Ένα κοσμοθεωρητικό πρόβλημα με πολιτικές απολήξεις!

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, Δημο-διδασκάλου

Αθήνα, 20.1.2014
Εισαγωγικό σημείωμα

Μια αλληλογραφία που είχα με έναν φίλο μου έδωσε την αφορμή να την δημοσιοποιήσω, γιατί έκρινα ότι έχει γενικότερο…

ενδιαφέρον για προβληματισμό. Παραθέτω την αλληλογραφία για έναν ανοιχτό διάλογο και αντίλογο φυσικά, παραλείποντας τον παραλήπτη. Επρόκειτο για αλληλογραφία με αφορμή τα 95 χρόνια από τον τραγικό της θάνατο.

1. Η αλληλογραφία

Αγαπητέ ….,
η τοποθέτηση είναι πάρα πολύ πετυχημένη. Επειδή εκτιμώ την Ρόζα Λούξεμπουργκ, ως την καλύτερη και πιο αξιόλογη μαθήτρια του Κ. Μαρξ, θεωρώ ότι η κριτική της στον Λένιν που είναι γνωστή μπορεί να αποδοθεί με τη φράση που αναφέρεις κι εσύ:

«Ελευθερία χωρίς ισότητα είναι εκμετάλλευση. Ισότητα χωρίς ελευθερία είναι καταπίεση. Η αλληλεγγύη είναι η κοινή ρίζα της ελευθερίας και της ισότητας».

Στα γραπτά μου και στα βιβλία μου την παραθέτω, όταν αντιπαρατίθεμαι στην μαρξιστική – λενινιστική θεωρία. Ζητώ και ανατρέχω πάντοτε στην δική της επιχειρηματολογία. Θα μπορούσα να παραθέσω πολλές απόψεις της που είναι διάσπαρτες στα βιβλία μου και σε άρθρα μου. Ήταν το καλύτερο μυαλό μετά τον Μαρξ σχετικά με την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.

Διαφωνώ ωστόσο με την «κοινή ρίζα». Η κοινή ρίζα της ελευθερίας και της ισότητας είναι η δικαιοσύνη και όχι η αλληλεγγύη, που μπορεί να είναι ή να μην είναι παράγωγο της δικαιοσύνης. Χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη. Νομίζω ότι είναι αυτονόητο!

Δες σχετικά πως αναλύω το θέμα της ελευθερίας και της ισότητας σε σχέση μ’ αυτό που πολύ σωστά διατυπώνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποφθεγματικά, αλλά αποτυγχάνει στο συμπέρασμα. (Θα έλεγα ότι η συγκεκριμένη αναγκαιότητα της υπαγόρευσε αυτό το συμπέρασμα, που ήθελε να τονίσει).
«Για μένα λοιπόν και την κοσμοθεωρία που έχω διαμορφώσει στη ζωή και τη δράση μου και την διατυπώνω σε ορισμένα κείμενά μου, που αν μου επιτρέψει ο χρόνος, θα σου στείλω μερικά, η βασική αντίθεση στην ανθρώπινη κοινωνία, γιατί η ανθρώπινη κοινωνία συντίθεται από αντιθέσεις και συνθέσεις, είναι η αντίθεση ανάμεσα στις έννοιες ελευθερία και ισότητα. Εδώ λοιπόν εντοπίζεται το βασικό πρόβλημα και η πρόκληση για τους φιλοσόφους, κοινωνιολόγους πολιτικούς. Πώς δηλαδή θα ερμηνεύσουν και συμβιβάσουν αυτές τις έννοιες, που είναι θεμελιωμένες και αποτελούν θεμελιακά και υπαρξιακά στοιχεία του ανθρώπου και της κοινωνίας, που έχουν ωστόσο άμεσες συνέπειες και ενίοτε τραγικές για τις κοινωνίες, όπου δοκιμάστηκαν. Είναι σαν το πρόβλημα της προσπάθειας του τετραγωνισμού του κύκλου.

