Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
Αθήνα, 29.6.2015
Βιώνουμε αυτήν την περίοδο την αποκορύφωση ενός ακήρυκτου εμφυλίου…
πολέμου, με κύρια αιτία τον εθνικό διχασμό, που ανέκαθεν είχε και έχει
καταστρέψει την Ελλάδα. Κάθε φωνή της σωφροσύνης και λογικής θεωρείται
ύποπτη και συνεπώς απορριπτέα. Επικρατεί ο πάντοτε καταστρεπτικός εθνικός
διχασμός και ο παράλογος φανατισμός, με διάφορες μορφές, αλλά με τις ίδιες
συνέπειες.
Τα φαινόμενα τα έχει περιγράψει ο διαχρονικός δάσκαλος Θουκυδίδης και οι
αλήθειες που περιγράφει και παραθέτω κατωτέρω ισχύει στο ακέραιο αναλογικά
και σήμερα.
Η βασική μου διαπίστωση είναι ότι
1.τα πολιτικά κόμματα και οι καθοδηγούμενες απ’ αυτά συνδικαλιστικές
οργανώσεις, χωρίς καμία εξαίρεση, έχουν καταστρέψει την Ελλάδα και την
οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα που βιώνουμε αυτές τις μέρες και μύρια
έπονται.
2. Συνεπώς εμείς οι Έλληνες φταίμε για ό,τι έχει συμβεί στην πατρίδα μας και
όχι οι ξένοι. Οι ξένοι κοιτάζουν τα δικά τους συμφέροντα καλώς ή κακώς.
3. Τα δύο τρίτα ζούσαν πριν από την κρίση στην παρασιτική κραιπάλη και δεν
νοιάζονταν ούτε ότι κατέστρεφαν τον τόπο, ούτε ότι υποθήκευαν το μέλλον της
νεολαίας, που η μόνη της διέξοδος σωτηρίας είναι η φυγή.
4. Ένα τρίτον του ελληνικού λαού προσπάθησε να κρατήσει, με νύχια και με
δόντια, την αξιοπρέπειά του, μέσα στην γενικότερη παρακμή, σήψη και
αποσύνθεση. Αυτή η κατηγορία υπέφερε τα πάνδεινα. και πριν και τώρα φυσικά
περισσότερο.
4. Οι υπεύθυνοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας απολαμβάνοντας τους καρπούς των
εγκλημάτων τους και ουδείς τους παραπέμπει στην δικαιοσύνη.
5. Εμείς φταίμε και εμείς πρέπει να φροντίσουμε για την σωτηρίας μας. Κανένας
ξένος δεν θα φροντίσει για μας.
Εκ προοιμίου και πριν διαβάσει κανείς τι έλεγε ο Θουκυδίδης το δίδαγμα και η
ενδεδειγμένη σοφή, φρόνιμη, επωφελής λύση για τα σημερινά αδιέξοδα είναι η
εξής απλή πρόταση:
Να καλέσει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας (αυτός είναι ο ρόλος του και όχι το
βόλεμα, αν θέλει να μην είναι ο μοιραίος άνθρωπος) τους αρχηγούς των
κομμάτων, για να βρουν από κοινού την ενδεδειγμένη εθνική λύση. Να μπούνε οι
άφρονες στο περιθώριο και επικρατήσει η λογική, γιατί λύση υπάρχει, αλλά
κάτω από δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον να θέλει κάποιος την λύση και να έχει την βούληση γι’ αυτό και
δεύτερον να έχει την ικανότητα να βρει την σωστή λύση, που θα υπηρετεί την
εθνική στρατηγική και όχι την προσωπική η κομματική, όπως τόνισε ο μεγάλος
Έλληνας στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης:«Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε
“δεξιά”, ούτε “αριστερή”, ούτε “εθνικιστική”, ούτε “διεθνιστική”. Είναι τα
πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης περίστασης. Αλίμονο στη χώρα
και την πολιτική της ηγεσία, αν ερμηνεύει την συγκεκριμένη κατάσταση με
“δεξιές” ή “αριστερές” προτιμήσεις”.
Στην σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων δύο προτάσεις ακόμη πρέπει να
προταθούν και αποφασιστούν από κοινού. Το πρώτον είναι η απομείωση του
χρέους και το δεύτερο είναι η ενίσχυση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της
χώρας και η απασχόληση. Όλα τα άλλα συμπεριλαμβάνονται στην πρόταση της
κυβέρνησης. Με μια τέτοια πρόταση μπορεί να ξεκινήσουν πάλι οι
διαπραγματεύσεις. Το δημοψήφισμα είτε υπέρ είτε κατά δεν έχει κανένα νόημα,
γιατί δεν οδηγεί σε λύση, παρά σε πάρα πέρα καταστροφικές περιπέτειες, που
μπορεί να είναι μοιραίες.
