Του Δαμιανού Βασιλειάδη*
Διαβάστε την κατωτέρω ανάλυση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου: Ο μύθος του Ανδρέα, ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη, για να καταλάβετε. (για όσους θέλουν να μάθουν την αλήθεια, Μέρος έκτο, κεφάλαιο ενδέκατο, εκδόσεις «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2007, του οποίου απόσπασμα δημοσιεύουμε, σ. 399-351.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ: Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ 3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Ι. «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»
Το ΠΑΣΟΚ σύμφωνα με τη διακήρυξή του ήθελε να είναι φορέας του Λαϊκού Κινήματος και μάλιστα πρωτοποριακός. Η επιλογή των στρατηγικών του στόχων και η ιεράρχησή τους δεν έγινε τυχαία, όπως είδαμε σε μια συγκεκριμένη ανάλυση του ελλαδικού και εξωελλαδικού χώρου, με το γνωστό ερμηνευτικό σχήμα «μητρόπολη – περιφέρεια». Οι προτεραιότητες που καθορίστηκαν αποτελούσαν απάντηση σ’ αυτήν την ανάλυση, διαμορφώνοντας την προοπτική του.
Αναγκαία στο θέμα αυτό είναι η εξέταση ενός κρίσιμου σημείου, που αφορά τη βασική αντίθεση ανάμεσα στους στόχους, με την ιεράρχησή τους και τον τρόπο που ακολουθείται για την πραγμάτωσή τους από τον πολιτικό φορέα. Στην προκείμενη περίπτωση από το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του. Εδώ προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα θεωρίας και πράξης και της διαλεκτικής ή μη διαλεκτικής τους σχέσης. Και είναι αυτονόητο πως χωρίς διαλεκτική σχέση δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει πρόοδος.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, πως με το να κάνει κάποιος πολιτικός φορέας ή κάποιο άτομο τις πιο τέλειες αναλύσεις που μπορούν να υπάρξουν και να διατυπώνει στόχους που ανταποκρίνονται σ’ αυτές τις αναλύσεις, δεν σημαίνει αυτόματα και αναγκαστικά ότι πετυχαίνει και την πραγματοποίηση αυτών των στόχων στην αντικειμενική πραγματικότητα. Χρειάζονται κάποιες άλλες προϋποθέσεις. Τα λόγια, όσο επαναστατικά κι αν είναι, έχουν έναν εξωπραγματικό, μεταφυσικό χαρακτήρα, όσο δεν γίνονται πράξη. Από την πράξη θα κριθούν και τα λόγια (θεωρητικές θέσεις) κι όχι αντίστροφα. Γιατί η πράξη είναι σε τελευταία ανάλυση το κριτήριο της αλήθειας, όπως πολλές φορές έχω τονίσει. Εάν αυτή είναι αντίθετη ή διάφορη από εκείνη που εκφράζεται θεωρητικά, τότε σημαίνει οπωσδήποτε πως όχι μόνο έχουμε αντιδιαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, αλλά ότι σε πράξη μετουσιώνεται και επενεργεί μια άλλη ιδεολογία απ’ αυτήν που διατυμπανίζεται στις θεωρητικές διακηρύξεις και αυτή η άλλη ιδεολογία είναι φυσικά η αστική. Η σχέση αυτή εκφράζεται με τη διατύπωση:
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.
Τι συμβαίνει δηλαδή. Ενώ οι θεωρητικές διακηρύξεις είναι έκφραση μιας αριστερής (σοσιαλιστικής) ιδεολογίας, η πράξη ακολουθεί τη νομοτέλεια μιας άλλης ιδεολογίας, που θα την χαρακτήριζα αστική, σύμφωνα και με την γνώμη του Νίκου Νικολαϊδη που παρέθεσα πιο πάνω.
Ανάμεσα στην ιδεολογία και την πολιτική πρακτική παρεμβάλλεται πάντοτε ο πολιτικός φορέας που καλείται από τη φύση του να υλοποιήσει την πολιτική που καθορίζει η ιδεολογία. Αν η δομή του πολιτικού φορέα είναι αυταρχική, τότε φυσικά η λεγόμενη αριστερή ιδεολογία αποτελεί πρόσχημα. Δεν είναι δυνατόν με αυταρχική οργανωτική δομή του πολιτικού φορέα να πραγματώσεις την απελευθέρωση της κοινωνίας από την καταπίεση και εκμετάλλευση. Αυτή η αστική ιδεολογία παρουσιάζεται στην Ελλάδα με τα χαρακτηριστικά του γνωστού παλαιοκομματισμού, που στην περίοδο της Πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη μεταφράστηκε ως εκσυγχρονισμός. Μπορεί φυσικά να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, όμως η μορφή της είναι πατερναλιστική. Επαφίεται στον ηγέτη ή του ηγέτες. Βασικός στόχος αυτής της πολιτικής πρακτικής είναι η ανακοπή ή αναχαίτιση κάθε διαδικασίας απελευθέρωσης του λαού, των λαϊκών δυνάμεων, που μόνο αυτές είναι σε θέση να φέρουν την αλλαγή και που μόνο με τη συμμετοχή τους είναι δυνατή.