Επειδή έως σήμερα δεν υπήρξε επιστήμονας να λύση αυτό το πρόβλημα, η πρόκληση αυτή, για να το εκφράσω έτσι, θα μας απασχολεί, όσο υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, χωρίς να δίδεται μια ικανοποιητική λύση, αλλά να γίνεται απλώς μια προσέγγιση.

Για μένα η προσέγγιση προς λύση του προβλήματος της ελευθερίας και της ισότητας, σύμφωνα με τη δική μου θεωρητική συγκρότηση και κοσμοθεωρία, που κατευθύνει και τις πράξεις μου (δεν δρω τυχαία), γίνεται μέσω της δικαιοσύνης, ως δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Όσο πιο ανώτερος είναι ο πολιτισμός τόσο μεγαλύτερη προσέγγιση γίνεται ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα. (Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η σημερινή κρίση είναι πρωταρχικά κρίση πολιτισμού, δηλαδή της καταρράκωσης έως εξαφανισμού του αξιακού συστήματος που διατηρεί την ύπαρξη και συνοχή μιας κοινωνίας, με βάση τη δικαιοσύνη. Βασικά εκλείπει από την ελληνική κοινωνία η δικαιοσύνη). Και αυτή η προσέγγιση πραγματώνεται μόνο μέσω της δικαιοσύνης που είναι διπλής φύσης: Υπερβατική και ανθρώπινη. Για μεν την υπερβατική, όσον αφορά τον χριστιανισμό παράδειγμα ήταν ο Χριστός που σταυρώθηκε για την ιδέα αυτή και ο Σωκράτης, που ήπιε το κώνειο, απλώς για να μην παραβεί τα προστάγματα της δικαιοσύνης. Αυτό ήταν το ουσιαστικό νόημα της πράξης και των δύο. Η μία θεϊκή και η άλλη ανθρώπινη. Ο Χριστός πάτησε τον θάνατο, δηλαδή την απόλυτη φυσική, νομοτελειακή αναγκαιότητα που είναι ο θάνατος, μέσω της ελεύθερης υποταγής στη θεϊκή δικαιοσύνη, ενώ ο Σωκράτης νίκησε το θάνατο, μέσω της ανθρώπινης δικαιοσύνης και ελεύθερης επιλογής του να αψηφήσει ακόμη και αυτήν αναγκαιότητα του θανάτου και να αποκτήσει την απόλυτη ελευθερία, επιλέγοντας τη δικαιοσύνη και νικώντας τον θάνατο.

Θα το κάνω κατανοητό, αν πάρω ως βάση τα δύο συστήματα που αντιπαλεύουν στην μοντέρνα κοινωνία: Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός. Στον καπιταλισμό κλίνει η ελευθερία στην απόλυτή της μορφή να εξαφανίζει την ισότητα, ενώ στον σοσιαλισμό, (αυτόν της θεωρίας και της πρακτικής της εφαρμογής) τείνει η ισότητα να εξαφανίζει την ελευθερία.

Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση έγινε κατορθωτή στην αθηναϊκή δημοκρατία, όπου επεκράτησε αυτό που είπε ο Αριστοτέλης: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής». Ο ίδιος φυσικά είχε πει ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων».

Για την περίπτωση του πολίτη έχεις αναφερθεί σε ένα σημείο.

Τώρα μερικές παρατηρήσεις πάλι γενικές, βγαλμένες από τη δική μου φιλοσοφία, που όμως την έχω αναλύσει στα βιβλία μου, τόσο στο Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, όσο και στο Ο Μαρξ, ο Λένιν …. και στο πρώτο κεφάλαιο του έργου μου Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός και σε αρκετά άρθρα μου.

Πάντοτε ξεκινάω από την φιλοσοφία και κυρίως την πολιτική φιλοσοφία και μετά κοινωνιολογία, αλλά προπάντων από την ψυχολογία της ανθρώπινης φύσης, την οποία αγνοούσε εγκληματικά η αριστερά.

