Η ελληνική βιομηχανία έχει καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να κάνει μία δήλωση στην ελληνική κοινωνία: ‘το μεγαλύτερό μας πρόβλημα, η μεγαλύτερή μας…
Μόνο που η εκστρατεία της βιομηχανίας για την επιδότηση του ενεργειακού κόστους, επιδιώκει να προσανατολίσει την κοινή γνώμη σε μία μόνο πτυχή του (πολύπλοκου) θέματος της ανταγωνιστικότητας, υπονοώντας για το πρόβλημά της ότι:
· ο βιομηχανικός κλάδος είναι αναξιοπαθών, αφού δεν έχει καμία ευθύνη
· ευθύνεται η πολιτεία και άρα η πολιτεία έχει την δύναμη και την ευθύνη να το διορθώσει
· οι διεθνείς εξελίξεις δεν έχουν καμία απολύτως σχέση
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι.
Η χαλυβουργία στη Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Το σημαντικότερο είναι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα (overcapacity) και το πολύ μικρό περιθώριο κέρδους. Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα και για τη χαλυβουργία παγκοσμίως και αναμένεται να συνεχίσει να είναι και για τα επόμενα χρόνια.
Σήμερα η μεγαλύτερη ζήτηση και η μεγαλύτερη παραγωγή χάλυβα βρίσκονται στις αναδυόμενες οικονομίες που διαμορφώνουν την αγορά παγκοσμίως. Ενώ όμως στην Κίνα και την Ινδία η ζήτηση αυξάνεται (αν και όχι στον ρυθμό που είχε προβλεφθεί), στην Ευρώπη η ζήτηση έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια (27% σε σύγκριση με τα επίπεδα προ κρίσης) και συνεχίζει να μειώνεται, με αποτέλεσμα να μην απορροφάται η παραγωγή και να μειώνονται οι τιμές και άρα τα κέρδη της βιομηχανίας.
Η Ελλάδα, μέσα σε μία ήπειρο που αντιμετωπίζει πρόβλημα, δεν αποτελεί εξαίρεση. Προ κρίσης η ζήτηση ξεπερνούσε τους 2 εκατ. τόνους ενώ σήμερα δεν ξεπερνά τους 250.000 τόνους. Παρά την δραματική μείωση στην παραγωγή (μείωση 15,4% το 2013 σε σύγκριση με το 2012) η ελληνική χαλυβουργία έχει ακόμα σημαντικό παραγωγικό πλεόνασμα, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την ζημιά. Η ζήτηση χάλυβα στην Ελλάδα συνδεόταν ανέκαθεν με τον κατασκευαστικό κλάδο και τα μεγάλα έργα, πάντα με την έμμεση ή άμεση υποστήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Αν θεωρήσουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα δει εκατομμύρια νέες οικοδομές, δεν θα φιλοξενήσει νέους ολυμπιακούς αγώνες και δεν θα κατασκευάσει αεροδρόμια, γέφυρες, μετρό, και λιμάνια μέσα στην επόμενη δεκαετία, ικανά για να απορροφήσουν την τοπική παραγωγή, τότε η όποια πολιτική απόφαση να στηριχθεί από το κράτος (δηλαδή την κοινωνία) η χαλυβουργία, δεν στηρίζεται σε κάποια οικονομική λογική ή επιχειρηματικό / επενδυτικό πλάνο, αλλά περισσότερο σε έναν συμβολισμό πολιτικής στήριξης της ‘εθνικής παραγωγής’. Δεν αξιολογώ μία τέτοια πολιτική απόφαση, αλλά το πόσο σύμφωνη με την κρατούσα φιλελεύθερη οικονομική θεωρία είναι η επιδότηση μίας μη ανταγωνιστικής δραστηριότητας, παραμένει ως ερώτημα.
