Εκείνο το σπίτι, το πάντα ανοιχτό σε φίλους, από τον παππού της. Η ιστορία της Ελλάδας στους τοίχους του. Ο πατέρας της υπουργός και γερουσιαστής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο λογοτέχνης, ο δημοσιογράφος, ο αγωνιστής σπουδαίος πατέρας, που έφυγε νωρίς. Και παντού, ίσκιος και τρυφερότητα, η Σύλβα…
Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα, Newpost.gr
– Ποιο κατά σειρά βιβλίο είναι το «Μήλο βγήκε απ΄ τον Παράδεισο» και γιατί το αγαπάς όπως έγραψες στο facebook πιο πολύ απ΄ όλα τα άλλα;
«Είναι το δέκατο και ο λόγος που μακράν είναι το αγαπημένο μου, αφορά στο ότι είναι το μόνο που γράφτηκε για να είναι βιβλίο. Τα άλλα είχαν φτιαχτεί από ενότητες κειμένων, ήδη, δημοσιευμένων, παλιά στον Ταχυδρόμο, ή αργότερα στα ΝΕΑ. Είναι ορίτζιναλ βιβλίο, λοιπόν. Το πρώτο στη ζωή μου και πραγματικά χαλάλι τα ξενύχτια.
– Για κάτσε! Από πού δέχτηκες απειλές;
«Με τα μηνύματα στο facebook, με κάτι περίεργα mail. Λένε πως το βιβλίο είναι βέβηλο, ανόσιο, ανίερο. Παραθρησκευτικές οργανώσεις απειλούν να το κάψουν στο Σύνταγμα, σε διάφορες πλατείες, γενικώς όπου βολεύεται ο καθένας και με προειδοποιούν λέγοντας «ξέρουμε που μένεις», «ξέρουμε που πας», «θα έρθουμε να σε κάψουμε» και άλλα τέτοια, που ίσως τώρα, έτσι όπως στα λέω, ακούγονται χαριτωμένα, αλλά είναι αγριευτικά. Στα λέω γελώντας, αλλά, αλήθεια, με τρομάζουν και είναι επώδυνα.
– Δηλαδή; Κινδυνεύουμε όλοι από την ίδια μας την κακία;
«Όπως στην λογοτεχνία της Γερμανίας μετά την Νυρεμβέργη ανέλυαν τους τόπους του κακού και όριζαν πως ο καλός άνθρωπος, αυτός της διπλής πόρτας, εθίζεται στο κακό. Σταδιακά, ακούς το κακό να υπάρχει δίπλα σου και προσπαθείς να μην το προσέχεις. Μετά δεν σηκώνεσαι καν από την καρέκλα σου.
– Και τι ιστορίες έχει μέσα το Μήλο που οι αναγνώστες λάτρεψαν και κάποιοι θίχτηκαν πια τόσο;
«Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη, ιδωμένες αλλιώς. Η Εύα, ας πούμε, είναι η κλασική Ελληνίδα μάνα, που της λέει ο Κάιν, «μαμά; Πάω να σκοτώσω τον ‘Αβελ» και εκείνη του φωνάζει από μέσα «μπουφάν να πάρεις γιατί άλλαξε ο καιρός». Η Ιεζαβέλ πάντα μοιραία, ο Φαραώ και ο Μωυσής στο καλαθάκι με σιέλ καρό, που είναι ο κλασικός κοινότυπος ηγέτης.
