Τα αρπακτικό «λόμπυ της δραχμής», από την μία πλευρά, και οι φαιοκόκκινοι
σύμμαχοί του, από την άλλη, κάθε άλλο παρά ανενεργοί είναι…
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από το ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης και την επισημοποίησή της το
2010, σε διεθνές επίπεδο παίζονται πολλά και σοβαρά παιχνίδια τα οποία δεν
έχουν μόνον χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό περιεχόμενο. Καλύπτουν
και ένα ευρύ φάσμα γεωπολιτικών και διπλωματικών σκοπιμοτήτων, που δεν
είναι πάντα εύκολα ανιχνεύσιμες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το περίφημο
Grexit αποτελεί πάντα ισχυρό διακύβευμα, το οποίο δυστυχώς συντηρεί και
τροφοδοτεί η χώρα μας –η οποία δείχνει πλέον να είναι ανεπίδεκτη
μαθήσεως.
Με άλλα λόγια, ενώ ο ελληνικός λαός βιώνει μία εντυπωσιακή και
εξαιρετικά οδυνηρή «διαρθρωτική κατάρρευση» της οικονομίας, όχι μόνον δεν
αντιδρά στην κατάσταση αυτή αλλά με τις πολιτικές επιλογές του την
διαιωνίζει. Αρνούμενος, μέσω του πολιτικού συστήματος, σοβαρές
μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν την δομή και τις συναφείς λειτουργίες της
οικονομίας, είναι κατάδηλο ότι πάνω από τους μισούς Νεοέλληνες που έχουν
δικαίωμα ψήφου προτιμούν να κυβερνώνται από αυτούς που χαϊδεύουν αυτιά
παρά από πολιτικούς που θα ήθελαν να προσφέρουν έργο.
Στην βάση της λογικής αυτής, τα 33 τελευταία χρόνια η χώρα δέχθηκε
δάνεια και επιδοτήσεις περί τα 1260 δισεκατ. ευρώ και αντί να δημιουργήσει
μία ισχυρή, ανταγωνιστική και εξωστρεφή παραγωγική δομή, αντιθέτως
επένδυσε σε απίθανες καταναλωτικές φούσκες, σε υπερτιμημένα ακίνητα και
σε εικονικές χρηματιστηριακές αξίες, που σήμερα καταρρέουν. Όπως, βέβαια,
καταρρέει και το παραγωγικό πρότυπο –το οποίο, επειδή ακριβώς είχε ως
μεγάλη βάση του την εσωτερική κατανάλωση, σήμερα αδυνατεί να ανακάμψει
λόγω δραματικής πτώσης της εσωτερικής ζήτησης.
Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική κρίση διαφέρει αισθητά από
αντίστοιχες κρίσεις άλλων χωρών. Στην Ελλάδα, η χρηματοπιστωτική
ανάπτυξη έφθασε σε απίθανα για το παραγωγικό δυναμικό της χώρας
επίπεδα, με αποτέλεσμα η κρίση χρέους που πλήττει την οικονομία να μην
είναι μία απλή υφεσιακή διαδικασία αλλά να αποτελεί κλασσική περίπτωση
διαρθρωτικής κατάρρευσης.
Δεν χωρά έτσι καμμία αμφιβολία ότι, στην παρούσα φάση της και με
δεδομένη την έστω και βεβιασμένη, πλημμελή και απατηλή είσοδό μας στην
ευρωζώνη, η χώρα μόνον μέσα σε αυτήν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει την
διαρθρωτική της κατάρρευση.
Υπό αυτή την έννοια, οι παίζοντες το παιχνίδι της δραχμής άλλους
ανομολόγητους σκοπούς επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν. Κατά κύριο δε λόγο,
δύο είναι οι βασικές τους επιδιώξεις. Πρώτον, η κατάργηση της δημοκρατίας
και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, δεύτερον, η οικονομική
περιχαράκωση της χώρας υπό δραχμικό καθεστώς.