Η ιστορία μας διδάσκει, αν θέλουμε να ακούσουμε την φωνή της. Ιδού τι λέει με
το στόμα του Θουκυδίδη, που παραθέτω στο βιβλίο μου Ο μύθος του Ανδρέα ή
οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η
πρακτική τους κατάληξη.1
Η περίοδος από τον εμφύλιο ως το πραξικόπημα της χούντας το 1967
Ο εμφύλιος και ο σπαρακτικός εμφύλιος διχασμός που ακολούθησε μετά την
εποποιία της ηρωικής παλλαϊκής Εθνικής Αντίστασης, με χαρακτήρα σαφώς
εθνικοαπελευθερωτικό, με έμφαση στον δημοκρατικό πατριωτισμό, άφησε μια βαριά
και τραγική κληρονομιά στην ιστορική πορεία του τόπου. Ό,τι άφησε πίσω της η
κατοχή, ισοπέδωσε τελείως ο εμφύλιος. Πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες και τις
ολοκληρωτικές καταστροφές, δημιούργησε φοβερά μίση και πάθη στην ελληνική
κοινωνία, που τα τραύματά της δεν έχουν επουλωθεί έως σήμερα. Αυτή η επάρατος
«νόσος», που λέγεται διχόνοια στην Ελλάδα, έχει δημιουργήσει μύριες καταστροφές
στον τόπο και το θλιβερό: από δική μας υπαιτιότητα, εννοώ την υπαιτιότητα των
πολιτικών φορέων, που είχαν εμπλακεί σ’ αυτή τη διαδικασία. Όποιος έζησε από
κοντά αφενός την ανάταση του έθνους με την Εθνική Αντίσταση και αφετέρου την
ασύλληπτη, αιματηρή τραγικότητα του εμφυλίου, του εμφύλιου σπαραγμού, είναι
υποχρεωμένος να ομολογήσει ειλικρινά ότι δεν υπάρχει πιο τραγικό συμβάν στην
ανθρώπινη ιστορία από έναν εμφύλιο. Κατά την άποψή μου η κατοχή της Ελλάδας,
σε σύγκριση με τον εμφύλιο, μόνο παρένθεση μπορεί να θεωρηθεί. Κι αυτό γιατί,
παρά τις συνέπειες της κατοχής, υπήρξε η ενότητα και συνοχή των Ελλήνων και μια
απελευθερωτική δυναμική, που αν δεν ανακόπτονταν από τα λάθη της αριστερής
ηγεσίας, η μοίρα της Ελλάδας θα ήταν ασύγκριτα καλύτερη από τη σημερινή, γιατί θα
απελευθέρωνε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του λαού, για ένα λαμπρό μέλλον. Το
άλλοθι ότι για όλα φταίνε οι ξένοι, μόνο ως απόσειση ευθυνών μπορεί να θεωρηθεί.
Τα λάθη δεν είναι λάθη που οφείλονται σε ξένους. Οι ξένοι κάνουν τη δουλειά τους,
είτε απ’ τα δεξιά είτε απ’ τα αριστερά, είτε από την Δύση είτε από την Ανατολή,
εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα, και μπορούμε να πούμε με υπερβολή ότι
«καλώς πράττουν». Όμως οι Έλληνες φέρουν ανέκαθεν την ευθύνη, με τη διχόνοια
1 Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του
ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2007, σ.
87-90.
που τους διακρίνει και την εξάρτηση «οποιουδήποτε χρώματος», σαν κατάρα από την
αρχαιότητα ως σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, τόσο για
τη Μικρασιατική Καταστροφή, όσο και για την Κύπρο υπαίτιοι κατά βάση είναι οι
Έλληνες, για να περιοριστούμε στην πρόσφατη ιστορία μας. Βέβαια με καταλογισμό
ευθυνών, στις παρατάξεις που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Μεγαλουργούσαμε
όταν ήμασταν ενωμένοι και υφιστάμεθα τις μεγαλύτερες καταστροφές, όταν είμαστε
διαιρεμένοι από την επάρατη διχόνοια και εξαρτημένοι από ξένα κέντρα είτε της
Δύσης είτε της Ανατολής.
Για να καταλάβουμε την απλή αυτή αλήθεια και να δούμε το μέγεθος των αρνητικών
συνεπειών μιας εμφύλιας σύρραξης, δεν χρειάζεται παρά να ανατρέξουμε στον
Θουκυδίδη, που περιγράφει το διαχρονικό αυτό φαινόμενο με τον πιο αναλυτικό
τρόπο. Θα αναφέρουμε μόνο ένα μικρό απόσπασμα, για να συνειδητοποιήσουμε την
τραγικότητα του εμφυλίου: «Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και
προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί
κανείς να πει ότι ολόκληρος ο ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν
εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν
και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμονίους. Όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε
πρόφαση, ούτε τη διάθεση να τους καλούν για βοήθεια. Με τον πόλεμο όμως καθεμιά
από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρει ευκαιρία να
προκαλέσει εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψει τους αντιπάλους της και να
ενισχυθεί η ίδια για να ανατρέψει το πολίτευμα. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν
μεγάλες και αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα
γίνονται πάντα, όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να
είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή, ανάλογα με τις
περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι
άνθρωποι είναι ήρεμοι, γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Άλλ’ όταν έρθει ο
πόλεμος, που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος
της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους, σύμφωνα με τις καταστάσεις που
δημιουργεί. Ο εμφύλιος πόλεμος λοιπόν μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι
όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν
να υπερβάλουν σε επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις.