– Αφού το «Μήλο» το αγάπησες πιο πολύ απ’ όλα, πες, ποια δουλειά σου δεν συμπαθείς πολύ; Δεν την πολυχωνεύεις;
«Γενικά ε; Μπορεί να φανεί περίεργο αλλά τον «Αδύναμο κρίκο». Ξέρω πως είναι σημείο αναφοράς και έχει αγαπηθεί, αλλά για μένα ήταν ρόλος. Εσύ με ξέρεις και κατανοείς πως τον υποδύθηκα όχι αποτυχημένα, αλλά ήταν ψυχοφθόρο και κοπιαστικό. Έκανα τον «Αδύναμο κρίκο» μια διετία και αρνήθηκα να συνεχίσω τρίτο χρόνο. Και είχα ανάγκη τα λεφτά! Όμως, ήρθαν αμέσως μετά τα «Φώτα πορείας», που ήταν ότι πιο αγαπημένο έχω κάνει στη τηλεόραση και η Φράου Μέρκελ που υποδυόμουν, πριν την γνωρίσουμε ακόμα, με τάραξε πολύ. Φράου Μερκελ, μάλιστα, άντε λίγο πιο νόστιμη -τι διάολο πια;».
– Έχεις απαντήσει πια στο ερώτημα «γιατί γράφεις»;
«Άκουσε… εμείς που γράφουμε από τα 18 μας, γράφουμε για βιοπορισμό. Μη μου πεις πως όπως και εγώ, δε γράφεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες; Με κόσμο να ουρλιάζει, με τηλέφωνα να σπάνε, σε οποιοδήποτε μέρος, με χαλασμό στη φασαρία δίπλα σου; Είναι η θητεία στα δημοσιογραφικά γραφεία αυτή! Και μετά βλέπω κάτι συγγραφείς στις ταινίες, στην Αγγλία ή στην Αμερική, σε κάτι τέλεια σπίτια, να βλέπουν τη θάλασσα και να γράφουν μέσα στο πράσινο, με απόλυτη ησυχία. Ε! Ίσια και όμοια και εμείς!
– Μετανιώνεις, δηλαδή, για τα απογεύματα που δεν έζησες, τους καφέδες με φίλες που δεν ήπιες, τις βόλτες που θυσίασες για να κάθεσαι μπροστά από ένα κομπιούτερ και να γράφεις;
«Ναι. Ναι. Ναι. Ναι. Πόσα «ναι» χωράνε; Βάλτα! Δεν μετανιώνω για τον έρωτα, γιατί τον έζησα και έκανε τον κύκλο του. Όμως αυτή η ερώτηση είναι τζακ ποτ! Μετανιώνω! Η ζωή μας, ήρθε σάλα – τραπεζαρία, ανάποδα και προσπαθώ να βρω χρόνο για τις φίλες. Κάποτε πηγαίναμε διακοπές. Τώρα δε μπορούμε. Ένα καφέ, ένα σινεμά και είναι απόλαυση. Να, στο «Άστυ» έχει ρετροσπεκτίβα, δυο έργα του Χίτσκοκ τη μέρα, με έξι ευρώ.
– Κάνεις συχνά τους αναγνώστες σου να χαμογελάμε ή να γελάμε στα όρια με το βούρκωμα. Εσύ με τι γέλασες τελευταία και με τι βούρκωσες ή που τα ανακάτεψες και τα δυο;
«Τα ανακτεύω και τα δυο με τον γιο μου και τη μάνα μου και με τις φίλες μου. Το βούρκωμα, σκέτο, το ‘χω τελευταία εύκολο στις ταινίες. Παλιά δεν έκλαιγα με τίποτα. Τώρα καταρρέω στις ταινίες. Φαντάζομαι είναι το στρες μου που το μεταγγίζω σε ένα πρέτ α πόρτε συναίσθημα, για να επιβιώσω. Είναι το υγιές μου αντίσωμα. Αλλά τρωτή στα αλήθεια, είμαι στον Παύλο και στην Σύλβα. Και μ’ αρέσει που δεν έχω αντιστάσεις, σε αυτούς τους δυο. Βέβαια όχι ότι θα είχα επιλογές. Πως λέμε «είμαι Ελληνίδα και είμαι περήφανη, διότι και αν δεν ήμουν περήφανη, πάλι Ελληνίδα θα ήμουν»;
– Σε απελευθέρωσε η διακοπή σου από την τηλεόραση;
«Ναι και ναι! Από το 2007, όταν έκανα «Τα Μυστικά της Εδέμ» είχα πει πως αυτή θα ‘ταν η τελευταία σειρά για μένα. Από τότε είχα αποχαιρετίσει. Με απελευθέρωσε πολύ λοιπόν, η διακοπή. Βέβαια, δε πιστεύω να ‘χα δουλειά τώρα. Κάνω τον μάγκα λόγω δηλώσεων τότε, αλλά και να μην είχα μιλήσει, δεν θα ‘χα ουρά να σπρώχνονται τα κανάλια, έξω από το σπίτι. Πάλι έτσι θα ήμουνα! Είμαι καλυμμένη δημιουργικά. Έχω την εφημερίδα και άμα τα πάρω μπορεί να ξαναγράψω και σε κάνα σάιτ και ελπίζω να συνεχίσω να γράφω βιβλία».
