους αντιπάλους του. Και γι’ αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί συγκυριακά αυτόν τον φόβο για να συντηρήσει –ως το αναγκαίο κακό– κάποιες δυνάμεις. Ωστόσο, όταν και εφόσον θα έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο η διλημματική λογική που επιβάλλουν και οι εκλογές, τότε θα ακολουθήσει η μεγάλη κατάρρευση. Ο Σαμαράς και η Ν.Δ. που εκπροσωπεί θα οδηγηθούν σε μια καθολική κρίση, που στο τέλος του δρόμου θα οδηγήσει σε έκλειψή της και σε ριζική ανασύνθεση του χώρου της Δεξιάς. Χαρακτηριστικό αυτής της επιβίωσης, μόνο μέσω του φόβου του αντιπάλου, είναι το γεγονός πως όλη η προεκλογική εκστρατεία του Σαμαρά έχει ως άξονα τους κινδύνους –ενίοτε πραγματικούς, αλλά όχι πάντα– που θα επιφέρει η άνοδος στην εξουσία του αντιπάλου.
Όμως, αυτή η κατάρρευση του παραδοσιακού αστικού χώρου –με πρώτο το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. να ακολουθεί– δεν αποτελεί απλώς ένδειξη ή έκφραση της προσωπικής ή πολιτικής αδυναμίας των συγκεκριμένων εκπροσώπων του – διότι, εξάλλου, δεν διαθέτει και άλλους. Αποτελεί ένα δομικό στοιχείο της παρακμής ενός αστικού χώρου που δεν έχει πλέον παρά ελάχιστα παραγωγικά χαρακτηριστικά, έχει διαλύσει τα παραγωγικά και εμπορικά μεσοστρώματα και στηρίζεται μόνον στη λούμπεν μεγαλοαστική τάξη και «επιχειρηματίες»… τύπου Μπέου και μη χειρότερα. Ακόμα και οι παραδοσιακοί εργολάβοι, στυλοβάτες του σημιτικού πασοκισμού, επιβιώνουν βαρύτατα πληγωμένοι. Η εξουσία έφτασε πια να στηρίζεται στους μεγαλοξενοδόχους, που δεν βλέπουν άλλο δρόμο για την Ελλάδα παρά μόνον την επιβίωσή της ως τουριστικό και παρασιτικό παράρτημα της Δύσης, με χαμηλούς μισθούς, ανασφάλιστη και ευέλικτη εργασία, μια και εξάλλου δεν ενδιαφέρονται τόσο για την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων όσο για την εισροή ξένων κεφαλαίων και εισοδημάτων.
Η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης και η διατήρηση ή ανασύνταξη του παραγωγικού δυναμικού της χώρας αποτελεί δευτερεύουσα ή αμελητέα μέριμνα των κυρίαρχων ελίτ. Και η κρίση έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα: Μεγάλωσαν οι ανισότητες στο εσωτερικό της χώρας (ο σχετικός δείκτης Gini εκτινάχθηκε, από το 2009 έως το 2013, από το 0,32 στο 0,36) και το αστικό στρατόπεδο και οι εκπροσωπήσεις του, που μπορούσε στις απαρχές της κρίσης να στηρίζεται σε μια αναιμική, αλλά πάντως υπαρκτή αστική τάξη και μεσαία στρώματα, πέντε χρόνια μετά προσβλέπουν σχεδόν αποκλειστικά στους μεγαλοξενοδόχους, τους τραπεζίτες και τους μαφιόζους. Με φόντο αυτές τις οικονομικές και κοινωνιολογικές εξελίξεις μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα το πώς ο Αντώνης Σαμαράς, από ένα καλοθρεμμένο τέκνο των βορείων προαστίων, με πατριωτικές περγαμηνές, που πρόβαλλε αντιρρήσεις στη βίαιη μνημονιακή υποβάθμιση της χώρας, μεταβλήθηκε σταδιακώς σε ατζέντη τουριστικών πρακτορείων και ικέτη στα πόδια της Παναγίας, μήπως και κάνει το θαύμα της.

Περιοδικό Άρδην – Εφημερίδα Ρήξη

Use Facebook to Comment on this Post