Σήμερα η παλαιοκομματική μεθοδολογία δεν είναι η ίδια που ήταν χθες. Εξελίσσεται κι αυτή, «εκσυγχρονίζεται» και προσαρμόζεται στα καινούργια δεδομένα. Σήμερα, εκτός από τη «φεουδαρχική σχέση ανάμεσα σε ηγέτες και βουλευτές, ανάμεσα σε βουλευτές και κομματάρχες, ανάμεσα σε κομματάρχες (ψηφοπατέρες) και ψηφοφόρους», υπάρχουν και οι οργανώσεις βάσης, οι οποίες διαμορφώνονται (διαβρώνονται) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παίζουν το ρόλο του κομματάρχη και του κομματικού – γραφειοκρατικού μηχανισμού.[1]Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούσαν γραφεία εύρεσης εργασίας για τους ημετέρους. Οι Επιτροπές Πρωτοβουλίας, ως Τοπικές Οργανώσεις αργότερα, μεταβλήθηκαν με την πάροδο του χρόνου σε τέτοιους μηχανισμούς. Έτσι η πλειοψηφία της κοινωνίας εγκλωβίζεται μέσα στο πελατειακό σύστημα των αστικών κομμάτων εξουσίας, γιατί ελπίζει την επιβίωσή της στους μηχανισμούς αυτούς. Ο κατακερματισμός και η γενικότερη παθογένεια της Αριστεράς αδυνατεί να προβάλλει μια ελκυστική εναλλακτική πρόταση.
Ο πολιτικός φορέας που επαγγέλλεται τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό σε μια κοινωνία, πρέπει να είναι το πρότυπο γι’ αυτή την κοινωνία. Και την απελευθέρωση που θέλει να πετύχει γι’ αυτήν, θα πρέπει να την εφαρμόσει πρώτ’ απ’ όλα στους ίδιους της τους κόλπους. Η επανάσταση (ποιοτική αλλαγή) πρέπει να γίνει μέσα στον πολιτικό φορέα για να είναι πειστική και για να δημιουργήσει την προοπτική, όποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν, να την εφαρμόσει στην κοινωνία που θέλει να αλλάξει.
Αυτή ήταν άλλωστε και η έννοια που ήθελε να εκφράσει και ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, όταν σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα νέα», 8.10.74, είπε τα σοφά: «Είναι αδύνατο να επαγγέλλεσαι δημοκρατία για το έθνος κι εσύ να μην την εφαρμόζεις ο ίδιος μέσα στους κόλπους σου, στους κόλπους του κόμματός σου ή του κινήματος». Εδώ ισχύει το γνωστό: «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Η «ελεύθερη δημοκρατική έκφραση της βάσης» και η «δέσμευση της ηγεσίας», που διακηρύσσονταν στη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, άρχισαν να γίνονται έννοιες άγνωστες μέσα στο ΠΑΣΟΚ, επειδή με τον εθισμό που φέρνει ο χρόνος, το αισθητήριο για τέτοιες έννοιες αμβλύνεται, μαραζώνει και τελικά αποθνήσκει. Έτσι δεν κάνει πια αίσθηση η έλλειψή τους. Ο σκλάβος που έχει συνηθίσει στη σκλαβιά, είναι δύσκολο να νιώσει από μόνος του την ανάγκη και το πάθος της ελευθερίας. Η «σοσιαλιστική» ιδεολογία εξοβελίστηκε. Οι παλαιοκομματικές πρακτικές θεωρούνταν πια «σοσιαλιστικές», μια και τις εφάρμοζε ο «σοσιαλιστικός φορέας» και η «χαρισματική σοσιαλιστική ηγεσία του!».
