‘’ἄγαλμα πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται’’ ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΔΑ
Στὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου αἰῶνα, ἕνας Αὐστριακὸς συλλέκτης ἔργων τέχνης, ἀγόρασε σὲ δημοπρασία τὸν πίνακα…
Σήμερα, ἡ λεγόμενη ‘’ἀφηρημένη τέχνη’’ ἔχει ἐπικρατήσει σὲ ὅλες τὶς μοφρὲς τῆς καλῆς τέχνης, μὲ συνέπεια νὰ μὴν εἶναι πλέον οὔτε καλή, οὔτε τέχνη. Ἐξαμβλώματα σαπρῶν ἐγκεφάλων καὶ ἀτάλαντων χειρῶν στολίζουν πάρκα, δημόσια κτίρια, ἐκπαιδευτήρια(ἀλοίμονό μας), οἰκίες, χώρους διασκεδάσεως.
Οἱ πίνακες ζωγραφικῆς παρουσιάζουν κάτι λεκέδες. Τὰ ἀγάλματα μόνο ἀγαλλίαση δὲν προκαλοῦν. Ἡ μουσικὴ προσβάλλει τὶς Μούσες. Ἡ ποίηση, πλὴν ἐξαιρέσεων, ἀναδεικνύει κάτι ἔμμετρα παραληρήματα φαντασιῶν φρενοβλαβῶν ἤ χασισοεμποτισμένων βαρβάρων. Ἡ σύγχρονη ἀρχιτεκτονικὴ παράγει κάτι χονδροκομμένους βαρεῖς ὄγκους, καθόλου ἐναρμονισμένους μὲ τὸ περιβάλλον, που μόνο γιὰ ἐνδιαιτήματα τῶν κατοίκων τῆς Μόρντορ ἁρμόζουν.
Ἐξέλειπε ἡ ἁρμονία, τὸ κάλλος τῶν γραμμῶν, ἡ χάρις τῶν χρωμάτων, ἡ καλαισθησία, τὸ ἑλληνικὸν μέτρον. Ἀναφέρομαι εἰδικὰ στὸ τελευταῖο, διότι μέχρι σήμερα οὐδεὶς κατάφερε νὰ τὸ ξεπεράση ποιοτικά. Οἱ βάνδαλοι, οἱ χθεσινοὶ καταστροφεῖς, εἶναι οἱ σημερινοὶ τεχνοποιοί, κατὰ τὰ φαινόμενα. Ὁ πολιτισμὸς ἔχει παρακμάσει. Ἔνδειξη τῆς παρακμῆς αὐτῆς εἶναι ἡ καλλιτεχνικὴ παρακμὴ καὶ βαρβαρότητα.
Κάτι βαμμένες ἀγελάδες στὶς πρωτεύουσες τοῦ κόσμου. Κάτι εἰκαστικὲς θολοκουλτουριάρικες σαχλαμάρες, που προσβάλλουν θρησκευτικὰ σύμβολα. Κάτι τρομακτικὲς κατασκευὲς ἀπὸ ἀνακυκλώσιμα ὑλικά. Ἡ ἐκφυλισμένη τέχνη προωθεῖται συστηματικὰ ἀπὸ αὐτοὺς που μᾶς θέλουν ἐκφυλισμένους βαρβάρους, προκειμένου νὰ μὴν ὀρθοποδήσουμε ποτέ. Μᾶς θέλουν καθυστερημένους λοβοτομημένους πολῖτες. Σημαντικὸς παράγων γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐναρέτων πολιτῶν εἶναι τὸ περιβάλλον ὅπου ζοῦν. Ἕνα ἄσχημο περιβάλλον δὲν θὰ γεννήση δεύτερο Ἐλύτη ἤ Φειδία καὶ γενικὰ ἐλεύθερο καὶ ὡραῖο ἄνθρωπο. Ἡ ἀσχήμια που ἀντικρύζουμε παιδιόθεν στὸ ἀνθρωπογενὲς περιβάλλον μας, ἀποτυπώνεται στὸν ψυχισμὸ μας.