Ο άνθρωπος ρέπει, όπως αναφέρει και ο διαχρονικός δάσκαλος Θουκυδίδης, προς το κακό. Αυτό το φαινόμενο όμως αφορά τις κοινωνίες εκείνες, όπου εφαρμόζεται η ηθική, δηλαδή στις προχωρημένες κοινωνίες και όχι τις πρωτόγονες, στις κοινωνίες, όπως αναφέρεις κι εσύ στις κοινωνίες του προ -κοινωνικού ανθρώπου, όπου επικρατεί η φύση βασικά. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την κατάσταση του ανθρώπου ως ζώου, που διακατέχεται από ένστικτα επιβίωσης και επικράτησης για επιβίωση όπως το ζώο, που κατασπαράσσει άλλα ζώα για να επιζήσει και ζει τον νόμο της φύσης. Ο κανιβαλισμός ανταποκρίνεται σ’ αυτό το στάδιο, αλλά και άλλες μορφές.

Αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος ξεπερνά, όταν ξεπερνά το επίπεδο της αγέλης, όπου επικρατούν ακόμη οι φυσικοί νόμοι. Στις κοινωνίες ωστόσο, όπου επικρατεί η πολιτική, καθορίζονται κανόνες συμβίωσης, όπως είναι τα συντάγματα, ως γενικός νόμος και οι επί μέρους νόμου, που απορρέουν απ’ αυτόν. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ένα είδος συντάγματος ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, σ’ ένα προχωρημένο επίπεδο εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας.

Εκεί αναφύεται και το θέμα της ηθικής, όχι με την τρέχουσα σημασία του όρου, αλλά με την έννοια της ελευθερίας. Σκέψου τον Ηρακλή, όταν είναι να αποφασίσει τον δρόμο της αρετής ή της κακίας. Δηλαδή η δυνατότητα της επιλογής. Αυτό σημαίνει ηθική κατά βάση. Να έχεις τη δυνατότητα να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και το κακό, με βάση την ελευθερία επιλογής. Το καλό για τον άνθρωπο είναι φυσικά ο δίκαιος νόμος, που προσπαθεί να συνδυάσει την ελευθερία με την ισότητα. Όσο δηλαδή ο νόμος φέρνει πιο κοντά την ελευθερία και την ισότητα, τόσο πιο ευδαίμων είναι μια κοινωνία. Εκείνοι που κατάφεραν μάλιστα να επιλέξουν ελεύθερα τον θάνατο, όπως ο Χριστός και ο Σωκράτης, έχουν καταφέρει να απελευθερωθούν και από την αναγκαιότητα του θανάτου. Γι’ αυτό τους θαυμάζουμε και τους θεωρούμε πρότυπα. Θα λέγαμε ότι νίκησαν τον θάνατο, που είναι η απόλυτη αναγκαιότητα. Δηλαδή η ελευθερία τους μέσω της ελεύθερης επιλογής του θανάτου, θανάτωσε και αυτήν την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων.

Τι θέλω να πω. Γνωρίζεις αυτό που είχε πει ο Θουκυδίδης: «Ο ισχυρός επιβάλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλει η αδυναμία του» και προσθέτει μάλιστα και κάτι άλλο: «Απ’ ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και απ’ ότι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι, ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλουν πάντα την εξουσία τους, αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν». (Θουκυδίδου, Ιστορία Ε΄ (103-105). Τα παραθέτω στη σ. 16 του έργου μου Παγκοσμιοποίηση…..Καλό είναι ευκαιριακά να του ρίξεις αυτού τουλάχιστον κεφαλαίου, καθώς και το φιλοσοφικό μέρος του έργου μου ο Μαρξ, ο Λένιν …., μια ματιά, αν έχει φυσικά ένα γενικότερο ενδιαφέρον πάνω σ’ αυτά τα φιλοσοφικά θέματα, που έχουν όμως μια απόλυτη σχέση με την τρέχουσα πολιτική.