Τα ερωτήματα ωστόσο είναι αμείλικτα:
Ποια εθνική ανεξαρτησία θα πετύχουν τα στελέχη ενός κινήματος, που είναι εξαρτημένα από ένα κέντρο αποφάσεων στο οποίο δεν έχουν πρόσβαση και το οποίο δεν ελέγχουν;
Ποια λαϊκή κυριαρχία θα πετύχουν τα στελέχη ενός πολιτικού φορέα, όταν δεν μετέχουν καν στις αποφάσεις που τους αφορούν, αλλά γι’ αυτούς αποφασίζει η ηγεσία;
Είναι δυνατόν ένας πολιτικός φορέας, που δεν εφαρμόζει ο ίδιος στους κόλπους του τις αρχές που διακηρύττει, για να γίνουν πράξη, βίωμα, τρόπος ζωής και παράδειγμα, να πετύχει την εφαρμογή τους και την επιτυχία τους για τους άλλους; Είναι, τέλος, δυνατό ο ελληνικός δρόμος για τον σοσιαλισμό να γίνει με καπιταλιστική πρακτική;
Ίσως αναρωτηθεί κάποιος και δικαιολογημένα: Μα τα λόγια, οι θεωρίες, οι διακηρύξεις δεν έχουν καμία αξία; Η απάντηση: Φυσικά και έχουν. Αλλά μόνο κάτω από μια προϋπόθεση απαράβατη, όπως επανειλημμένα έχω τονίσει, ότι όλα κρίνονται από τις πράξεις και μόνο από τις πράξεις. Αλλιώς τι κάνουμε. Πρεσβεύουμε για τους άλλους σοσιαλισμό, εμείς όμως ζούμε και πράττουμε σύμφωνα με τα κελεύσματα και τους κανόνες της φιλελεύθερης, συντηρητικής, αστικής ιδεολογίας;
Πώς να διαπαιδαγωγήσουμε σοσιαλιστικά τον ελληνικό λαό, όταν δεν έχουμε διαπαιδαγωγήσει σοσιαλιστικά ή απλώς δημοκρατικά τον ίδιο τον εαυτό μας;
Η διαπίστωσή μας: Σοσιαλιστικός φορέας που άλλα επαγγέλλεται στη θεωρία και άλλα κάνει στην πράξη, δεν μπορεί να είναι σοσιαλιστικός φορέας.
Αυτή η αλήθεια εκφράζεται και με αντίστροφη ιεράρχηση των στόχων της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη και διατυπώνεται ως εξής: Σε μια περιφερειακή χώρα του παγκόσμιου καπιταλισμού, (αλλά ανεξάρτητα ακόμη και απ’ αυτή τη θεωρητική ερμηνεία» η πραγματοποίηση της εθνικής ανεξαρτησίας, που είναι προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας, που με τη σειρά της είναι προϋπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι δυνατή μόνο και εφόσον, όταν μέσα στον πολιτικό φορέα η πολιτική δημοκρατία (με την έννοια της συμμετοχής στις αποφάσεις) είναι προϋπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, για την οποία θα παλέψει ο πολιτικός φορέας του λαϊκού κινήματος, η κοινωνική απελευθέρωση είναι προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας και, τέλος, η λαϊκή κυριαρχία είναι προϋπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η ιεράρχηση των στόχων γίνεται αντίστροφα, γιατί έτσι μόνον είναι δυνατή η δυνατότητα πραγμάτωσής τους.
Χωρίς τις δημοκρατικές διαδικασίες, ως τέταρτος στόχος της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη, οι άλλοι τρεις στόχοι ακυρώνονται ή τουλάχιστον αποδυναμώνονται στην πράξη. Γι αυτό και η επιμονή μας στον τέταρτο στόχο.
Εάν ο πολιτικός φορέας δεν είναι σοσιαλιστικός ή τα μέλη του δεν απέκτησαν σοσιαλιστική συνείδηση, δηλαδή δεν είναι σοσιαλιστές, τότε δεν μπορούν να φέρουν σοσιαλισμό. Γιατί, «ο Σοσιαλισμός σημαίνει καινούργια συνείδηση…Γιατί κανείς δεν αποφασίζει για τον άλλον. Αλλά όλοι για όλους. Ο άνθρωπος γίνεται για πρώτη φορά άνθρωπος». (Βλ. Παύλος Β. Πετρίδης, Ο πολιτικός Μίκης Θεοδωράκης, ο.π., σ. 287) Με αστούς ή μικροαστούς δεν κάνεις εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Το τονίζω για ακόμη μια φορά για να γίνει συνείδηση και στον πιο αφελή. Αυτή η αυταπόδεικτη αλήθεια τονίστηκε από πάρα πολλούς εχέφρονες πολίτες και δεν αποτελεί δική μου ανακάλυψη.
Να τι παραπλήσιο έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης σε μια ανοιχτή του επιστολή προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στην εφημερίδα το «Βήμα», στις 7.8.84: «Πόσο σοσιαλιστική, όμως – πόσο δημοκρατική καν – είναι μια πολιτική, που αγνοεί τον ‘δήμο’, τους ‘socii‘, τους ‘συντρόφους’; Και πού υπάρχει η περιλάλητη ‘λαϊκή κυριαρχία’, όταν ο λαός χρησιμοποιείται σαν πειραματόζωο – και μάλιστα για πειράματα που καταργούν συνήθως το ένα το άλλο και που οπωσδήποτε καταργούν το δύσμοιρο ‘χοιρίδιο’; Και πώς να επιτευχθεί η περιπόθητη ‘λαϊκή συναίνεση’ και ‘λαϊκή ενότητα’, όταν δεν ρωτιέται καν ο λαός, που αξιώνουμε να συναινέσει και να συνενωθεί;».