Τα δε μέλη του «λόμπυ της δραχμής» υπολογίζουν ότι, με υποτίμηση
70% του εθνικού νομίσματος έναντι του ευρώ και με τα 100 έως και 150
δισεκατ. ευρώ που έχουν σε ξένες τράπεζες, θα αγοράσουν, σε συνεργασία
με το ολοκληρωτικό καθεστώς που θα στηρίζουν, ολόκληρη την χώρα.
Βέβαια, όλα αυτά από θεωρητικής πλευράς. Διότι, σε αμιγώς πολιτικό
επίπεδο, η συνεργασία μεταξύ απατεώνων της πολιτικής και της οικονομίας
κάθε άλλο παρά ανέφελη θα είναι.
Για την ώρα, πάντως, οι φαιοκόκκινοι δεσμοφύλακες και οι δραχμικοί
λομπίστες εργάζονται επιμελώς σε επικοινωνιακό επίπεδο και με την
«δραχμολογία» προωθούν τον ιδεολογικό εθισμό στην δραχμή,
εκμεταλλευόμενοι την λαϊκή άγνοια και βλακεία.
Από την άποψη αυτή, είναι πολύ εύστοχο το σχόλιο του Γρηγόρη
Νικολόπουλου, ιδρυτή του ιστότοπου Reporter.gr, που μεταξύ άλλων
παρατηρεί:
«Μη ξεχνάμε εξάλλου, ότι οι πολιτικοί έχουν μάθει να λειτουργούν με το
ρουσφέτι, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά και τα τρία αυτά πλήττονται
θανάσιμα από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ο Δημόσιος τομέας δεν
έχει λεφτά για παροχές και προσλήψεις, συνεπώς το ρουσφέτι περιορίζεται.
Οι κανόνες που μπαίνουν με τις μεταρρυθμίσεις περιορίζουν επίσης τις
δυνατότητες των πολιτικών να παρέμβουν στην λειτουργία του δημοσίου,
θεσπίζονται διαδικασίες που περιορίζουν την αναξιοκρατία,
ανεξαρτοποιούνται κάποιοι σημαντικοί θεσμοί όπως η είσπραξη των
φορολογικών εσόδων, οι πολιτικοί χάνουν τις δυνατότητες παρέμβασης που
είχαν. Με τον περιορισμό του ρουσφετιού πλήττεται και η αναξιοκρατία. Με
την απελευθέρωση των αγορών και το άνοιγμα των επαγγελμάτων
περιορίζεται ακόμη περισσότερο η δύναμη των πολιτικών. Με λίγα λόγια, όλα
αυτά τα μέτρα που τώρα συζητιούνται και κατά πάσα πιθανότητα θα
ψηφιστούν από την Βουλή, περιορίζουν την ισχύ των πολιτικών στην
κοινωνία. Και αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει καθόλου στους πολιτικούς, οι
οποίοι, όπως ο κόσμος ψάχνει διεξόδους για να ανακουφιστεί οικονομικά,
εκείνοι ψάχνουν διεξόδους για να αυξήσουν τη δύναμη τους. Δεν αποκλείεται
λοιπόν καθόλου, σύντομα να αρχίσει η μεταστροφή και κάποιων πολιτικών ή
ακόμη και κομμάτων υπέρ της Δραχμής, αν δούν ότι οι συνθήκες το
επιτρέπουν. Τι θα πεί το επιτρέπουν οι συνθήκες; Αν διαπιστώσουν ότι ο
κόσμος είναι θετικός στην αλλαγή νομίσματος και ότι δεν θα θεωρηθούν οι
ίδιοι ώς υπαίτιοι για την αλλαγή αυτή, τότε θα αρχίσουν να “στρίβουν”».
Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν: Όλα είναι ανοικτά ακόμα στην χώρα. Με τα
χειρότερα να περιμένουν…
Use Facebook to Comment on this Post