– Και έχει αλλάξει η ζωή σου πολύ;
«Μόνο η δική μου; Όλων μας. Τα πριν είναι σαν να τα έζησε μια άλλη σε μια άλλη ζωή. Και μπορεί να είναι πρόσφατα, αλλά μοιάζουν σα να ‘χει μεσολαβήσει ένας αιώνας. Τουμπάρισε η χώρα, δεν το περιμέναμε, δεν είχαμε βάλει και κράνη. Στο facebook, βλέπω καμιά φορά, να ανεβάζουν ειδήσεις life style και νιώθω πως ζουν δέκα χρόνια πίσω.
– Τι βλέπεις στην τηλεόραση;
«Έχω ψύχωση με τις ειδήσεις. Ξεκινάω με τον Χατζή και την Καλογεροπούλου, από τις 7 παρά μέχρι τις 10. Έρχεται μου μιλάει ο γιος μου και του λέω «σσς! Δε μπορώ τώρα». «Ε, μα δε κάνεις κι άλλη δουλειά» μου λέει. Επίσης βλέπω Game of Throne». Οι Λάνιστερ πάντα πληρώνουν τα χρέη τους, μη ξεχνάμε! Και βλέπω πολύ σινεμά. Μα πάρα πολύ σινεμά»…
– Πιστεύεις πως το καλό θα κερδίσει στο τέλος ή πως θα μας καταπιεί όλους το έλεος της μέρας, η σκληρότητα και η θλίψη;
«Ρε γαμώτο, πιστεύω στο καλό! Και στο DNA μας που έχει μέσα του κλεισμένο αυτό το τρελό χιούμορ –όχι σ’ όλους. Είναι όπλο απέναντι σ’ αυτό που ζούμε. Θα διασωθούμε, λέω, τελικά. Αλλά πολλά είναι, ήδη, τα πτώματα στο πεδίο των μαχών. Η νίκη θα ‘ναι Πύρρειος; Αυτό μόνο φοβάμαι! Και βέβαια με τη δική μου αφέλεια θα ρωτήσω -το νεαρό της ηλικίας μου το επιτρέπει νομίζω!- γιατί οι πλούσιοι αυτής της χώρας γίνονται πλουσιότεροι και δεν φορολογούνται και εγώ κάθε πέντε λεπτά της ώρας να πληρώνω και ένα χαράτσι;».
– Ο γιος και η μητέρα σου, συμφωνούν πολιτικά μεταξύ τους ή μαζί σου;
«Συμφωνούμε και οι τρεις. Μόνο που η μητέρα μου είναι πολύ απογοητευμένη. Πικραμένη. Βλέπει και εμένα να ζορίζομαι! Βλέπει και γύρω της όλο αυτό και δεν το αντέχει. Είναι ευαίσθητη εξαιρετικά και έξυπνη. Ο Παύλος, από την άλλη είναι στην αρχή. Τώρα ξεκινάει ζωή. Είναι οι δυο πόλοι. Ο Παύλος διερωτάται αν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί και να μιλήσει για μουσική ή πρέπει μονοδιάστατα να σπουδάζει και να ψάχνει για δουλειά. Δε θα κάνει αυτά τα νεανικά, που κάναμε όλοι; Να πέσει στα πατώματα για έναν έρωτα; Να μεθύσει; Να δοκιμάσει τη παραφορά; Όχι. Ο Παύλος και οι νέοι γύρω μας, ψάχνουν, σοβαροί πριν την ώρα τους, τι ανάγκες έχει η Νέα Ζηλανδία για δουλειά, να σπουδάσουν το αντίστοιχο, να πάνε εκεί.