Εις επίρρωση των λεγομένων, στο ίδιο πνεύμα, θα αναφέρω και μια δήλωση του Κώστα Σημίτη, συνεχιστή και εκφυλιστή σε μεγαλύτερο βαθμό των θεωρητικών αρχών του ΠΑΣΟΚ: «Για μας τους σοσιαλιστές, ο μόνος τρόπος αποκατάστασης ενός πνεύματος συλλογικότητας, αλληλεγγύης και κοινωνικής ευθύνης είναι η διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και η καλλιέργεια της ευθύνης των πολιτών. Στην πραγματικότητα χρειάζεται καινούργια πολιτική κουλτούρα».[2] Και υποτίθεται ότι έμμεσα έκανε κριτική στις αυταρχικές πρακτικές του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός υποκρισίας, που να αγγίζει τα όρια της ύβρεως. Ο αρχιμάστορας της διαπλοκής λέει στο ίδιο άρθρο ότι «Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να παράγει ιδέες και προτάσεις, να καθιερώνει πρότυπα, να κινητοποιεί για τους προγραμματικούς του στόχους, να διαμορφώνει άλλους τρόπους λειτουργίας της κοινωνίας». Ασφαλώς για τον Κώστα Σημίτη η διαπλοκή θα ήταν στη δική του σκέψη ο άλλος τρόπος λειτουργίας της κοινωνίας.
Δυστυχώς στον ελληνικό πολιτικό πολιτισμό, όπως λέγεται, η θεωρία με την πράξη βρίσκεται σε διαρκή διάσταση (ένα διαρκές διαζύγιο) και η συμμετοχή του πολίτη στις αποφάσεις που τον αφορούν, παραμένει ακόμη ένα όραμα. Σοσιαλιστής δεν μπορεί να είναι και να αποκαλείται ή αυτοαποκαλείται ο οποιοσδήποτε δεν κάθεται να συζητήσει με τον εργάτη, τον αγρότη, τον μικροεπαγγελματία, τον επιστήμονα, τον νεολαίο και οπωσδήποτε να συναποφασίσει σε συλλογικά και δεσμευτικά πλαίσια, όπου μετέχουν όλοι ισότιμα.
ΙΙ. Η πολιτική πρακτική του Ανδρέα Παπανδρέου και οι διαγραφές στελεχών
Η λέξη «αλήθεια» είναι σύνθετη. Προέρχεται από το στερητικό α και τη λέξη λήθη. Σημαίνει μ’ άλλα λόγια «μη λήθη», ότι δηλαδή δεν πρέπει να ξεχνάμε. Όποιος ξεχνάει, όποιος δεν συμβουλεύεται και δεν διδάσκεται από την ιστορία, από τη συλλογική μνήμη, που διαμορφώνει τη φυσιογνωμία των λαών, μπορεί να κάνει τα ίδια και χειρότερα λάθη. Πρέπει ο κάθε άνθρωπος να έχει συνείδηση του τι προηγήθηκε, για να καθορίσει το παρόν και το μέλλον. Χωρίς αυτή την ανασκόπηση, είναι δύσκολο να γνωρίσει την πραγματικότητα και να χαράξει σωστή πορεία για το μέλλον. Αλλιώς είναι μετέωρος. Είναι στο κενό. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε κοινωνία.[3]
Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, στα πρώτα βήματά του. Άλλωστε αυτό ήταν και το νόημα της όλης εξιστόρησης του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς αυτή τη γνώση, δεν μπορεί να υπάρχει σωστή κρίση και αξιολόγηση, για έναν που θέτει ως πρώτο στόχο την αναζήτηση της αλήθειας μακριά από σκοπιμότητες.
Θα ξεκινήσω από μια χαρακτηριστική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, που προσδιόριζε τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα όποια προβλήματα του Κινήματος στη θεωρία και την πράξη.
Πάλι στη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη αναφέρεται στο θέμα της δημοκρατίας με τα εξής λόγια: «Καθολικό είναι το αίτημα για πολιτικούς οργανισμούς αρχών που τους διακρίνει η ελεύθερη δημοκρατική έκφραση της βάσης, για να δεσμεύεται η ηγεσία στις πολιτικές αποφάσεις, για να υπάρχει συνέχεια και συνέπεια».[4]Τοποθετούσε μάλιστα τον εαυτό του με έμφαση ως εγγυητή υλοποίησης αυτών των αρχών. Αυτές οι αρχές που θα αποτελούσαν κριτήρια της δράσης του Κινήματος σε όλα τα επίπεδα δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Απεναντίας διαπράχτηκαν τα εντελώς αντίθετα.