Θλίβομαι που στὴν χώρα τοῦ κάλλους, που γέννησε τὸν ὅντως Πολιτισμό, ἡ τέχνη τοῦ ἐκφυλισμοῦ ἔχει πέραση. Οἱ Ἕλληνες, ἔχουμε μεγίστη εὐθύνη νὰ ἐπαναφέρουμε τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ὀμορφιὰ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἔχουμε ἄλλον φυσικὸ προορισμό, ἀπὸ τὸ νὰ διδάσκουμε καὶ νὰ σώζουμε τὴν ἀνθρωπότητα, πρὶν καὶ κατόπιν ἑκάστου κατακλυσμοῦ διαχρονικά;
Οἱ σημερινὲς καλλιτεχνικὲς ἐκθέσεις, πλὴν ὀλιγων ἐξαιρέσεων, εἶναι γελοιότητα. Κατὰ κανόνα, παρουσιάζουν κάτι δημιουργίες ψευτοπροοδευτικῶν ἀριστερῶν καὶ διαφόρων περιθωριακῶν στοιχείων, που μόνο καλλιτέχνες δὲν πρέπει νὰ λέγονται. Κομψὲς κυρίες καὶ εὐγενικοὶ κύριοι μὲ βαθυστόχαστα βλέμματα, κοιτοῦν ἐπὶ ὧρες δυὸ σκουριασμένα κονσερβοκούτια που τὸ ἕνα ἀκουμπᾶ τὸ ἄλλο. Πίσω, ὁ γεννήτωρ τοῦ ἐμετικοῦ κατασκευάσματος, στέκει ἀπόκοσμος, ἀλλόκοτος, βλοσυρός, ἐξουθενωμένος κατόπιν τῆς ψυχοφθόρου πολυημέρου προσπάθειας νὰ ταιριάξη τὰ κονσερβοκούτια. Παραδίπλα, ἕνας κριτικός τέχνης, μακρυμάλλης ἤ φαλακρός, φορεῖ γυαλιὰ μὲ χονδρὸ κόκκινο σκελετὸ καὶ ρόζ φουλάριˑ ἔχει ὕφος δέκα καρδιναλίων καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια κρίνει ἀφ’ ὀλυμπίου ὕψους τὸ ἔργο. Ἤπιε ἤδη τρία ποτήρια κόκκινο κρασὶ καὶ θὰ φύγη ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν ἔκθεση, μὲ βλέμμα ἀχαρακτήριστα αἰνιγματικό. Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα τοῦ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ κριτικοί, εἶναι τὸ παρακάτω.
Κάποτε ἕνας Σουηδὸς δημοσιογράφος προώθησε σὲ ἔκθεση τὸ ἔργο τοῦ διάσημου ἀβαγκαρδιστῆ ζωγράφου Pierre Brasseur. Ἕνας ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων κριτικῶν ἔργων τέχνης ἀπεφάνθη ὅτι ‘’-Ὁ Brassεeur ἐφαρμόζει δυνατὲς καὶ σκληρὲς πινελιές ἀλλὰ προϋπολογίζει τὴν παραμικρὴ γραμμή.Τὸ πινέλο του χορεύει ἐπὶ τοῦ καμβᾶ μὲ ἕναν ἄγριο ἐκλεπτυσμό.Ὁ Brasseur εἶναι καλλιτέχνης που ἐκφράζεται μὲ τὴν λεπτότητα ἕνὸς χορευτῆ μπαλέτου’’. Ὅταν ἡ ἀπάτη ἀπεκαλύφθη, διότι ὁ καλλιτέχνης δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ ἕναν χιμπαντζῆ, ὁ κριτικὸς ἔδειξε νὰ τὰ ’χει χαμένα, ὡστόσο συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ πίνακας εἶναι ὁ καλλίτερος στὴν ἔκθεση. Ἐν τέλει, ἡ ζωγραφιὰ τῆς μαϊμοῡς ἐπωλήθη ἔναντι 90 δολλαρίων σὲ ἰδιώτη.
Θεωρῶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι που ἐπισκέπτονται τέτοιες ἐκθέσεις καὶ κοιτοῦν μὲ ἐκτασιασμὸ ὅποια μποῦρδα τοὺς πλασάρουν γιὰ ἀσύλληπτο δημιούργημα, δὲν ἔχουν τὴν εἰλικρίνεια νὰ παραδεχθοῦν-πόσο μᾶλλον νὰ καταγγείλουν-ὅτι αὐτὸ που βλέπουν εἶναι ἀηδιαστικὰ κακάσχημο. Φοβοῦνται μὴ θεωρηθοῦν ἀστοιχείωτοι καὶ ἀγροίκοι. Χειρότεραˑ ἀγοράζουν τὰ ἔργα καὶ κοσμοῦν τὰ σπίτια τους. Εἶναι ὁμαδικὴ παράνοια που βασίζεται στὸ σύμπλεγμα φόβου νὰ γελοιοποιηθοῦν δημοσίως, σὲ συνδυασμὸ μὲ μία παράλογη ἀβεβαιότητα καὶ ἀνασφάλεια γιὰ τὴν προσωπικὴ κρίση καὶ ἀντίληψη. Ἔτσι, γίνονται ἀντικείμενο οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τὸν κάθε τυχάρπαστο καὶ φορεῖς διάδοσης τῆς πολιτισμικῆς παρακμῆς καὶ σαπίλας.
