Αφορμή γι’ αυτό το αρθρίδιο είναι οι δηλώσεις του κ. Νάσου Θεοδωρίδη περί Ιμίων. Υπάρχει όμως ένα γενικότερο πρόβλημα ιστορικής αφήγησης, αποτέλεσμα του δεξιού και αριστερού φανατισμού και
της διελκυστίνδας μεταξύ τους.
Από τη μία πλευρά, οι εθνικιστές κατασκευάζουν μια ιστορική αφήγηση ηρωισμού και εξαίρεσης –το επιλεγόμενο «ιστορικό έπος» που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά– ενώ, από την άλλη, οι αριστεροί προσπαθούν να ανατρέψουν όλους τους εθνικούς μύθους με υποτιθέμενο στόχο την ιστορική αλήθεια που θα συμβάλει στη λαϊκή εξέγερση.
Πλην όμως, «ιστορική αλήθεια» δεν υπάρχει: κάθε έθνος δημιουργεί τη δική του ιστορική αφήγηση για να επιζήσει και να πλοηγηθεί μέσα σ’ έναν ανταγωνιστικό κόσμο, σε μια ισορροπία τρόμου.
Η διδακτική της ιστορίας διέπεται από μια φιλοσοφία που έχει στόχο τη δημιουργία κοινής ταυτότητας και την εξασφάλιση συλλογικού πνεύματος.
Χωρίς κοινή ταυτότητα (σύνορα, γλώσσα, «υπηκοότητα») και χωρίς συλλογικό πνεύμα («εμείς» δίπλα ή απέναντι στους «άλλους») δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη και πολιτισμός.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παιδιά στο σχολείο πρέπει να διδάσκονται «ψέματα» –υπερβολές και διαστρεβλώσεις– ώστε να εξασφαλιστεί η εθνική συνοχή.
Χρειάζεται όμως μέτρο και σύνεση: ο ρόλος του σχολείου και της οικογένειας δεν είναι η κατάρριψη των εθνικών μύθων αλλά η έκθεση και η εξήγησή τους. Τι συνέβη; Γιατί συνέβη; Πώς συνέβη; Ποιοι είμαστε; Ποιοι είναι οι άλλοι;
Τα παιδιά καλούνται να αναρωτηθούν και να μάθουν διατρέχοντας τους αιώνες της ιστορίας που συντίθεται, έτσι κι αλλιώς, από βήματα μπρος, βήματα πίσω, εγκλήματα και μεγαλειώδεις πράξεις.
Γενικά μιλώντας, ο ρόλος του σχολείου δεν είναι απομυθοποιητικός, αλλά μυθοποιητικός: οι άνθρωποι πρέπει να αρχίζουν τη ζωή τους με θέσεις, όχι με αντιθέσεις.
Οι αντιθέσεις αναφύονται στο πέρασμα του χρόνου κι ο καθένας τις διαχειρίζεται όπως μπορεί, με τα εργαλεία που αποκτά σιγά-σιγά.
Υπό αυτή την έννοια, πριν από λίγα χρόνια θεώρησα αποτυχημένο το βιβλίο της ιστορίας της κ. Ρεπούση στο οποίο γινόταν προσπάθεια ιστορικού ρεβιζιονισμού.
Οι επιθέσεις που δέχτηκε προέρχονταν κυρίως από αμαθείς εθνικιστές – δηλαδή από μια πλευρά που συνήθως έχει άδικο εφόσον εμφορείται από στενομυαλιά και μίσος. Εξάλλου, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο ρεβιζιονισμός, η ανάλυση του διφορούμενου, η απόδοση εθνικών ευθυνών δεν έχουν θέση στο σχολείο: είναι μια διαδικασία που χρειάζεται στέρεη πολιτική ταυτότητα, ευρεία ενημέρωση και ωριμότητα.
