Ως κατέχοντες τη μαντική τέχνη, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, με προεξάρχοντες τους υπουργούς Ανάπτυξης και Οικονομικών, βγαίνουν κάθε τρεις και λίγο σε κανάλια και ραδιόφωνα για να πληροφορήσουν την κοινωνία ότι βλέπουν φως στο τούνελ, μια και οι δείκτες της οικονομίας βελτιώνονται καθημερινά!
Και δώσ’ του «ο πληθωρισμός έχει αρνητικό πρόσημο»…
Και να που επιτέλους «οι τιμές πέφτουν» Δηλαδή, με σωρευτική ύφεση 25% από το 2008 έως σήμερα και με μείωση των μισθών στα επίπεδα του 40%, ο μέσος καταναλωτής θα πρέπει κι αυτός να δει το φως, γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. στην οποία οι τιμές έχουν πέσει κατά 0,50%, ασχέτως αν οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης συνεχίζουν να ανεβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και ανεβαίνουν ακόμη και σήμερα, παραβλέποντας ότι η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι ο αρνητικός πληθωρισμός είναι ένας ακόμα οικονομικός δείκτης για να αντιληφθούμε την αποστράγγιση των αδυνάμων, που αυτή τη στιγμή είναι το μισό κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού.
Η αλήθεια των αριθμών, ειδικά για τους φτωχούς, είναι αμείλικτη. Σύμφωνα λοιπόν με έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Καταναλωτών (ΕΛΚΕΚΑ), το οικογενειακό καλάθι ενός μεσαίου ελληνικού νοικοκυριού τον Φεβρουάριο του 2013 κόστισε 2.269,61 ευρώ σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2012, που κόστιζε 2.268,04 ευρώ. Εχουμε λοιπόν μια αύξηση στο κόστος των βασικών κατά 2 ευρώ, παρά τη σημαντική μείωση των εισοδημάτων. Αυτό δεν δείχνει ούτε καν οριακή μείωση, έτσι δεν είναι;
Μόνο την τελευταία διετία έχουν σημειωθεί αυξήσεις έως και 27,6% σε βασικά προϊόντα στο καλάθι της νοικοκυράς, ενώ ο πληθωρισμός την ίδια περίοδο ήταν 5%, κινούμενος σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις επίσημες προβλέψεις. Η αρνητική μεταβολή που σημειώθηκε τον Μάρτιο 2013 (-0,2%) ενδέχεται να έχει επίπτωση στο επίπεδο τιμών της πραγματικής οικονομίας μόνον εφόσον συνεχιστεί σε βάθος χρόνου, αφού οριακές και αποσπασματικές μεταβολές του δείκτη σε ένα υψηλό επίπεδο τιμών δεν επιφέρουν ουσιαστική αποκλιμάκωση. Αντίθετα, ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλουσίους.
Ακόμη και στο ψωμί η αύξηση της τιμής που παρατηρείται καθ’ όλη την περίοδο της ύφεσης (2008-2013) φτάνει σωρευτικά στο 6,76%, παρότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της MARC Α.Ε., δύο στους δέκα Ελληνες καταναλωτές σταμάτησαν να αγοράζουν ψωμί, πιέζοντας έτσι σημαντικά την κατανάλωση. Από τον ΔΤΚ φαίνεται ότι οι προσδοκίες περί αποκλιμάκωσης της τιμής του ψωμιού έως και 30% εξαιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς του δεν επαληθεύτηκαν στην πραγματική οικονομία. Επιπλέον, παρά την υποχώρηση της ζήτησης, η τιμή του ψωμιού κινήθηκε ανοδικά (3,24%) την περίοδο α’ δίμηνο 2012 – α’ δίμηνο 2011, εξαιτίας κυρίως της αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και της επιβολής φόρων ακινήτων, ενώ σε μικρότερο βαθμό επηρέασαν οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και των αλεύρων.
