Tου κ. Χρ. Καβαλόπουλου
Γεν. Δν/ντή ΣΜΕ
«Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της ΕΕ που διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα και ποικιλία ορυκτών και μεταλλευμάτων, µε μεγάλο βιοµηχανικό ενδιαφέρον και ποικιλία εφαρμογών.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ανάγκες σε ΟΠΥ της ευρωπαϊκής αλλά και της διεθνούς κοινότητας, προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα για την οικονομία της χώρας.Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας µας (συμμετοχή 3-5% στο ΑΕΠ αν συμπεριληφθεί και ο συσχετιζόμενος μεταποιητικός τομέας), ο οποίος τροφοδοτεί µε πρώτες ύλες µια σειρά άλλων, επίσης σηµαντικών, κλάδων όπως η παραγωγή ενέργειας, η τσιμεντοβιομηχανία, η οικοδομική/κατασκευαστική βιομηχανία, η βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων (αλουμινίου, νικελίου, κλπ), η βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα κ.ά».
«Πρέπει να τονιστεί ότι η χώρα μας είναι σημαντική παραγωγός βασικών μετάλλων αλλά και βιομηχανικών ορυκτών, ορισμένων με μεγέθη αποθεμάτων και ύψη παραγωγής που κατέχουν υψηλότατη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Ελλάδα, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η μοναδική χώρα παραγωγής χουντίτη-υδρομαγνησίτη, πρώτη χώρα παραγωγής περλίτη, δεύτερη χώρα παραγωγής κίσσηρης (ελαφρόπετρας) και μπεντονίτη καθώς και πρώτη στην εξαγωγή προϊόντων λευκόλιθου/μαγνησίτη στην ΕΕ. Όλα τα παραπάνω ορυκτά είναι μοναδικά σε ποιότητα, με ευρεία χρήση σε πάρα πολλές βιομηχανικές και περιβαλλοντικές εφαρμογές».
«Ο εξορυκτικός κλάδος, είναι ισχυρά εξωστρεφής, αφού οι εξαγωγές πρωτογενών και επεξεργασμένων υλικών αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεών του, ενώ παράλληλα εταιρείες του κλάδου κατέχουν ηγετικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην διεθνή αγορά σε προϊόντα όπως βωξίτης, αλουμίνα, αλουμίνιο, νικέλιο, καυστική μαγνησία, μπεντονίτης, περλίτης, ελαφρόπετρα και μάρμαρα».*
*(Από το συνοδευτικό, της «Εθνικής Πολιτικής Αξιοποίησης των Ορυκτών Πρώτων Υλών», τεύχος του ΥΠΕΚΑ)
Αντιπροσωπευτικό όργανο της ελληνικής εξορυκτικής-μεταλλουργικής βιομηχανίας είναι ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), ο οποίος εκπροσωπεί τις μεταλλευτικές-μεταλλουργικές και εξορυκτικές επιχειρήσεις του τόπου μας από το 1924. Στα μέλη του Συνδέσμου, περιλαμβάνονται οι σημαντικότεροι βιομηχανικοί όμιλοι και επιχειρήσεις της χώρας μας και ερευνούν, εξορύσσουν, κατεργάζονται και αξιοποιούν τους ορυκτούς μας πόρους.
Οι εταιρείες μέλη του Συνδέσμου αντιπροσωπεύουν το 80% της παραγωγικής εξορυκτικής δραστηριότητας της χώρας και το 100% της μεταλλουργικής αξιοποίησης σημαντικών μεταλλευμάτων.
Ο κλάδος της εξορυκτικής – μεταλλουργικής βιομηχανίας απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 120.000 άτομα περίπου, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη στήριξη της εγχώριας και ευρωπαϊκής βιομηχανίας καθώς και της εθνικής οικονομίας, με σημαντικές εξαγωγές ( πάνω από το 65% του κύκλου εργασιών των εταιρειών μελών του ΣΜΕ προέρχεται από εξαγωγές) και με ουσιαστική συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας μας.
Πρόσφατα ο ΣΜΕ γιόρτασε τα 90 χρόνια συνεχούς και αδιάληπτης λειτουργίας, μια μοναδική για τη βιομηχανική ιστορία του τόπου, πορεία γεμάτη από συνεχείς προσπάθειες για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας.