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων.
Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική
διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η
σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ
η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε
πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε
αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος… Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος
δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να
επιχειρήσουν ο,τιδήποτε, χωρίς δισταγμό και τούτο, γιατί τα κόμματα δεν
σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά αντίθετα, για
να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας … Καμιά από τις δύο
παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό και εκτιμούσε περισσότερο όσους
κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις… Έτσι οι εμφύλιοι
σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθεί σ’ όλον τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφής κακία
και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι
καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε».2
2 Θουκυδίδου, ιστορίας Γ΄, 82 – 84.
Αυτά έγραφε ο μέγας ιστορικός Θουκυδίδης για την τότε εποχή. Ποιος μπορεί όμως
να αρνηθεί ότι ισχύουν τα ίδια σε γενικές γραμμές και για τον εμφύλιο 1947 – 49,
όπως και για τις άλλες εμφύλιες συρράξεις, αλλά και εν μέρει για ορισμένα
εκφυλιστικά φαινόμενα της μεταπολίτευσης; Τη θλιβερή αυτή εμπειρία, που
περιγράφει ο μέγας ιστορικός, βίωσα και ο ίδιος. Ήταν μια εμπειρία απίστευτα
συγκλονιστική.
Ο εμφύλιος, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε ακόμη στο συλλογικό υποσυνείδητο,
διαίρεσε ως γνωστόν την ελληνική κοινωνία σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τη
«Δεξιά» και την «Αριστερά». Η πρώτη στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου και με τη
στήριξη των «συμμάχων», πρώτα των Άγγλων και κατόπιν των ΗΠΑ, έγινε, μετά τη
συντριβή των κομμουνιστών, ο απόλυτος νομέας της εξουσίας, με όλα τα προνόμια
και αγαθά του κομματικού κράτους, του λεγόμενου κράτους της δεξιάς. Ποιος
εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας μπορεί να αρνηθεί ότι ο εμφύλιος επέφερε
απερίγραπτες καταστροφές; Καταστροφές που είχαν συνέπεια όχι μόνο τη φυσική,
πολιτική, ηθική, οικονομική και κοινωνική εξόντωση της Αριστεράς, με τις
θανατικές καταδίκες, τις εξορίες, τους βασανισμούς, τις διαρκείς διώξεις και την
καταρράκωση των πανανθρώπινων αξιών καθώς και την εξαχρείωση των ηθών και
δημοκρατικών αρχών, αλλά και την περιθωριοποίηση ολόκληρου του προοδευτικού,
δημοκρατικού λαού, που θεωρούσε ότι εμφορείται από αυτές τις αξίες; Ποιος μπορεί
να αρνηθεί την αλήθεια, ότι η «κατάρα» του εμφυλίου επενεργεί και σήμερα ακόμη
αρνητικά στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας; Και αυτό οφείλεται σ’ έναν
βαθμό στο γεγονός ότι παραμένει σκοτεινή και ανεξερεύνητη αυτή η τραγική
ιστορία. Και αυτό πάλι με τη σειρά του συμβαίνει, γιατί θα αποκαλύψει αλήθειες που
είναι δυσβάσταχτες για τη συνείδηση των Ελλήνων. Αρκούμεθα και προτιμούμε τους
μύθους, δηλαδή την αποσιώπηση της αλήθειας, για να μην βλέπουμε κατάματα την
θλιβερή και τραγική πραγματικότητα. Το μέγεθος της τραγωδίας του εμφυλίου είναι
βαρύ ακόμη και για τους ώμους των ιστορικών, που θα αποτολμούσαν να
αποκαταστήσουν την ιστορική αλήθεια. Αυτή η αλήθεια, αν καταφέρουν να την
συλλάβουν και την εκφράσουν, θα έχει σαν άμεσο κίνδυνο να τους συντρίψει. Θα
πέσουν απάνω τους θεοί και δαίμονες για να τους διαβάλλουν και αφοπλίσουν.
Παρεμπιπτόντως γνωστή είναι η ρήση: Την ιστορία την γράφουν οι νικητές, αλλά θα
πρόσθετα προσωπικά ότι την διαστρεβλώνουν και οι νικημένοι. Κάτι ανάλογο έγινε
και με τον φάκελο της Κύπρου. Δεν αποτολμούν οι δυνάμεις που εξουσιάζουν την
Ελλάδα να αποκαλύψουν το αποτρόπαιο έγκλημα, γιατί τότε θα απεκαλύπτετο «Τις
πταίει». Η σύγχρονη Ελλάδα ζει μέσα στο ψέμα, γιατί οι ιθύνοντες (υπεύθυνοι) δεν
μπορούν απέναντι στον λαό να σηκώσουν το βάρος της αλήθειας. Η σκληρή αλήθεια
απωθείται στο ατομικό ή συλλογικό υποσυνείδητο. Έτσι όμως δεν υπάρχει λύτρωση
και το δράμα συνεχίζεται.