Μεγάλο μέρος της δημοσιότητας γύρω από τη συνάντηση των υπουργών οικονομικών της G20 στη Μόσχα τον περασμένο μήνα, επικεντρώθηκε στους λεγόμενους…
Η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, εκτίναξε στα ύψη τα πριμ κινδύνου και προκάλεσε πανικό στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποδυναμώνοντας τα περιουσιακά στοιχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, απειλώντας επίσης να προκαλέσει πιστωτική κρίση. Προς αποφυγή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων σε καθεστώς πανικού (fire-sale) –κάτι που θα οδηγούσε σε άτακτη διαλεύκανση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα- προκαλώντας πιθανότατα μία νέα «Μεγάλη Ύφεση» ή ακόμα και την κατάρρευση της ευρωζώνης- οι κεντρικές τράπεζες των προηγμένων χωρών άρχισαν να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου και αύξησαν τον δανεισμό σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, διευρύνοντας έτσι την προσφορά χρήματος.
Ενώ ο φόβος της κατάρρευσης έχει υποχωρήσει, οι πολιτικές αυτές έχουν διατηρηθεί ή και παραταθεί, με τους φορείς χάραξης πολιτικής να επικαλούνται την ευαισθησία της συνεχιζόμενης οικονομικής ανάκαμψης και την απουσία άλλων, εξίσου ισχυρών μοχλών πολιτικής –σαν την φορολογική πολιτική ή τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις- που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν γρήγορα τη νομισματική πολιτική.
Ωστόσο, αρκετά χρόνια υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες χώρες, έχουν οδηγήσει σε σημαντική διάχυση της ρευστότητας στο εξωτερικό, ασκώντας υπερβολικές ανοδικές πιέσεις στα νομίσματα με υψηλότερες αποδόσεις, των αναπτυσσόμενων χωρών. Με τις αναπτυσσόμενες χώρες να δυσκολεύονται να αποτρέψουν τις μαζικές εισροές κεφαλαίων ή να αμβλύνουν τις επιπτώσεις –εξαιτίας οικονομικών περιορισμών, όπως υψηλού πληθωρισμού, ή εσωτερικής πολιτικής- ο όρος «νομισματικοί πόλεμοι» που επινοήθηκε το 2010 από τον υπουργό οικονομικών της Βραζιλίας Γκουίντο Μαντέγκα, έχει ακουστεί πολύ τελευταία.
Επιπλέον, μονάχα ένα μικρό κομμάτι ρευστότητας, το οποίο δημιουργήθηκε μέσω αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής, έχει διοχετευθεί προς τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παράγουν και τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας. Αντ’ αυτού, οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές οντότητες που έχουν επηρεαστεί από την κρίση, την έχουν χρησιμοποιήσει για να στηρίξουν τις προσπάθειές τους για απομόχλευση και για ανοικοδόμηση του κεφαλαίου τους, ενώ οι μεγάλες εταιρείες έχουν μαζέψει μεγάλα αποθεματικά ρευστού και αναχρηματοδοτούν το χρέος τους κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας παραμένουν υποτονικές, με τη διαθεσιμότητα επενδυτικής χρηματοδότησης για μακρόχρονα παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού –απαραίτητα για την αειφόρο ανάπτυξη- να παραμένει ισχυρά περιορισμένη.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η εξάλειψη των μακροοικονομικών κινδύνων, η σταδιακή ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης, και η αύξηση των υφιστάμενων τιμών των περιουσιακών στοιχείων, θα πείσουν τελικά όλους όσους κρατούν τα μετρητά τους, να αυξήσουν την έκθεσή τους σε νέες επιχειρήσεις σε προηγμένες οικονομίες. Αλλά, αυτή η αισιοδοξία μπορεί να μην είναι δικαιολογημένη. Στην πραγματικότητα, στην πρόσφατη συνάντηση των G20, η Παγκόσμια Τράπεζα παρουσίασε έκθεση σχετικά με την Μακροπρόθεσμη Χρηματοδότηση Επενδύσεων για την Ανάπτυξη. Η έκθεση αυτή, η οποία είναι βασισμένη σε αναλύσεις διαφόρων διεθνών οργανισμών, υπογραμμίζει αρκετούς τομείς που προκαλούν ανησυχία.