Στην αρχή, προκειμένου να αποκτήσει εξουσία, ο Ανδρέας Παπανδρέου προσεταιρίστηκε όλες τις δυνάμεις που ήταν τότε διαθέσιμες στον ίδιο ή παραπλήσιο ιδεολογικό χώρο, αλλά και άλλες. Έτσι δέχτηκε και τη σύμπραξη της Δημοκρατικής Άμυνας, των Τροτσκιστών και άλλων ομάδων και προσωπικοτήτων από τη δεξιά το κέντρο και την αριστερά, προκειμένου να ισχυροποιήσει το Κίνημα. Δεν ήταν όμως διατεθειμένος να παραχωρήσει τίποτε από την εξουσία του, που με το πάθος για εξουσία (εξουσιολαγνεία), που τον κατείχε, δεν ήθελε να μοιραστεί με κανέναν.
Οι δημοκρατικές διαδικασίες ήταν καλές και χρήσιμες, όσο ενίσχυαν τη δική του θέση. Όταν όμως υπήρχε κίνδυνος αμφισβήτησης, τότε έμπαιναν στην ημηρεσία διάταξη όλοι οι αντιδημοκρατικοί μηχανισμοί για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων. Αυτό εφαρμόστηκε στο παρελθόν, στα πλαίσια της Ένωσης Κέντρου και αυτό πραγματοποιήθηκε σε πρώτη φάση με τη Δημοκρατική Άμυνα, την οποία έβλεπε ως άμεσο κίνδυνο της μονοκρατορίας του. Εστίες αντίστασης υπήρχαν και αλλού, αλλά με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης επιστράτευσε όλες τις άλλες δυνάμεις που ήταν διαθέσιμες από το ΠΑΚ, αλλά και από αλλού, και όσον αφορά τη Δημοκρατική Άμυνα, με την κατηγορία ότι πρόκειται για σοσιαλδημοκράτες που θα αλλοίωναν τη φυσιογνωμία του Κινήματος, φανάτισε τα στελέχη εναντίον τους. Τα γεγονότα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και έχουν αναφερθεί σε πολλές αναλύσεις έως τώρα. Όμως θα αναφέρω ορισμένα περιστατικά.
Μετά τις εκλογές της 17 Νοέμβρη αλλάζει τελείως η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν γνωρίζω ακριβώς ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αφορμές και αιτίες γι’ αυτή την ριζική αλλαγή, εκτός από το κριτήριο της εξουσίας, αλλά ορισμένες ενδείξεις και γεγονότα επιβεβαιώνουν την αλλαγή πλεύσης, η οποία μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:
Από τις εκλογές της 17 Νοέμβρη διαπίστωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ότι με την αριστερή πολιτική πρακτική και με στελέχη που υποστήριζαν μια τέτοια πολιτική θα ήταν δύσκολο έως και αδύνατο να αναρριχηθεί στην εξουσία, που ήταν και αποτελούσε τον αποκλειστικό του στόχο. Για το λόγο αυτό έπρεπε να απομακρυνθούν από το Κίνημα όσοι έμπαιναν ή μπορούσαν να μπουν εμπόδιο σ’ αυτή την πορεία. Οι πρώτοι που θα μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στα σχέδια του ήταν οι ισχυρές προσωπικότητες της Δημοκρατικής Άμυνας, που θα του έβαζαν φραγμό στην προσπάθεια του να ελέγχει απόλυτα το Κίνημα και να το κατευθύνει χωρίς κανένα σοβαρό εμπόδιο στην αλλαγή πλεύσης προς συντηρητικές κατευθύνσεις.