Βασικός άξονας δράσης του ΣΜΕ αλλά και των εταιρειών του, αποτελεί η βιώσιμη αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας με απόλυτη ισορροπία στους πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή την οικονομία, το περιβάλλον και την κοινωνία. Διαχρονική ουσιαστική συνεισφορά του κλάδου στην ανάπτυξη του τόπου, αποτελεί η μεγάλη συμβολή του στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Ως ΣΜΕ και ως επιχειρήσεις μέλη, έχουμε όλες τις προσπάθειες να συνεχίσουμε για πολλές δεκαετίες ακόμη, την πορεία μας προς το μέλλον και τις προσπάθειες για πρόοδο και ανάπτυξη, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εθνική οικονομία.
Για να γίνει όμως αυτό πράξη, πρέπει η πολιτεία να ενσκήψει στα αιτήματα του κλάδου, ώστε να ανοίξει τους δρόμους της ανάπτυξης και συγκεκριμένα:
Πλήρη εφαρμογή της εξαγγελμένης από το 2012 «Εθνική Πολιτική Αξιοποίησης των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ)» του ΥΠΕΚΑ, με νομικό κείμενο που θα περιλαμβάνει και χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, κατά τα πρότυπα άλλων χωρών της Ε.Ε. που διαθέτουν ορυκτό πλούτο και ενστερνίζονται την ευρωπαϊκή στρατηγική για τις πρώτες ύλες
Ενσωμάτωση με οριζόντιο τρόπο, των κατευθύνσεων της Εθνικής Πολιτικής για τις ΟΠΥ, σε όλες τις επιμέρους πολιτικές και σχεδιασμούς, ώστε να εξασφαλίζεται η βέλτιστη αξιοποίηση των κοιτασμάτων και το δημόσιο όφελος
Εκπόνηση Ειδικού Χωροταξικού για τις ΟΠΥ. Η εκπόνηση ενός τέτοιου Χωροταξικού, εξειδικεύει την «Εθνική Πολιτική Αξιοποίησης των ΟΠΥ», με στόχο τη χωρική διάρθρωση του εξορυκτικού κλάδου, με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Πρέπει να περιλαμβάνει τις βασικές κατευθύνσεις για τη χωρική οργάνωση του εξορυκτικού κλάδου σε συνάρτηση με τις υφιστάμενες χρήσεις γης και το στρατηγικό σχεδιασμό της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας
Προώθηση προς ψήφιση του συμφωνημένου με τους φορείς και τις Δν/σεις του ΥΠΕΚΑ, νέου Λατομικού Νομοσχεδίου. Το νέο Λατομικό Νομοσχέδιο κωδικοποιεί και εκσυγχρονίζει την κείμενη λατομική νομοθεσία. Επί 12 συναπτά έτη, ο ΣΜΕ προσπαθεί να ολοκληρωθεί η δημιουργία του νομοσχεδίου αυτού και να προωθηθεί προς ψήφιση
Ανάληψη πρωτοβουλίας από την πολιτεία, για ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, αναφορικά με τη σημασία του ορυκτού πλούτου της χώρας στην Περιφερειακή Ανάπτυξη και την Εθνική Οικονομία (υποχρέωση που προβλέπεται στην «Εθνική Πολιτική Αξιοποίησης των ΟΠΥ»)
Προώθηση νέων επενδύσεων στον εξορυκτικό χώρο, να γίνουν μειοδοτικοί διαγωνισμοί διάθεσης των ελεύθερων δημόσιων μεταλλευτικών παραχωρήσεων. Να δοθούν κίνητρα για νέες επενδύσεις αξιοποίησης των ΟΠΥ
Στήριξη μέσω αναπτυξιακών νόμων και άλλων εργαλείων της καινοτομίας για την εξορυκτική βιομηχανία. Ενίσχυση αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών στις γεωεπιστημονικές ανώτερες και ανώτατες σχολές
Μέτρα – κίνητρα ανάπτυξης και ενίσχυσης της αξιοποίησης των ελληνικών μαρμάρων
Αναβάθμιση του ρόλου του ΙΓΜΕΜ για περαιτέρω έρευνα και απόκτηση ολοκληρωμένης γνώσης του ορυκτολογικού δυναμικού της χώρας
Παρουσία αδειοδοτικών αρχών στο στάδιο της διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες κατά την αδειοδότηση νέων έργων