Πρώτα από όλα, οι τρέχουσες περικοπές εκ μέρους των τραπεζών, της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των επενδύσεων, πιθανότατα θα συνεχιστούν. Εξάλλου, πολλές από τις τράπεζες των προηγμένων χωρών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, οι οποίες κυριάρχησαν σε αυτού του είδους τις επενδύσεις –για παράδειγμα, στη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής- υφίστανται βαθιά απομόχλευση των αποθεμάτων ασφαλείας τους. Μέχρι στιγμής, οι υπόλοιπες τράπεζες δεν είναι σε θέση να καλύψουν το κενό.
Επιπλέον, η επίδραση των διεθνώς συμφωνημένων κανονιστικών μεταρρυθμίσεων –οι περισσότερες εκ των οποίων δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα- θα ισοδυναμεί με την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών ενώ παράλληλα θα συρρικνώνει το μέγεθος των κινδύνων μετασχηματισμού των διαρκειών στους ισολογισμούς τους. Το «νέο φυσιολογικό» υπαγορεύει ότι τα αποτελέσματα θα περιλαμβάνουν πιθανόν σπανιότερα, και ακριβότερα μακροπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια.
Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας επισημαίνει επίσης ότι, ως συνέπεια της περιστολής των δαπανών των τραπεζών, οι θεσμικοί επενδυτές με μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις –όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οι ασφαλιστικές, και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία- ενδέχεται να κληθούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο στη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων. Αλλά, για να διευκολυνθεί αυτή η αλλαγή, θα χρειαστεί να αναπτυχθούν οι κατάλληλοι φορείς χρηματοδότησης· θα χρειαστεί να αποκτηθεί η κατάλληλη τεχνογνωσία σχετικά με τις επενδύσεις και τη διαχείριση κινδύνων· τα ρυθμιστικά πλαίσια θα χρειαστεί να βελτιωθούν· και θα χρειαστούν επαρκή στοιχεία και επενδυτικά σημεία αναφοράς. Οι επενδυτές αυτοί πρέπει να επικεντρωθούν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τις οποίες παραμελούν συχνά οι τράπεζες.
Τέλος, οι αγορές ομολόγων σε τοπικό νόμισμα –και, γενικότερα, οι εγχώριες αγορές κεφαλαίου- στις αναδυόμενες οικονομίες οφείλουν να διερευνηθούν περαιτέρω, προκειμένου να επιμηκυνθεί η κατοχή των χρηματοοικονομικών ροών.
Οι τοπικές αγορές κυβερνητικού χρέους έχουν αποδώσει αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ οι τοπικές αγορές εταιρικού χρέους έχουν παίξει μικρότερο ρόλο ως δίοδοι μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Αυτό υποδηλώνει ότι οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη μείωση του κόστους έκδοσης, στη βελτίωση των απαιτήσεων γνωστοποίησης, στην ενίσχυση των πλαισίων δικαιωμάτων των πιστωτών, και στην αντιμετώπιση άλλων ανασταλτικών παραγόντων, θα μπορούσαν να επιφέρουν υψηλές αποδόσεις.
Η ανησυχία για τις αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές και οι «νομισματικοί πόλεμοι» πρέπει να σταματήσουν να κυριαρχούν τις παγκόσμιες πολιτικές συζητήσεις, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη δέσμευση των G20 του περασμένου μήνα, να μην προβούν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων. Αντ’ αυτού, οι παγκόσμιοι ηγέτες πρέπει να εργαστούν για τη μεγιστοποίηση της ρευστότητας, την οποία έχουν δημιουργήσει τα αντισυμβατικά μέτρα πολιτικής, και να την χρησιμοποιήσουν για την στήριξη των επενδύσεων σε μακροπρόθεσμα παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού. Μία τέτοιου είδους προσέγγιση είναι ο μόνος τρόπος να γίνει βιώσιμη η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.