Θα κάνω εδώ και ένα σχόλιο για τον Μαρξ. Ο Μαρξ με την πάλη των τάξεων δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον Θουκυδίδη. Η πάλη των τάξεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δια της βίας επιβολή του ισχυρού επί του αδυνάτου. Δηλαδή το προλεταριάτο ή η εργατική τάξη να επιβάλει τη θέλησή του πάνω στην καπιταλιστική τάξη.

Κατά την άποψή μου ο Μαρξ έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος με την εφαρμογή των φυσικών νόμων πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες. Δεν είναι μόνο ο νεοφιλελευθερισμός που εφαρμόζει τον οικονομισμό, ως φυσικό νόμο, αλλά και ο μαρξισμός.

Στην ουσία ο εξελικτικός θετικισμός του Μαρξ, δηλαδή ότι και οι ανθρώπινες κοινωνίες διέπονται από τους φυσικούς νόμους, όπου δεν υφίσταται ελευθερία, άρα δεν υφίσταται και ηθική ήταν η βασική αιτία της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και όπως τόνισα προηγουμένως ηθική δεν μπορεί να υπάρχει, χωρίς ελευθερία.

Και τα λοιπά και τα λοιπά.

Αυτά τα θέματα τα αναλύω σε ένα καινούργιο μου βιβλίο, που είναι ήδη έτοιμο από καιρό, αλλά λόγω χρημάτων δεν μπορώ να το εκδώσω.

Ίσως μερικά κεφάλαια, μιας και βλέπω ότι ασχολείσαι με φιλοσοφικά θέματα θα σου στείλω.

Προς το παρόν σου στέλνω τι είπε ο Δαρείος σχετικά με την δημοκρατία της Αθήνας.

Αυτά τα ολίγα από μένα».

Δαμιανός

2. Απόσμασμα από το Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη.

«Σωσίες ή σωτήρες, ως απρόσκλητοι μεσολαβητές που με θεληματικό ή αθέλητο τρόπο θα αναλάβουν εργολαβικά τη σωτηρία της ανθρωπότητας, απορρίπτονται, και μάλιστα όταν υπόσχονται «δια της βίας» μια μελλοντική κοινωνία «αγγέλων».

Τις αρνητικές αυτές εξελίξεις καυτηριάζει με έντονο και αποκαλυπτικό τρόπο μια μεγάλη επαναστάτρια εκείνης της εποχής, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, για την οποία ο βιογράφος του Μαρξ Φραντζ Μέρινγκ λέει, χωρίς υπερβολή, ότι ήταν το καλύτερο μυαλό μετά τον Μαρξ. Θα επιστρατεύσουμε κι εμείς αυτό το μυαλό για τη δική μας επιχειρηματολογία.

Παρ’ όλο που συμφωνούσε με τον Λένιν στην κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο, διαφωνούσε στον περιορισμό της δράσης του και τους τρόπους και τις διαδικασίες απελευθέρωσής του. Τη βασική της διαφωνία διατυπώνει ακριβώς σ’ αυτό το σημείο με τα εξής λόγια: «Αλλά αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της εργατικής τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργό συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[1] Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τον Λένιν. Και την αναλύει πιο διεξοδικά με αφορμή την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης, την οποία κριτικάρει αυστηρά. Η κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης μετά την Οκτωβριανή εξέγερση δικαιολογήθηκε από τον Λένιν και τον Τρότσκι με το επιχείρημα ότι η σύνθεσή της ήταν συντηρητική, γιατί αντανακλούσε τη χτεσινή Ρωσία του Κερένσκι. Αντί όμως να προκηρύξουν γενικές εκλογές, όπως διακήρυττε η Ρόζα Λούξεμπουργκ για μια καινούργια Συντακτική Συνέλευση, θεώρησαν πως ήταν περιττή κάθε Συντακτική Συνέλευση. Αυτό σήμαινε απαξία κάθε εθνικής αντιπροσωπείας που προέρχεται από γενικές εκλογές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ διατύπωσε την πλήρη της αντίθεση στην προσπάθεια χειραγώγησης των μαζών από την ηγεσία των μπολσεβίκων, πιθανόν έχοντας κατά νου τη φράση του Μαρξ για την «χειραφέτηση της εργατικής τάξης». Ενδεικτική είναι η στάση των μπολσεβίκων πριν καταλάβουν την εξουσία. Γράφει χαρακτηριστικά ο Τρότσκι: «Έπρεπε ν’ αρπάξουμε την εξουσία και όχι να καταπιαστούμε με το συνέδριο των Σοβιέτ…Το κόμμα έπρεπε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα κι’ έπειτα θα βλέπαμε τι θα κάναμε με το δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ».[2]

