xOrisOria News

Ο σχηματισμός της πρώτης Οικουμενικής κυβέρνησης μετά τον Εθνικό Διχασμό

Γεώργιος Κονδύλης

γράφει οΦιλίστωρ

Πρόλογος – η πολιτική κατάσταση μετά την πτώση της δικτατορίας του Παγκάλου

Στις 23 Αυγούστου 1926 στρατιωτικές δυνάμεις στην Αθήνα υπό την ηγεσία του Κονδύλη ανέτρεψαν την δικτατορία του Παγκάλου. Η πρώτη κίνηση του επικεφαλής της “επανάστασης” ήταν να
επαναφέρει τον Κουντουριώτη ως νόμιμο θεματοφύλακα της Α΄ αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το αίτημα μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης ήταν το γεφύρωμα του χάσματος μεταξύ βασιλοφρόνων και Βενιζελικών και τον σχηματισμό Οικουμενικής κυβέρνησης. Στην πρώτη σύσκεψη πολιτικών αρχηγών με τον Κουντουριώτη,επικράτησε απόλυτη διάσταση απόψεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών καθώς ο καθένας είχε διαφορετικές επιδιώξεις. Ο Κονδύλης δεχόταν οποιονδήποτε Πρωθυπουργό, αλλά ήθελε για τον ίδιο τα τρία πολεμικά υπουργεία, οι Βενιζελικοί ζητούσαν Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ζαΐμη η τον Μιχαλακόπουλο, ενώ οι αντιβενιζελικοί αρχηγοί ζητούσαν παραίτηση Κονδύλη, σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και εκλογές με πλειοψηφικό.

Ο Κουντουριώτης εκμεταλλεύτηκε την ασυννενοησία και

Ο Κουντουριώτης καταφθάνει σε επίσημη εκδήλωση

έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κονδύλη. Στην κυβέρνηση Κονδύλη που ορκίστηκε στις 26 Αυγούστου [1] δεν συμμετείχαν γνωστοί πολιτευτές των Βενιζελικών και ο ίδιος διατήρησε τα στρατιωτικά χαρτοφυλάκια ενώ δύο χαρτοφυλάκια δόθηκαν σε αντιβενιζελικούς: το υπουργείο εξωτερικών στον Περικλή Αργυρόπουλο και λίγες μέρες μετά το υπουργείο Πρόνοιας στον Ηλία Αποσκίτη για να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις ότι η νέα κατάσταση ήταν μια ακόμη Βενιζελική παραφυάδα. Η πρόθεση του Κονδύλη ήταν να παραμείνει στην εξουσία τουλάχιστον ένα εξάμηνο και αμέσως μετά να διεξάγει εκλογές ώστε να καρπωθεί πολιτικά την πτώση του Παγκάλου αλλά και τις (πιθανές) παροχές που θα έκανε στο ενδιάμεσο διάστημα. Οι προθέσεις αυτές φαίνονταν τόσο από το πρώτο του διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό που μιλούσε για οκτάμηνο μέχρι τις εκλογές, αλλά και από προκήρυξη που εκδόθηκε ανώνυμα υποτίθεται από τον «στρατό και τον στόλο» και η οποία περιείχε παροχές κυβερνητικού προγράμματος όπως μείωση φορολογίας, εξυγίανση εθνικού νομίσματος, αποκατάσταση αγροτών προσφύγων κτλ. Σαν εναλλακτική επιλογή φυσικά υπήρχε πάντοτε η κήρυξη νέας δικτατορίας από τον Κονδύλη, επικαλούμενος εσωτερικούς και εξωτερικούς πραγματικούς η μη κινδύνους.

Αντιπαραθέσεις μεταξύ Βενιζελικών – Αντιβενιζελικών και ο τελικός μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός

Η θέση του Κονδύλη, ωστόσο, δεν ήταν εύκολη, καθώς όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ανάρρησή του στην εξουσία (ειδικά ο Καφαντάρης που έκανε επιθέσεις εναντίον του σε καθημερινή βάση), ενώ εναντίον του κινούντο και οι αξιωματικοί οι οποίοι επηρεάζονταν από τον Πλαστήρα και απαιτούσαν εκκαθάριση του στρατεύματος από τους πρώην Παγκαλικούς. Επίσης υπήρχε πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη για την συνεχή επέμβαση του στρατού στην πολιτική, δυσαρέσκεια που υποδαυλιζόταν κυρίως από τις συντηρητικές εφημερίδες που κατήγγειλαν τον Κονδύλη ως έναν ακόμη κινηματία που σφετερίστηκε την εξουσία. Οι κατηγορίες αυτές έβρισκαν μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη λόγω του παρελθόντος του Κονδύλη και της συμμετοχής του σε παλαιές επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική. Από πολλές μεριές υποβαλλόταν το πολιτικό αίτημα για την δημιουργία Οικουμενικής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, αλλά και την άμεση προσφυγή στις κάλπες λύση που προφανώς δεν εξυπηρετούσε τους σχεδιασμούς του Κονδύλη.