Σε μία χώρα λοιπόν που πάντα ρωτάμε ‘πόσο κοστίζει;’, αλλά ποτέ ‘τι αγοράζω;’ γεννώνται μερικές απορίες:
· αν επιδοτηθεί το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία, τότε θα σωθεί η χαλυβουργία στην Ελλάδα ή θα έχουμε ρίξει χρήματα σε μία ακόμα μαύρη τρύπα χωρίς κάποιο όφελος;
· πώς μπορούν να εγγυηθούν οι πολιτικές στήριξης της βιομηχανίας την διασφάλιση των θέσεων εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων;
· ποιος θα πληρώσει αυτή την επιδότηση; (Yπάρχουν δύο βασικοί υποψήφιοι: η κοινωνία και η ΔΕΗ, αν δεν μετακυλήσει το κόστος.)
· υπάρχουν άλλες πολιτικές επιλογές για τη στήριξη της χαλυβουργίας που να ξεφεύγουν από τη λογική των επιδοτήσεων;
· πώς θα εξασφαλιστεί ένα βιώσιμο μέλλον για τη χαλυβουργία με δεδομένο ότι δεν αναμένεται να τονωθεί θεαματικά η εγχώρια ζήτηση μέσα στην επόμενη δεκαετία;
Σε πρόσφατη εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης Αλουμινίου, ο υπουργός Ανάπτυξης, Κωστής Χατζηδάκης τόνισε την ανάγκη προώθησης της εξοικονόμησης ενέργειας ως πολιτική στήριξης της βιομηχανίας αλουμινίου. Μία τέτοια στρατηγική ξεφεύγει από την λογική της κοινωνίας που επιδοτεί την βιομηχανία και στοχεύει σε αμοιβαία οφέλη. Αν η χώρα κινηθεί αποφασιστικά προς έναν ενεργειακά αποδοτικό κτιριακό τομέα, τότε η ελληνική χαλυβουργία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ‘ανοικοδόμηση’ της χώρας.
Αντίστοιχες πολιτικές μπορούν να προωθηθούν, όχι μόνο στην χαλυβουργία, αλλά σε όλο τον βιομηχανικό τομέα, στο πλαίσιο μίας νέας βιομηχανικής στρατηγικής. Η μετάβαση της Ευρώπης σε μία οικονομία μηδενικού άνθρακα και η προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας στον βιομηχανικό, οικιακό και τριτογενή τομέα ως στρατηγική προτεραιότητα, θα ενισχύσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής και ελληνικής βιομηχανίας, θα προωθήσει τηνκαινοτομία και θα δώσει ώθηση σε αυτή την στρατηγική. Αυτή είναι η μόνη δυνατότητα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (και την χαλυβουργία) να ανταγωνιστεί την Κίνα και τις υπόλοιπες αναδυόμενες οικονομίες, αν το τελικό προϊόν έχει υψηλή ποιότητα και προστιθέμενη αξία.
Η ερώτηση όμως είναι: θέλει πραγματικά κάτι τέτοιο η βιομηχανία ή θα προτιμά πάντα μία πιο ‘εύκολη λύση’, όπως φαίνεται ότι θα δώσει για άλλη μία φορά η κυβέρνηση;
ΥΓ1: τα εκατοντάδες κτίρια που έχουν καταστραφεί από τους σεισμούς στην Κεφαλονιά είναι μία ευκαιρία για ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Μία συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης για ανοικοδόμηση των κτιρίων, μπορεί να σηματοδοτήσει το νέο ρόλο της χαλυβουργίας και άλλων κλάδων της ενεργοβόρου βιομηχανίας στην ανοικοδόμηση της χώρας.
ΥΓ2: Kάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσουμε για τα τιμολόγια της ΔΕΗ για τις επιχειρήσεις της μέσης τάσης, τα οποία είναι τόσο ακριβά που το περιθώριο κέρδους τους επιδοτεί όλα τα ζημιογόνα τιμολόγια της ΔΕΗ. Και αυτοί ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας είναι, απλά δεν έχουν πρόσβαση σε υπουργικά γραφεία και media…
ΥΓ3: Oι εργαζόμενοι στη βιομηχανία στην Ελλάδα αμείβονται με έναν από τους χαμηλότερους μισθούς σε όλο τον κόσμο. Δεν απολαμβάνουν όλες οι συνέπειες της κρίσης την ίδια δημοσιότητα.
Δημήτρης Ιμπραήμ
Συντονιστής εκστρατειών του ελληνικού γραφείου της Greenpeace