Μεθοδικά και με μεγάλη μαεστρία έβαλε μπρος το σχέδιο του. Είναι άκρως αποκαλυπτική η συνέντευξη του Γιάννη Τσεκούρα στον δημοσιογράφο Γιάννη Διακογιάννη.[5] Με πρόφαση ότι το Κίνημα δεν πάει καθόλου καλά καλεί ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Γιάννη Τσεκούρα από την Ελβετία στις 31 Δεκεμβρίου 1974, όπου στην συνάντησή του στο ξενοδοχείο Αστέρας της Βουλιαγμένης, την ίδια μέρα, τον ενημερώνει για τις αποφάσεις που είχε λάβει: «…Η άλλη απόφασή του ήταν να τεθεί εκτός Κινήματος ένας αριθμός μελών – στελεχών του ΠΑΣΟΚ, τα οποία προέρχονται από τη Δημοκρατική Άμυνα, γιατί διατηρούσαν τη δική τους οργανωτική δομή, συναντιόντουσαν κρυφά σε συγκεκριμένο χώρο και εργάζονταν μέσα στο ΠΑΣΟΚ ως φράξια με σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία». Τι σημαίνουν όλα αυτά. Απλούστατα: Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πάρει μετά τις εκλογές την απόφαση (δεν γνωρίζω ακριβώς πότε, αλλά δεν έχει σημασία), να διαγράψει χωρίς καν δημοκρατικά προσχήματα την Δημοκρατική Άμυνα από το ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε δηλαδή τις «ΠΡΟΓΡΑΦΕΣ», που θα συνεχίζονταν αργότερα με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης και για άλλες ομάδες στο ΠΑΣΟΚ. Μπήκε σε εφαρμογή η νεοσταλινική μέθοδος, όπως την χαρακτήρισε ένα κριτικό πνεύμα της Αριστεράς με μεγάλη ιστορική γνώση τέτοιων φαινομένων του Κομμουνιστικού Κινήματος.
Η προετοιμασία του εδάφους γινόταν μεθοδικά σε δύο επίπεδα. Πρώτο στο ιδεολογικό επίπεδο και δεύτερο στο οργανωτικό. Στο ιδεολογικό επίπεδο έμπαινε μεθοδικά η δυσφήμιση και απαξίωση των προγραμμένων στην οργάνωση και την κοινωνία. Με επιλεγμένες εκφράσεις ότι στο Κίνημα υπάρχει «αυξανόμενος φραξιονισμός και ελιτισμός», ότι υπάρχουν ομάδες ελιτίστικες, σοσιαλδημοκρατικής απόκλισης και άλλα συναφή, φωτογραφίζει την Δημοκρατική Άμυνα, χωρίς φυσικά να το εκφράζει καθαρά. Σε ομιλία του στις 19 Ιανουαρίου στην Κεντρική Επιτροπή περιγράφει το «…ανησυχητικό πρόβλημα… της τάσης για ομαδοποίηση». Ο καθένας όμως γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Έτσι διαθέτει και επιστρατεύει τα μέλη της οργάνωσης εναντίον τους.
Ο Λαοκράτης Βάσσης, του οποίου η ειλικρίνεια δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, σε μια μαγνητοφωνημένη συνομιλία μας (2.8.2006), απορρίπτει κατηγορηματικά το επιχείρημα -πρόσχημα ότι η Δημοκρατική Άμυνα δημιούργησε ομαδοποίηση (φράξια). Το περί ομαδοποίησης αποτελούσε προσχεδιασμένες ενέργειες του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου. Εξάλλου εκείνη την περίοδο πολλά στελέχη του ΠΑΚ και άλλα ήταν με τις απόψεις της Δημοκρατικής Άμυνας. Αυτό άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα από τα στοιχεία που παραθέτω.
Παράλληλα αρχίζει και η μεθόδευση απομάκρυνσής τους και με καλυμμένες διοικητικές διαδικασίες, που προσπαθούν να ενδυθούν το μανδύα δημοκρατικών διαδικασιών. Στις 24 Ιανουαρίου ανακοινώνει στη Συντονιστική Γραμματεία του Κινήματος την παύση της Προσωρινής Κεντρικής Επιτροπής και την αναγγελία του Προσυνεδρίου που καθορίστηκε για τις 16 Μαρτίου. Όλα αυτά συνδέοντα και με μια σειρά άλλες βοηθητικές ενέργειες προς ευόδωση του σχεδίου του. Αναβαθμίζει το ρόλο της κοινοβουλευτικής ομάδας, που αποτελείται από πρόσωπα παλαιοκομματικής νοοτροπίας, πιστής στον ίδιο, οδηγεί με τις αυταρχικές και αυθαίρετες αποφάσεις του εκτός δημοκρατικής κομματικής διαδικασίας στην αποχώρηση πολλών στελεχών. Τελικά διαγράφει από το Κίνημα όλους όσους πιστεύει ότι μπαίνουν εμπόδιο στην μονοκρατορία του και τον απόλυτο έλεγχο του Κινήματος από τον ίδιο και τους υποτακτικούς του. Από primus inter pares (ίσος μεταξύ ίσων) αναγορεύεται ως ο απόλυτος ηγεμόνας, πέρα από οποιεσδήποτε καταστατικές δεσμεύσεις και καταστρατηγώντας όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες της οργάνωσης, αυτοπροσδιορίζοντας τον εαυτό του, ως τον μόνο εγγυητή του Κινήματος[6] Η μεθόδευση για την εξόντωση των αντιφρονούντων εφαρμόζονταν κάθε φορά που υπήρχε, κατά την άποψή του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου, υποψία για εναντίωση στις δικές του ηγεμονικές επιδιώξεις. Αντί να προσπαθήσει να πείσει, διάλεγε πάντοτε την διοικητική μέθοδο λύσης. Κάθε αντιρρησίας έπρεπε ή να παραιτηθεί ή να διαγραφεί ή να υποταγεί.