Ὅσοι δὲν κατανοοῦμε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀφηρημένης τέχνης, εἴμαστε ἀγράμματοι, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε τὶ θέλει νὰ πῆ ὁ ποιητής καὶ γενικά, δὲν εἶναι γιὰ τὸ ἐπίπεδό μας. Ἀπὸ πότε, κύριοι, ἡ τέχνη ἀπευθύνεται σὲ μιὰ κατηγορία δήθεν ἐκλεπτυσμένων ἀνθρώπων; Ἡ τέχνη δὲν ἀπευθύνεται γενικὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο, προκειμένου νὰ διαπλάση ἤθος, νὰ διδάξη, νὰ προβληματίση;
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς ἐκεῖνο τὸ περιστατικὸ στὸν Δῆμο Ἀθηναίων, ὅταν δημοτικοὶ ὑπάλληλοι μάζεψαν γιὰ τὰ μπάζα ἕνα τεράστιο μεταλλικὸ ἀκέφαλο χονδροκομμένο πρᾶγμα που κρατοῦσε κάτι ἔγχορδο, καὶ μετὰ ἡ ἀστυνομὶα ἔψαχνε τὸν κλέπτη που ἅρπαξε τὸ γλυπτὸ που κόστισε ἑκατομμύρια στὸν δημοτικὸ προϋπολογισμό! Οἱ δημοτικοὶ ὑπάλληλοι, ἄν καὶ ἐν ἀγνοία τους, ἐνήργησαν ὡς λογικοὶ ἄνθρωποι. Πάντως, τὸ γεγονὸς τῆς λήψης ἀποφάσεων τέτοιου ‘’καλλωπισμοῦ’’ τῶν πόλεων, εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῶν διαφόρων δημάρχων…
Ἄς παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀφηρημένη τέχνη εἶναι μιὰ ἀπάτη. Ποιὸς δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχθεῖ στὸν ἑαυτὸ του τουλάχιστον, ὅτι ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Πικάσσο εἶναι σκέτη ἀηδία; Τὸ παραδεχόταν καὶ ὁ ἴδιος. Κάτι γεωμετρικὰ σχήματα, κάτι χαώδη ὀρνιθοσκαλίσματα, κάτι σκέτα μονόχρομα τετράπλευρα, δὲν εἶναι τέχνη.
Οἱ καλλιτέχνες τῆς παρακμῆς χρησιμοποιοῦν ὁποιοδήποτε ὑλικό καὶ πρᾶγμα. Σύρματα, βίδες, βότσαλα, ὁδοντόβουρτσες, πάνες… Στὴν Ξάνθη, ὅπου διαμένω, δὲν ἔχετε παρὰ νὰ ἐπισκεφθῆτε τὴν Παλιά Πόλη καὶ τὸ λεγόμενο ‘’Μονοπάτι τῆς ζωῆς’’. Διάφορα σκουριασμένα συρμάτινα ἐκτρώματα κάποιου Θ.Μαυρουδῆ, παρουσιάζονται στὰ πιὸ πολυσύχναστα σημεία. Τὸ Ἵδρυμα Θρακικῆς Τέχνης καὶ Παράδοσης κοσμεῖται ἐσωτερικὰ ἀπὸ διάφορες ἀχαρακτήριστες ἀλουμινοκατασκευές. Ὑπάρχει ἕνα αἶσχος ἀπὸ σύρματα καὶ κονσερβοκούτια, που ἀναπαριστᾶ τὸν Ἐσταυρωμένο! Δὲν ἀναφέρομαι κἄν σὲ ’κεῖνο τὸ ἀπαίσιο πρᾶγμα που κοσμεῖ τὴν εἴσοδο τῆς πόλης καὶ εἶναι κάτι ἀνάμεσα σὲ ἀνανᾱ καὶ αὐγὸ δεινοσαύρου. Καμμία ἐπίσημη διαμαρτυρία ἐδῶ καὶ χρόνια.
Τὸ ὅλο θέμα μοῦ φέρνει στὸν νοῦ ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ παραμύθι. Κάποιος ἔξυπνος ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ὁ κορυφαῖος ἀνυφαντὴς καὶ ὅτι χρησιμοποιεῖ νήματα που μόνον οἱ βλάκες ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν. «Ὑφαίνει» γιὰ τὸν βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος δὲν παραδέχεται ὅτι δὲν βλέπει τὸ ροῦχο του, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ὑπήκοοι, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῆ βλάκας. Ἐμφανίζεται παντοῦ γυμνός. Ὅλοι σιωποῦν φοβούμενοι μὴν ἀποκαλυφθῆ ὅτι εἶναι βλάκες, ὥσπου μιὰ μέρα, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δημόσιες ἐμφανήσεις τοῦ βασιλιᾶ, ἕνα μικρὸ παιδάκι πετάχτηκε ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ φώναξε ‘’Μὰ ὁ βασιλιᾶς εἶναι γυμνός!’’.
Σπάρτακος Τανασίδης
tanasidisspartakos@yahoo.gr
Use Facebook to Comment on this Post