Όταν είμαστε μικροί έχουμε ανάγκη από απλές, συγκεκριμένες και σίγουρες αρχές, όχι από την αβεβαιότητα και την αμφισημία της πραγματικής ιστορίας. Με αυτές τις αρχές συναρμολογείται η πολιτική ταυτότητα: η ταυτότητα του Έλληνα πολίτη, του Ευρωπαίου και, στην καλύτερη περίπτωση, του διεθνιστή.
Με αυτή τη σειρά – αυτή η σειρά δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταργείται.
Η δεξιά και αριστερή προπαγάνδα συναντιούνται στο σημείο φυγής: αμφότερες παραβιάζουν τους κανόνες της παιδαγωγικής και, για να επιτύχουν τους στόχους τους, χειραγωγούν τα παιδιά, τους οπαδούς τους, το κοινό γενικότερα.
Η δεξιά προπαγάνδα έχει στόχο την εθνική υπερηφάνια μέσω της προγονολατρίας και, συχνά, της παρουσίασης της Ελλάδας σαν το κατ’ εξοχήν θύμα μιας διεθνούς συνωμοσίας («μας φθονούν»).
Η αριστερή προπαγάνδα έχει στόχο την απόρριψη του αστικού πολιτισμού και την παρουσίαση της Ελλάδας ως ατελές ή ψευδές έθνος που βρίσκεται μονίμως εν αδίκω και το οποίο πληρώνει την καταστροφική πολιτική της εγχώριας αστικής τάξης.
Πλην όμως, όλα τα έθνη είναι ατελή και κατασκευασμένα – και η ελληνική ιδιαιτερότητα οφείλεται, εν πολλοίς, στην απουσία της αστικής τάξης.
Η αριστερή προπαγάνδα επιτίθεται σε μια ανύπαρκτη τάξη και καλεί, μέσω του μαστιγώματος και του αυτομαστιγώματος, στην ένωση όλων των προλεταρίων ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας στον δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Τα γεγονότα και οι προσωπικότητες αναλύονται με γνώμονα τις ιστορικές νομοτέλειες: ο ιστορικός υλισμός εφαρμόζεται κατά γράμμα όπως οι ιερές γραφές – το αποτέλεσμα είναι μια σχηματική και διαλυτική αντίληψη για την κοινότητα στην οποία δεν αναγνωρίζεται κανένα ιδεώδες εκτός από την ταξική πάλη.
Έτσι, η παραδοσιακή δεξιά επιδίδεται σε έξαλλο αντιαμερικανισμό από τη μία και σε τουρκοφαγία από την άλλη, ενώ η παραδοσιακή αριστερά (δηλαδή, στην Ελλάδα, ολόκληρη η αριστερά εφόσον δεν υπάρχει «μη παραδοσιακή» αριστερά) επιδίδεται σε παρόμοιο αντιαμερικανισμό και σε τουρκοφιλία εφόσον «οι Τούρκοι εργάτες είναι αδέρφια μας».
Πρόκειται, φυσικά, για ευσεβείς πόθους, για τη γνώριμη τακτική της αριστεράς να επιβάλει φαντασιακές πραγματικότητες μέσω της μαρξιστικής λογικής.
Τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά ζουν μέσα στο ψέμα και προπαγανδίζουν το ψέμα.
Η ιστορική αλήθεια είναι πολύπλευρη και φευγαλέα· και δεν αποτελεί το μονοπώλιο κανενός. Πρόκειται για μια αφήγηση, για μια επιλογή εκδοχών, όχι για μια αδιαφιλονίκητη αντικειμενικότητα.
Πιστεύω ότι το μάθημα της ιστορίας έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διάλυση που αντιμετωπίζουμε σήμερα: ο εθνικισμός με τα οράματα δόξας και τις στρατιωτικές παρελάσεις έδωσε τη θέση του σε συμπεριφορά δολιοφθοράς, σε σύγχυση ταυτότητας, σε κοινωνικό μίσος.
AthensVoice