Παραθέτουμε το περίφημο απόσπασμα, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ύμνο για την ελευθερία, έτσι όπως την κατανοούσε η ίδια: «Τα γιγάντια προβλήματα, ακριβώς, που αντιμετώπισαν οι Μπολσεβίκοι με θάρρος και αποφασιστικότητα, απαιτούσαν την, όσο μπορούσε να γίνει, πιο εντατική πολιτική εκπαίδευση των μαζών και τη συσσώρευση πείρας, που δεν είναι ποτέ δυνατή χωρίς πολιτική ελευθερία. Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και για μόνο τα μέλη ενός κόμματος –όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά– δεν είναι ελευθερία… Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά: όχι από φανατισμό για τη “δικαιοσύνη”, αλλά γιατί απ’ αυτό εξαρτάται κάθε τι που διδάσκει, εξυγιαίνει, ξεκαθαρίζει μέσα στην πολιτική ελευθερία, και γιατί η “ελευθερία” χάνει την αποτελεσματικότητά της, όταν καταντάει προνόμιο».[3] Και προσθέτει επιπλέον για να ενισχύσει την ακαταμάχητη επιχειρηματολογία της: «ο σοσιαλισμός από τη φύση του την ίδια δεν μπορεί να παραχωρηθεί, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με ουκάζια», εννοώντας σαφέστατα, ότι διατάγματα, δηλαδή διοικητικά μέτρα, δεν αποτελούν δομικά στοιχεία του σοσιαλισμού[4]… Παραθέτουμε και μερικά ακόμη σημαντικά αποσπάσματα στο ίδιο θέμα, για να δούμε, τι μεγάλη σημασία είχε για την εξέλιξη του σοβιετικού πειράματος και τα αίτια της αυτοκαταστροφής του «…με τον αποκλεισμό της δημοκρατίας καταστρέφονται οι ζωντανές πηγές κάθε πνευματικού πλούτου και προόδου». Και προσθέτει: «Ο Λένιν και ο Τρότσκι έβαλαν στη θέση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, που βγαίνουν από γενικές εκλογές, τα Σοβιέτ σαν μοναδική πραγματική αντιπροσώπευση των εργαζομένων μαζών. Αλλά πνίγοντας την πολιτική ζωή σ’ όλη τη χώρα, είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα και περισσότερο η ζωή μέσα σ’ αυτά τα ίδια τα Σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα σ’ όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο. Από το νόμο αυτό κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει».[5] Γνωρίζουμε όλοι ότι δεν υπάρχει προοδευτική γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία από τη φύση της είναι ή γίνεται συντηρητική έως αντιδραστική σε οποιαδήποτε κοινωνία και οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή. Η γραφειοκρατία απλώς προσαρμόζεται και τίποτε άλλο. Υπάρχουν κι άλλες τοποθετήσεις πάνω σ’ αυτό το πνεύμα. Κι αυτές οι λίγες παραθέσεις των απόψεων της μεγάλης επαναστάτριας Ρόζας Λούξεμπουργκ αρκούν για να αναδείξουν το πρόβλημα της συγκρότησης της προλεταριακής δικτατορίας ως συστήματος δικτατορικής εξουσίας από μέρους του κόμματος των Μπολσεβίκων επί του ίδιου του προλεταριάτου. Αυτή η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη με τον τρόπο που οργάνωσε ο Λένιν το αυστηρά συγκεντρωτικό και ιεραρχικά δομημένο κόμμα των επαγγελματιών επαναστατών. Παρ’ όλα αυτά θα παραθέσουμε ακόμη δύο αποσπάσματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, για να γίνει το πρόβλημα απόλυτα κατανοητό: «Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι, όταν φτάσει στην εξουσία, να δημιουργήσει, στη θέση της αστικής δημοκρατίας τη σοσιαλιστική δημοκρατία και όχι να καταστρέψει κάθε δημοκρατία». Και τέλος προσθέτει: «Ακόμα αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργό συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[6] Πραγματικά τα επιχειρήματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι συντριπτικά και αφοπλιστικά για τις μεθόδους που ακολούθησε ο Λένιν για την εγκαθίδρυση και εδραίωση της μπολσεβίκικης εξουσίας. Οι απόψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν πολύ προχωρημένες –και μπορούμε να ισχυριστούμε– και «προφητικές» για την εποχή τους. Πάντως συμβαδίζουν εν πολλοίς με το πνεύμα που εξέφραζαν και οι ιδέες του Μαρξ.

Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσουμε και τη μαρτυρία της κριτικής άποψης ενός μοντέρνου στοχαστή, του Κορνήλιου Καστοριάδη, που επιβεβαιώνει με υπερβολή τις απόψεις της Ρ. Λούξεμπουργκ. Σημειώνει τα εξής: «Τους στόχους της προλεταριακής επανάστασης μόνο το ίδιο το προλεταριάτο στο σύνολό του θα μπορέσει να τους πετύχει και κανείς άλλος στη θέση του. Για την πραγματοποίησή τους δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, ούτε καν –και προπαντός– στα ίδια του τα “στελέχη”. Αν το ίδιο το προλεταριάτο, στο σύνολό του, δεν έχει κάθε στιγμή την πρωτοβουλία και τη διεύθυνση των κοινωνικών δραστηριοτήτων, τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, αλλά κυρίως μετά απ’ αυτήν, τότε το μόνο που θα πετύχει θα είναι να αλλάξουν οι αφέντες, και το εκμεταλλευτικό καθεστώς θα ξαναεμφανισθεί, ίσως κάτω από άλλες μορφές, αλλά στο βάθος ίδιο».[7] Οι απόψεις αυτές του Καστοριάδη σαφώς και στρέφονται ενάντια στις επαναστατικές πρακτικές του Λένιν, των μπολσεβίκων γενικότερα, αλλά και όλων των επιγόνων, που θέλουν να αντιγράψουν στο μέλλον τέτοιες πρακτικές.

Σημείωση: Η πρώτη παράθεση έγινε με αφορμή τα κριτικά μου σχόλια σ’ έναν φίλο που έκανε διπλωματική εργασία και αφορά βασικά το κοσμοθεωρητικό θέμα της ελευθερίας και ισότητας.

Η δεύτερη παράθεση προέρχεται από το βιβλίο μου: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, Αθήνα 2006, Εκδ. «Εναλλακτικές Εκδόσεις», σ. 72 75. Φυσικά παραθέτω και σε άλλα γραπτά μου τις θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό απόσπασμα από τις απόψεις της.

Αν υπάρχει ενδιαφέρον μπορώ να στείλω τα δύο κεφάλαια της ανέκδοτης εργασίας μου που έστειλα στον φίλο που προαναφέρω.