Το χρονικό διάστημα του Προσυνεδρίου βρισκόμουν στη Γερμανία, επικεφαλής, ως Συντονιστής, του ΠΑΣΟΚ Γερμανίας και μέλος της Πρώτης Κεντρικής Επιτροπής. Παρακάλεσα τη σύζυγό μου να με ενημερώνει για τα δυσμενή γεγονότα λεπτομερώς και ανελλιπώς. Έβλεπα και διέβλεπα τα δεινά που θα επακολουθούσαν. Θα πήγαινε στράφι όλη αυτή η καινούργια ποιότητα, που είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε με πολύχρονες και πολύμοχθες προσπάθειες και θα χάναμε μια μοναδική ιστορική ευκαιρία, να αλλάξουμε την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ηθικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά. Να εδραιώσουμε μια νέα εποχή καθιερώνοντας ένα νέο ήθος και ύφος πολιτικής εξουσίας. Δυστυχώς ακολουθήθηκε η αντίστροφή πορεία. Το δημοκρατικό μου αισθητήριο επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις, που παρόμοιες είχα ζήσει στο παρελθόν. Δεν ήταν δηλαδή κάτι πρωτόγνωρο που με ξάφνιασε.
Όσον αφορά λοιπόν το ΠΑΣΟΚ, τα πρώτα αχνάρια, τις πρώτες αμυδρές ενδείξεις ότι ακολουθούμε λαθεμένη τακτική, άρχισα να αποκτώ με το κυνήγι των λεγόμενων παλαιοκομματικών και τη μέθοδο που ακολουθούσε το Κίνημα τότε.[7] Οι ενδείξεις έγιναν βεβαιότητα πριν από το Προσυνέδριο, στις 16 Μαρτίου 1975, και μετά από αυτό με ό,τι ακολούθησε. «Από κει και πέρα μου ήταν τελείως ξεκάθαρο ότι ακολουθούμε καθοδική πορεία και ότι δεν υπάρχει καμιά, μα καμιά απολύτως ένδειξη ότι ο κατήφορος αυτός θα σταματήσει». Αυτά τα έγραφα τότε. Δεν τα λέω τώρα, που οι περισσότεροι αρχίζουν να ανακαλύπτουν την αλήθεια εκ των υστέρων, αν φυσικά τελικά την ανακαλύπτουν και την αποκαλύπτουν. Είχα ανησυχήσει πάρα πολύ, γιατί όχι μόνο διαισθανόμουν ότι θα καταστρέφαμε ό,τι είχαμε στήσει με τόσες θυσίες, αλλά ήμουν σίγουρος ότι αλλάζουμε τελείως πολιτική και, αντί να αντιμετωπίζουμε τα θέματα με ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση σε συλλογικά πλαίσια, αρχίζαμε πάλι να εφαρμόζουμε διοικητικά και κατασταλτικά μέτρα και παλαιοκομματικές μεθόδους και πρακτικές, τις οποίες υποτίθεται είχαμε αποβάλει οριστικά. Μάλιστα με πρώτον «άρξαντα χειρών αδίκων» τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Όλα ήταν κάτω από τη δική του καθοδήγηση και τις δικές του εντολές.