Παναγής Τσαλδάρης

Τελικώς στην περίπτωση των εκλογών της 7ης Νοεμβρίου επιτεύχθηκε ένας (πρώτος) αμοιβαίος συμβιβασμός: δεκαπενθήμερη αναβολή από την πρώτη ορισθείσα ημερομηνία, οι εκλογές έγιναν με την απλή αναλογική που είχε ψηφιστεί από την Δ΄ Εθνοσυνέλευση λίγο πριν την διάλυση της[2] και όχι με το εκλογικό σύστημα του Δεκεμβρίου του 1923 και όσοι υπουργοί του Κονδύλη συμμετείχαν στις εκλογές αναγκάστηκαν να παραιτηθούν προ των εκλογών[3]. Τα αντιβενιζελικά κόμματα συμμετείχαν κανονικά αναγνωρίζοντας εμμέσως την επελθούσα πολιτειακή μεταβολή πιθανά λαμβάνοντας μια υπόσχεση επαναφοράς αποτάκτων βασιλοφρόνων αξιωματικών μετεκλογικά, σε ένα πολιτικό σκηνικό στο οποίο οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι έτσι η αλλιώς λόγω εκλογικού συστήματος θα μοιράζονταν την πολιτική εξουσία. Κεντρικό ρόλο στον συμβιβασμό διαδραμάτισε ο Μεταξάς ο οποίος διέσπασε το αντιβενιζελικό μέτωπο δηλώνοντας ότι θα κατέβαινε στις εκλογές ασχέτως ανταλλαγμάτων, αναγκάζοντας τον Τσαλδάρη να κάνει το ίδιο. Πιεζόμενος ασφυκτικά από τον Τύπο και την κοινή γνώμη ο Κονδύλης τήρησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει και δεν πολιτεύτηκε.

Ο αποκλεισμός των υποστηρικτών του Παγκάλου από τις εκλογές

Αναμφίβολα αποτέλεσε στίγμα για την νομιμότητα των

Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος το 1927

εκλογών η απόφαση του Κονδύλη να μην επιτρέψει την κάθοδο σε αυτές όλων όσοι είχαν διατελέσει υπουργοί κατά την Παγκαλική περίοδο[4]. Η απόφαση αυτή υποστηρίχθηκε ενεργά από όλους τους αρχηγούς των Βενιζελικών κομμάτων που ορθά προέβλεπαν ότι ένα Παγκαλικό κόμμα θα μείωνε την εκλογική τους επιρροή. Ομοίως οι αντιβενιζελικοί πολιτικοί αρχηγοί που παρουσιάζονταν ως αμύντορες της νομιμότητας στην περίπτωση αυτή σιώπησαν φοβούμενοι μια πολιτική αναμέτρηση με τα υπολείμματα του προηγούμενου καθεστώτος που φάνηκε ότι δεν στερούταν εντελώς δημοτικότητας ανάμεσα στους πολίτες. Πολλά δικαστήρια σε όλη την Ελλάδα αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον νέο νόμο ανακηρύσσοντας υποψηφίους τους περισσότερους από τους αποκλεισθέντες που έθεσαν κανονικά την υποψηφιότητα τους.

Η αντίδραση του Κονδύλη υπήρξε άμεση: με νέα συντακτική πράξη ακύρωσε εκ νέου τις υποψηφιότητες, κατήργησε την ισοβιότητα των δικαστών και απέλυσε όλους όσοι δεν είχαν πειθαρχήσει στον πρώτο νόμο. Στην νέα αυτή αμφιλεγόμενη τουλάχιστον, πρωτοβουλία βρήκε αρωγούς εκτός του Παπαναστασίου και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κουντουριώτη. Ο Τσαλδάρης με δηλώσεις του στον Τύπο διαμαρτυρήθηκε έντονα τόσο για την αντισυνταγματική παύση των δικαστών, όσο και για την πρωτοφανή κατάργηση των αποφάσεων τους που δικονομικά δεν έστεκε. Τελικώς στις εκλογές έναντι των αποκλεισθέντων

Θεόδωρος Πάγκαλος

Παγκαλικών κατέβηκαν στενοί συγγενείς τους οι οποίοι εξελέγησαν όλοι πανηγυρικώς[5]. Στην συνεδρίαση της Βουλής στις 20 Δεκεμβρίου που συζητήθηκε η κύρωση της πρωτοφανούς αυτής απόφασης, αποδοκιμάστηκε έντονα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής (Βοζίκης, Πετράκος, Α. Μητσοτάκης) αλλά ακόμη και από το πρόεδρο του Σώματος (Σοφούλης) και τελικώς υπερψηφίστηκε[6] γιατί διαφορετικά θα σήμαινε την ακύρωση και επανάληψη των εκλογών.

Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Νοεμβρίου

Τόσο η σύντομη προεκλογική περίοδος όσο και η ημέρα των εκλογών κύλισαν σε υποδειγματική ηρεμία σε σύγκριση με τις εκλογές της προηγούμενης δεκαετίας. Η κοινή γνώμη ήταν κουρασμένη από την συνεχή ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης βενιζελικών – αντιβενιζελικών κι επεδίωκε την ομαλοποίηση της κατάστασης, την απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική και την συνεργασία όλων των κομμάτων.Οι εκλογές έγιναν για πρώτη φορά με ψηφοδέλτιο σε όλη την Ελλάδα. Τα τελικά αποτελέσματα ήταν:

Λαϊκό Κόμμα (Παναγής Τσαλδάρης) 194.479 ψήφοι, 20,23% 60 έδρες

Κόμμα Ελευθεροφρόνων (Ιωάννης Μεταξάς) , 151.660 ψήφοι. 15,78% , 52 έδρες

Άλλα Αντιβενιζελικά κόμματα 57.093 ψήφοι, 5,94% 15 έδρες

Ένωση Φιλελευθέρων (Καφαντάρης – Μιχαλακόπουλος), 304.727 ψήφοι. 31,70%, 108 έδρες

Αγροτο-Εργατικό Κόμμα ( Αλέξανδρος Μυλωνάς), 62.260 ψήφοι. 6,48%, 17 έδρες

Άλλα Βενιζελικά Κόμματα ( Παπαναστασίου , Σοφούλης)83.033 ψήφοι, 8,64%, 18 έδρες

Αγροτικό Κόμμα 28.318 ψήφοι, 2,95 %, 4 έδρες

Κομμουνιστικό Κόμμα 41.982 ψήφοι, 4,37 %, 10 έδρες

Υπόλοιπα Κόμματα 37.674 ψήφοι, 3,91%, 2 έδρες

Εβραϊκή Πολιτική Ένωση 5.825 ψήφοι, 0,60%, 2 έδρες

Εκτίμηση του αποτελέσματος


Γεώργιος Καφαντάρης

Ουσιαστικά το αποτέλεσμα ήταν μια ισοπαλία μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών δυνάμεων λόγω της απλής αναλογικής. Αναμφίβολα το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν μια επιτυχία του μετριοπαθούς Βενιζελισμού. Κι αυτό γιατί στο προηγούμενο διάστημα 1923-1926, ο Βενιζελισμός είχε χρεωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης με την κακοδιοίκηση, τις αποτυχίες στην εξωτερική πολιτική, τις επεμβάσεις του στρατού και την δημοσιονομική ασφυξία που οδήγησε σε περισσότερους φόρους, μείωση της αξίας της δραχμής κτλ. Το αποτέλεσμα ήταν επίσης μια έμμεση επιβεβαίωση ότι η Πολιτειακή μεταβολή που είχε συντελεστεί με αμφίβολα μέσα ίσως είχε ακόμη πολλούς φανατικούς αντιπάλους, αλλά παρέμενε ελαφρώς πλειοψηφική. Σημαντικό πολιτικό έρεισμα του Βενιζελισμού υπήρξε η προσφυγική ψήφος, ενώ ασχέτως ότι δεν σημειώθηκαν υπερβάσεις, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αξία του γεγονότος ότι η κρατική μηχανή και ο στρατός βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του Βενιζελισμού.

Στους κερδισμένους ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς που για πρώτη (και τελευταία) φορά κατάφερε να διεμβολίσει πολιτικά την πρωτοκαθεδρία των “Λαϊκών”, παρά τον ανηλεή και πολλές φορές βρώμικο πόλεμο που δέχθηκε από τις εφημερίδες τους. Επίσης το ΚΚΕ για πρώτη φορά στην ιστορία του, κατάφερε να εκλέξει βουλευτές παρά την πολεμική που δέχθηκε από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα για τις διεθνιστικές αντεθνικές θέσεις του. Στους χαμένους αναμφίβολα ήταν οι Παπαναστασίου και Σοφούλης καθώς η καταγραφή της εκλογικής τους δύναμης ήταν αντιστρόφως ανάλογη του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στην παρελθούσα τριετία αλλά και των προσωπικών τους φιλοδοξιών.