– Σε ποιο πράγμα είσαι ψεύτρα απέναντι στο παιδί σου;
«Εγώ του είπα τις μεγάλες κουβέντες. Εγώ του είπα, «φτάνει να ακολουθήσεις το όνειρο σου και αυτό που θέλεις πάντα πετυχαίνει». Κλισέ, το ξέρω! Αλλά το πίστευα. Και ψέμα! Αλλά δεν το ήξερα! Και δεν υπάρχει χειρότερο να κάνει μάνα στο παιδί. Να το διαβεβαιώσει για κάτι και αυτό να ‘ναι ψέμα! Καταρρέει η εμπιστοσύνη του παιδιού και, γαμώτο, δε φταις! Δε φταίμε…»…
– Γιατί πράγμα μετανιώνεις που δεν έκανες;
«Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα» που λέει και ο Σκαρίμπας. Έλεγα, πως από μια ηλικία και μετά θα μπορώ να ζήσω. Δε λιμπίστηκα ποτέ, κοσμήματα, τσάντες, μονόπετρα, ακριβά φορέματα. Μόνο ταξίδια ήθελα να κάνω. Να ‘χω τις καλές μου φίλες και να ταξιδεύω. Έλεγα πως θα γυρίσω τον κόσμο. Και ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι που τους μισώ όλους και μου είπαν «τι όνειρο θες κούκλα μου; –καλά το «κούκλα» μου, παίζει και να μη το είπανε!- δεν έχεις δικαίωμα σε τίποτα».
– Σε νοιάζει η εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα;
«Ναι με νοιάζει. Έχει σημασία, όμως, όχι τι λέει κάποιος, αλλά ποιος το λέει. Κάποια φράση μπορεί να σε τσουρουφλίζει από κάποιον που υπολογίζεις τη γνώμη του και κάποια ακόμη πιο βαριά να σε αφήνει παχύδερμο. Αν ένας πανίβλαξ πει πως είσαι κακή δημοσιογράφος θα το μετρήσεις; Αν το πω γω, που χωρίς να ‘μαστε κολλητές ξέρω πως με εκτιμάς, θα σε νοιάξει! Είχαν πει στον γέρο της δημοκρατίας κάποτε, «Κύριε Πρόεδρε, είπαν αυτό και αυτό για σας». «Ποιος το πε;» ρώτησε εκείνος! «Ο Τάδε». «Ο Τάδε; Τότε δεν έχει καμία σημασία».
– Θα μου πεις κάτι πολύ αισιόδοξο για το τέλος;
«Ξανά θα πω, πως σιγά σιγά καταλάβαμε πως η κατσίκα δεν είναι του γείτονα, αλλά την έχουμε μισή μισή, πως είναι ωραίο και δύναμη και όπλο να δίνουμε ένα χεράκι βοηθείας στον διπλανό, να διατηρούμε τα ανακλαστικά του ελληνικού μας χιούμορ, σαν δυναμίτη απέναντι στην απόγνωσή μας. Όχι, δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη! Φοβερός συλλογισμός αυτός. Σοφή κουβέντα. Δε θα μας φάνε, εμείς θα τους φάμε! Μόνο το χεράκι μας τι ψηφίζει εκείνη τη στιγμή να προσέξουμε ε; Πες τους και εσύ σε όσους μπορείς! Πολύ θα με υποχρεώσουν»…
*** Το βιβλίο της Έλενας Ακρίτα, που βρίσκεται ήδη στην 5η έκδοσή του, «Το Μήλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΔΙΟΠΤΡΑ».
Πηγή: http://newpost.gr/
Use Facebook to Comment on this Post