Θα μου πείτε βέβαια τι σχέση έχουν όλα τα ανωτέρω με τις διεκδικήσεις μας απέναντι στην Γερμανία. Έχουν και παραέχουν θα ισχυριστώ εγώ, γιατί η βάση των διεκδικήσεών μας δεν είναι η εκδίκηση, για κάνω ένα σχήμα λόγου, αλλά η δικαιοσύνη. Μιλάμε για δικαίωση και αυτό προβάλουμε πάντοτε, ως βάση όλης της επιχειρηματολογίας μας».

3. Παράθεση χαρακτηριστικών παραδειγμάτων

Για να γίνουν «απόλυτα» κατανοητά όλα αυτά που προανάφερα θα παραθέσω ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα

α) Η γερμανική Αριστερά (Die Linke) επιβεβαίωσε την αλληλεγγύη της στο Εθνικό Συμβούλιο διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και έδειξε έμπρακτα την αλληλεγγύη της στα δίκαιο των διεκδικήσεών μας απέναντι στην Γερμανία. Έδειξε την αλληλεγγύη της, γιατί βασίστηκε στο δίκαιο που έχουμε απέναντι στην Γερμανία. Αυτό έχει σημασία.

β) Θεωρώ προσωπικά ότι είμαι ένας Έλληνας πατριώτης, που σέβεται τον πατριωτισμό και των άλλων λαών και εθνών. Με αυτή την έννοια είμαι πρόθυμος να δείξω την διεθνιστική μου αλληλεγγύη, για την οποία τόσο δραματικά μίλησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, με μία όμως προϋπόθεση, που δεν είναι άλλη από τη δικαιοσύνη, δηλαδή το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς κανόνες. Αν λοιπόν, παίρνοντας παράδειγμα τους γείτονές μας, Τούρκους, Σκοπιανούς, Αλβανούς θέλω να δείξω την διεθνιστική μου αλληλεγγύη, πρέπει να την βασίσω στην δικαιοσύνη, γιατί χωρίς δικαιοσύνη δεν ισχύει η αλληλεγγύη. Όταν όμως αυτοί διεκδικούν ένα δωμάτιο ή μερικά δωμάτια από το σπίτι μου, που το έχτισα εδώ και κάποιες χιλιετίες με άπειρες αγώνες και θυσίες, ως Έλληνας, δηλαδή διεκδικούν οι Τούρκοι την Κύπρο, το Μισό Αιγαίο, την Θράκη, αλλά και την Μακεδονία έως την Θεσσαλονίκη, αν οι Σκοπιανοί διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία, αν οι Αλβανοί διεκδικούν την Ήπειρο (Τσαμουριά, όπως λένε), δεν υπάρχει δικαιοσύνη, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και διεθνιστική αλληλεγγύη. Γιατί στην περίπτωση αυτή ενισχύω τον εθνικισμό και όχι τον πατριωτισμό τους και με τον τρόπο αυτό δεν είμαι διεθνιστής, αλλά ο ίδιος εθνικιστής, στηρίζοντας τον εθνικισμό τους. Αυτό είναι ένα το κρατούμενο.

Δεύτερον. Θεωρώ ότι έναν αριστερό δεν πρέπει να τον διακρίνει αλαζονεία, υποκρισία και ιδιοτέλεια. Γιατί το λέω αυτό.

Πολλοί που παριστάνουν τον αριστερό και φέρουν στο μέτωπό τους την ταμπέλα αριστερός λένε με απλά λόγια τα εξής: Ο ΖΥΡΙΖΑ είναι αριστερό κόμμα.