Σχηματισμός της Οικουμενικής κυβέρνησης Ζαΐμη


Αλέξανδρος Ζαΐμης

Το αποτέλεσμα εξανάγκασε τα κόμματα να αφήσουν τις εντάσεις και τις αντιπαραθέσεις και να συμβιβαστούν, κάτι που επιζητούσε διακαώς η κοινή γνώμη. Έτσι σχηματίστηκε Οικουμενική κυβέρνηση στις 4 Δεκεμβρίου 1926 υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Ζαΐμη στην οποία είχαν 6 υπουργεία οι βενιζελικοί κι 5 οι αντιβενιζελικοί. Όλοι οι αρχηγοί των κομμάτων ανέλαβαν χαρτοφυλάκια σε μια κυβέρνηση που διέθετε τους εμπειρότερους και ικανότερους πολιτευτές της εποχής εκείνης, πλην του Ελευθέριου Βενιζέλου που δεν είχα λάβει μέρος στις εκλογές και ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι.

Οι επιδόσεις της κυβέρνησης σε πολλούς τομείς δεν ήταν ευκαταφρόνητες (σταθεροποίηση δραχμής, ψήφιση νέου συντάγματος, εξυγίανση στρατού, τέλεση δημοσίων έργων κτλ), αλλά θα μπορούσαν να είναι ακόμη καλύτερες αν οι συμμετέχοντες ήταν ειλικρινέστεροι και δεν αναλώνονταν σε αυτό το παιχνίδι ισορροπιών που είναι τόσο ελκυστικό στους πολιτικούς και στους κομματάρχες από την εποχή της αρχαίας Αθήνας του Περικλή.

Έχω την εντύπωση ότι το σημαντικότερο επίτευγμα της κυβέρνησης αυτής είναι ότι θανάσιμοι πολιτικοί εχθροί μετά από μια δεκαετία που αλληλο-εξορίζονταν η αλληλο-φυλακίζονταν, συνεργάστηκαν σχετικώς επιτυχημένα. Αυτό πιστεύω πως είναι ένα ιστορικό δίδαγμα πιο επίκαιρο από ποτέ….

Ι. Β. Δ.

(Το άρθρο είναι μια διασκευή τμήματος μιας έρευνας που διεξάγω για την περίοδο 1923-1926, εδώ και μια πενταετία σχεδόν. Στο μέλλον θα παρουσιάσω και άλλα αποσπάσματα της με πιο πρωτότυπο υλικό…)

Σημειώσεις

[1] Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος υπουργός δικαιοσύνης, Λουκάς Νάκος υπουργός Γεωργίας, Θρασύβουλος Πετιμεζάς υπουργός εσωτερικών, Αλέξανδρος Παππάς υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και Ιωάννης Δροσόπουλος υπουργός Οικονομικών (πηγή: ιστοσελίδα γενικής γραμματείας κυβέρνησης: http://www.ggk.gov.gr/?p=961)
[2] Το εκλογικό σύστημα προέβλεπε 37 εκλογικές περιφέρειες, ένα όριο 22.000 ψηφοφόρων ανά έδρα, τρεις κατανομές με ευνοϊκή αντιμετώπιση τω μικρών κομμάτων. Διατηρούνταν το προνόμιο των 7 εδρών για τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά που θα εξέλεγαν τους βουλευτές τους με σφαιρίδιο και πλειοψηφικό.
[3] Αρχικώς τα αντιβενιζελικά κόμματα ζήτησαν την παραίτηση Κονδύλη και την διενέργεια των εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Όταν αυτό δεν έγινε δεκτό από τον Κουντουριώτη, ζήτησαν ως ελάχιστο την παραίτηση όσων υπουργών θα πολιτεύονταν
[4] Είναι μια πληροφορία που δε έχει αναδειχθεί επαρκώς στην βιβλιογραφία
[5] Εκλέχθηκαν ο Θαλής Τσιριμώκος αντί του Ιωάννη Τσιριμώκου, Ο Ρούσος Κούνδουρος αντί του Ιωσήφ, Ο Βασίλειος Κανακάρης Ρούφος αντί του Λουκά, ο Ιωάννης Ευταξίας αντί του Αθανάσιου
[6] Με 131 υπέρ και 58 κατά

Use Facebook to Comment on this Post