Ήρθα από τη Γερμανία τότε ανήσυχος και έπιασα ένα ένα τα παλιά στελέχη του ΠΑΚ που ήταν στο Εκτελεστικό Γραφείο και που είχα ως παλιός σύντροφος υποτίθεται οικειότητα μαζί τους, ανάμεσα σ’ αυτούς τον Άκη Τσοχατζόπουλο, τον Κώστα Σημίτη, τον Γιάννη Τσεκούρα και τον Δημήτρη Λιβιεράτο. Προσπάθησα να τους πείσω να μην ξεκινήσουν με διοικητικά μέτρα, γιατί θα άνοιγαν τον ασκό του Αιόλου, αλλά δεν εισακούστηκα. Είχαν πάρει γραμμή από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αν και οι ίδιοι πίστευαν ότι έπρεπε να ξεμπερδεύουμε με τους «σοσιαλδημοκράτες». Δυστυχώς εκείνοι που έπαιξαν το ρόλο των πρωτοπαλίκαρων ήταν κυρίως εκείνοι που είχαν στο παρελθόν δεχτεί τους διορισμούς από τον Ανδρέα Παπανδρέου επί ΠΑΚ. Δούλευαν στα παρασκήνια, μακριά από τις ανοιχτές δημοκρατικές διεργασίες και την κοσμογονία της δημιουργικής δουλειάς των συλλογικών οργάνων. Ήταν κι αυτοί αρχηγίσκοι. Ίσως, για να μην αδικήσω ορισμένους, να πω ότι πίστεψαν κι αυτοί τυφλά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Όμως δεν συγχωρούνται, γιατί δεν έκαναν αυτοκριτική. Δηλαδή, για να αναφέρω πάλι ένα παράδειγμα, θεωρούσαν τον Σάκη Καράγιωργα άξιο καρατόμησης. Έναν άνθρωπο, δάσκαλο και αγωνιστή, παράδειγμα προς μίμηση, που έλεγε συνεχώς ότι «σοσιαλισμός δεν γίνεται χωρίς σοσιαλιστές». Κι αυτόν τον χαρακτήριζαν οι «επαναστάτες νεοφιλελεύθεροι!» του Ανδρέα Παπανδρέου σοσιαλδημοκράτη. Θα αποτελεί στο διηνεκές στίγμα για την τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μηδέ του Ανδρέα Παπανδρέου εξαιρουμένου, ότι δεν διαμαρτυρήθηκε καν, όταν ακούστηκε η περίφημη φράση για τον Σάκη Καράγιωργα, όταν προσπάθησε να πάρει το λόγο στο Προσυνέδριο: «Κάτσε κάτω κουλοχέρη». Δεν θέλω και δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε άλλους. Ένα παράδειγμα μου αρκεί. Δεν είχε γίνει καμία διάκριση. Αρκεί να πω το εξής, για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της υποκρισίας: Αν ο Σάκης Καράγιωργας ήταν άξιος διαγραφής, τότε η πλειοψηφία του Κινήματος- για να μην πω με υπερβολή – ότι όλο το Κίνημα θα έπρεπε κανονικά να είχε ήδη διαγραφεί. Δεν πιστεύω να υπάρχει σώφρων άνθρωπος, που να έχει αντίθετη άποψη. Ποιο ήταν συνεπώς το κριτήριο; Σαφέστατα: Η
*Eκπαιδευτικού, συγγραφέα, ιδρυτικού και ηγετικού στελέχους του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, (παραιτηθείς από το ΠΑΣΟΚ το 1977, για τους λόγους που αναπτύσσονται κατωτέρω)
[1] Βλέπε προοίμιο στη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη.
[2] Βλέπε, εφημ. «Ελευθεροτυπία», 14.4.1994.
[3] Στο ίδιο θέμα βλέπε και τοποθέτηση του Μανώλη Γλέζου στο σύγγραμμά του: Η εθνική Αντίσταση, 1940 – 1945, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2006, σ. 853 και 865.
[4] Διακήρυξη βασικών σκοπών και στόχων του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, έκδοση του Γραφείου Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Αθήνα 1974.
[5] «Μερικά περιστατικά από τη συνεργασία μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου» (Βλ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του, εκδ. «Ελληνικά γράμματα», Αθήνα 2006, ο.π., σ. 262.
[6] Για περισσότερα βλ. Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Η πορεία προς την εξουσία», ο.π., σ. 235-271
[7] Χρησιμοποιώ τη λέξη «οι λεγόμενοι» παλαιοκομματικοί, γιατί σε αντίθεση με τους «παλιούς και τους όψιμους σοσιαλιστές επαναστάτες», οι περισσότεροι είχαν ήθος και αξιοπρέπεια. Είχαν τις δικές τους ιδέες. Αυτό δεν αποτελεί στοιχείο κατάκρισης! Το πολιτικό ήθος παίζει για μένα καταλυτικό ρόλο. Πώς μπορούσε να κατηγορήσει κανείς έναν Αντώνη Λιβάνη, έναν Γιάννη Χαραλαμπόπουλο ή έναν Πελοποννήσιο ή έναν Τουλούπα, που πάλεψαν για τις ιδέες τους, για να αναφέρω μερικά χτυπητά παραδείγματα από τους πολλούς αγωνιστές της Ένωσης Κέντρου, που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν κ.τλ. Κριτική για τις ιδέες τους μπορούσε να ασκήσει κανείς, και αυτό ήταν μέσα στα ιδεολογικά πλαίσια του Κινήματος, που έπρεπε να κάνει ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μέσα στα πλαίσια της εσωκομματικής δημοκρατίας, ποτέ όμως με μεθόδους παρασκηνίου, διοικητικών μέτρων και από θέση ισχύος.
Use Facebook to Comment on this Post