Την ίδια ώρα η σωρευτική αύξηση της τιμής των ζάχαρης στην περίοδο της κρίσης αγγίζει σχεδόν το 22%, ενώ η τιμή των αβγών είναι ακριβότερη κατά 19%. Διψήφια ποσοστά ανόδου παρατηρούνται τόσο για το ρύζι όσο και για τις σοκολάτες, ενώ από τα 14 βασικά είδη διατροφής που χρειάζεται μια οικογένεια για να επιβιώσει μόνο στα τρία (!) οι τιμές κινούνται σήμερα χαμηλότερα σε σχέση με το 2008.
Και δεν είναι οι τιμές στο χωράφι που ανέβηκαν, συμπαρασύροντας τις τιμές καταναλωτή. Οπως προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τη μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή στις τιμές των τροφίμων σε σχέση με τις τιμές γεωργικού προϊόντος, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο τροφίμων και ποτών, η μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή σε τιμές παραγωγού για το σύνολο των τροφίμων το 2012 ήταν οριακά θετική (1%), ενώ για το ίδιο έτος οι τιμές καταναλωτή των βασικών προϊόντων έχουν σχεδόν όλες αυξηθεί περισσότερο από ό,τι οι αντίστοιχες τιμές των παραγωγών ή οι τιμές των αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, η κατηγορία προϊόντος γάλα, τυρί, αβγά παρουσιάζει ετήσια αύξηση σε τιμές καταναλωτή για το 2012 ίση με 2,2%, ενώ η αντίστοιχη τιμή γεωργού καταγράφει μόνο οριακή αύξηση ίση με 0,5%. Στα φρούτα, η τιμή καταναλωτή αυξήθηκε κατά 4,6% το 2012, ενώ η αντίστοιχη τιμή παραγωγού αυξήθηκε πολύ λιγότερο, κατά 2,6%, και η γεωργική τιμή μειώθηκε κατά 3,6%. Ωστόσο, το 2011, η συνολική ετήσια μεταβολή τιμών καταναλωτή στο σύνολο των τροφίμων ήταν ίση με 2,9%, στα ίδια σχεδόν επίπεδα με την αντίστοιχη τιμή του παραγωγού (3,1%), αλλά υψηλότερη από την τιμή του γεωργού, η οποία παρουσίασε μείωση (-1,2%).
Με δεδομένο ότι ένα νοικοκυριό πληρώνει περισσότερο για να επιβιώσει, δεν έχει καμία σημασία αν καταγράφεται μείωση στον δείκτη «Διαρκή αγαθά – Είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες». Οταν μια οικογένεια δεν μπορεί να αγοράσει ψωμί, θα δαπανήσει άραγε χρήματα για έπιπλα, χαλιά, στρώματα, λευκά είδη, οικιακές συσκευές και υπηρεσίες, που έγιναν φθηνότερα;
Ακόμη και η μείωση του δείκτη «Υγεία», που σημαίνει ότι οι τιμές σε φάρμακα και ιατρικές – οδοντιατρικές – παραϊατρικές υπηρεσίες έπεσαν, δεν αφορά τους πολλούς, γιατί η πτώση συνοδεύτηκε από αύξηση της συμμετοχής στις συνταγές των ασφαλιστικών ταμείων.
Ούτε βέβαια η μείωση του δείκτη «Εκπαίδευση» (μείωση στα δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, ξένων γλωσσών, φροντιστηρίων, ΙΕΚ και μεταπτυχιακών σπουδών) αφορά τις φτωχές οικογένειες, αφού τις εν λόγω υπηρεσίες τις βλέπουν από μακριά.
Αντίθετα, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης, του ηλεκτρισμού αλλά και της συνολικής άμεσης – έμμεσης φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, που αύξησε τον δείκτη «Στέγαση» κατά 8% σε σχέση με πέρυσι αφορά άμεσα τους πιο αδύναμους, καθώς αποτέλεσε «βόμβα» στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
δημοκρατία InfoGnomon
Use Facebook to Comment on this Post