Εγώ είμαι στον ΣΥΡΙΖΑ, άρα είμαι αριστερός. Μια τέτοια βέβαια εξίσωση δεν ευσταθεί και θα προσπαθήσω να το αποδείξω με το κατωτέρω παράδειγμα.
γ)Διαβάζω το πόθεν έσχες των βουλευτών και στέκομαι στο πόθεν έσχες των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Διαβάζω στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», Xρήστος Μπόκας 16/12/2013, ανάμεσα στα άλλα και την ακόλουθη παράθεση για τον Σούπερ – Αριστερό καθηγητή κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο:

«1. Αμιγούς επιθετικής καπιταλιστικής στόχευσης είναι το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του βουλευτή Β’ Αθήνας, κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου, με συνολική αξία κτήσης 457.700 ευρώ και 107.000 αγγλικών λιρών (127.273 ευρώ). Στην κορυφή των προτιμήσεων του υπεύθυνου Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται η Black Rock, η μεγαλύτερη επενδυτική εταιρεία του κόσμου. Στον οικονομικό κολοσσό, που πραγματοποίησε εν μέσω κρίσης την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών τοποθέτησε το ποσό των 130.000 ευρώ αγοράζοντας 11.000 μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων.
Στη δήλωση «πόθεν έσχες» του δε, φιγουράρει και το όνομα της JP Morgan με εγγραφή 1.764 μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων της εταιρείας στην οποία έχουν επιβληθεί από τις αμερικανικές αρχές δυσθεώρητα πρόστιμα, ύψους 13 δισ. δολαρίων, για σκανδαλώδεις αγοροπωλησίες παραγώγων.
Διαθέτει επίσης ομόλογα αξίας 100.000 λιρών Αγγλίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ενώ όσον αφορά στα επίπεδα ρευστότητας του κ. Τσακαλώτου, σε 17 τραπεζικούς λογαριασμούς υπάρχουν συνολικές καταθέσεις 291.000 ευρώ. Η περιουσιακή του κατάσταση συμπληρώνεται από δύο κατοικίες στην Κηφισιά, ένα γραφείο και μία ακόμη οικία στην Πρέβεζα».

Και ερωτώ: Είναι ο ανωτέρω κύριος αριστερός, σύμφωνα με τα κριτήρια που προανάφερα. Αν ναι, τότε πραγματικά η διαστροφή των εννοιών έχει φτάσει σε ανείπωτα στάδια και η ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα. Η απάντηση η δική μου είναι ξεκάθαρα. Ο ανωτέρω κύριος Τσακαλώτος και όλοι οι όμοιοι ή παρόμοιοι Τσακαλώτοι, δεν είναι αριστεροί. Μπορει να είναι ο,τιδήποτε άλλο, αλλά αριστεροί δεν είναι. Γιατί αλλιώς θα τρελαθούμε, αν δεν έχουμε ήδη τρελαθεί, που είναι το πιθανότερο!

Δεν είναι ανεπίτρεπτο να Τσαλακώνουν κάποιοι την νοημοσύνη μας!!!

Και ένα τελευταίο: Δεν απορώ, αλλ’ όμως εξίσταμαι!

Και μιας και μιλάμε και αναλύουμε το νόημα της αλληλεγγύης, τονίζω, για όποιον το καταλαβαίνει, ότι τα γράφω από αλληλεγγύη προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

[1] Ρ. Λούξεμπουργκ, Δημοκρατία και Ελευθερία, στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα Έργα, τόμ. Ι, εκδόσεις «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104
[2] Λέο Τρότσκι, Ο Λένιν, εκδόσεις «Νέοι Στόχοι», Αθήνα, σ. 84
[3] Ρ. Λούξεμπουργκ, Δημοκρατία και Ελευθερία, στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ολα τα Έργα, τόμ. 1, εκδόσεις «Υδροχόος», Αθήνα, 1972, σ. 104
[4] Ρ. Λούξεμπουργκ, ό.π., σ. 105
[5] Ρ. Λούξεμπουργκ, ό.π., σ. 105 

[6] Ρ. Λούξεμπουργκ, ό.π., σ. 110-111
[7] Κ. Καστοριάδης, Η Γραφειοκρατική Κοινωνία, εκδόσεις “Ύψιλον”, Αθήνα 1985, σ. 184

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *