Για το Μπέλφαστ, για το Γιόρκσαΐρ, για το Μπρίξτον…
Μια ματιά στo κύμα ενθουσιωδών αντιδράσεων ανθρώπων από όλο τον πλανήτη στα κοινωνικά δίκτυα αρκεί για να επιβεβαιωθεί κάτι που ήδη ξέραμε: η Μάργκαρετ Θάτσερ πεθαίνει ως πιο…
λαομίσητη πολιτικός των τελευταίων δεκαετιών.
Η προσμονή του θανάτου της Θάτσερ έγινε αναπόσπαστο τμήμα της κουλτούρας των «από κάτω» στη Βρετανία (αλλά και διεθνώς), όπως εκφράστηκε με συνθήματα, τραγούδια κλπ. Το «πάρτι όταν πεθάνει», αποδείχθηκε πως δεν ήταν υπερβολικό αστείο. Στους δρόμους του Μπρίξτον, της Γλασκώβης, του Λιντς, του Μπέλφαστ ξέσπασαν πανηγυρισμοί και άνοιξαν σαμπάνιες και πολλά ακόμα πάρτι οργανώνονται. Στις κοινότητες των -κλειστών πια- ορυχείων στο Γιόρκσαϊρ οι παλιοί ανθρακωρύχοι συγκεντρώθηκαν στις παμπς τους και γιόρτασαν το γεγονός, εκφράζοντας θλίψη «μόνο για τους συναδέλφους που δεν είναι πια μαζί μας, δεν πρόλαβαν να την δουν νεκρή». Η διάσημη ιστοσελίδα isthatcherdeadyet.co.uk («πέθανε η Θάτσερ»;) άλλαξε το «όχι ακόμα» με ένα πανηγυρικό «ΝΑΙ! Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε» και καλεί τους επισκέπτες της να ενημερώσουν για το πώς θα το γιορτάσουν.
Είναι η «εκδίκηση» των θυμάτων της πολιτικής της, για τα οποία δεν έχυσε δάκρυ κανείς από τους μεγαλοσχολιαστές των ελίτ που γράφουν ύμνους στην κυρία και επικρίνουν τους «ασεβείς».
Είναι η «εκδίκηση» όσων θυμόμαστε:
Τον Μπόμπι Σαντς και τους άλλους Ιρλανδούς απεργούς πείνας, που αφέθηκαν να πεθάνουν αιχμάλωτοι στα κελιά της Αυτού Μεγαλειότητας, για να αποδείξει η «Κυρία» ότι είναι «Σιδηρά».
Τους ανθρακωρύχους που σκοτώθηκαν στις άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία στη διάρκεια της ηρωικής απεργίας τους. Αλλά και όλους τους ανθρακωρύχους, τις οικογένειές τους, τον κόσμο των κοινοτήτων τους που ρημάχτηκαν οι ζωές τους από την νίκη της Θάτσερ και το κλείσιμο των ορυχείων.
Τους νεκρούς στον «Πόλεμο των Φώκλαντ», τον οποίο εξαπέλυσε για να μαζέψει το πολιτικό κεφάλαιο που χρειαζόταν στον πόλεμό της ενάντια στο εργατικό κίνημα. Ανάμεσά τους, οι 323 ναύτες του Belgrano, το οποίο η Θάτσερ έδωσε εντολή να βυθιστεί ενώ το πλοίο βρισκόταν εκτός της «ζώνης αποκλεισμού» και επιχειρούσε να απομακρυνθεί από το βρετανικό στόλο.
Τα παιδιά σε όλη τη Βρετανία που στερήθηκαν το γάλα και το πρωινό που παρείχαν τα δημόσια σχολεία, προτού τα καταργήσει η κυβέρνηση Θάτσερ.
Τα εκατομμύρια εργαζομένων και φτωχών που είδαν το κοινωνικό κράτος να διαλύεται, τα συνδικάτα και τα εργατικά δικαιώματα να συντρίβονται, να χάνουν τις δουλειές τους μαζικά. Τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των ανθρώπων, που μεγάλωσαν σε φτωχές οικογένειες σε ρημαγμένες πόλεις και «έμαθαν» να μισούν τη Θάτσερ, χωρίς να την έχουν καν προλάβει.
Τους 96 νεκρούς οπαδούς της Λίβερπουλ στο Χίλσμπορο. Η αποκάλυψη της αλήθειας λίγο καιρό πριν, για τις ευθύνες της αστυνομίας και την συνειδητή κυβερνητική συγκάλυψη, τους δικαίωσε.
Όπως έγραψε ο άγγλος αθλητικός συντάκτης για την κριτική που δέχτηκε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επειδή δεν κράτησε ενός λεπτού σιγή, «υπάρχουν τουλάχιστον 96 λόγοι για να μην τιμηθεί η Θάτσερ».
Τα παιδιά του Μπρίξτον και κάθε άλλου διαδηλωτή που τα κόκαλά του χτυπήθηκαν από τα γκλομπς της αστυνομίας, του βασικού στηρίγματος της Θάτσερ.
Τα θύματα στη Χιλή του αγαπημένου της δικτάτορα Πινοσέτ (τον οποίο στήριζε με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια). Τα θύματα του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, το οποίο υπερασπιζόταν θερμά καταγγέλοντας το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο του Νέλσον Μαντέλα ως τρομοκρατική οργάνωση.
Τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους μετανάστες, που μπήκαν στο στόχαστρο των συντηρητικών πολιτικών και ιδεών της, που έζησαν στο ζοφερό γκρίζο τοπίο της Βρετανίας του ’80.
Τη μέρα του θανάτου της, το δημοφιλές συγκρότημα Cumbawamba, έδωσε στην κυκλοφορία το προαναγγελθέν εδώ και καιρό CD «εις μνήμην της Θάτσερ». Στην πανηγυρική τους ανακοίνωση, που τονίζει πως ναι θα συνεχίσουμε να παλεύουμε, αλλά προς το παρόν μπορούμε να πιούμε και να χορέψουμε, απαντούν στους «πολιτικά πολιτισμένους»: «Αν πρέπει να δείξουμε λίγη ευλάβεια και ευπρέπεια τέτοιες στιγμές, εντάξει. Στέλνουμε τη βαθύτερή μας συμπάθεια στις οικογένειες όλων των θυμάτων της Μάργκαρετ Θάτσερ».
Η Θάτσερ μισούσε βαθιά τους «από κάτω» και το ίδιο βαθύ μίσος εισέπραττε από τα χρόνια της στην κυβέρνηση μέχρι τη μέρα του θανάτου της. Ο άνθρωπος που περιέγραψε καλύτερα από όλους αυτό το συναίσθημα ήταν ο David Hopper, γραμματέας της ένωσης ανθρακωρύχων του Durham. Ο πρώην ανθρακωρύχος έκλεισε τα 70 τη Δευτέρα και δήλωσε:
«Είναι από τα καλύτερα γενέθλια που είχα ποτέ… κατέστρεψε την κοινότητά μας, τα χωριά μας, τους ανθρώπους μας. Το συνδικάτο ανυπομονούσε γι’ αυτή τη μέρα και χαίρομαι που έζησα να την δω να πεθαίνει. Είναι μια μεγάλη μέρα για όλους τους ανθρακωρύχους, φαντάζομαι θα κάνουμε αντιδιαδήλωση τη μέρα της κηδείας της».
Ο Μπόμπι Σαντς, λίγο πριν πεθάνει, έγραψε πως «εκδίκησή μας θα είναι το γέλιο των παιδιών μας».
Δεν γίνεται να μην το θυμηθεί κανείς, βλέποντας τα γέλια και τους πανηγυρισμούς στο Μπέλφαστ και αλλού.
Η τελική δικαίωση θα έρθει όταν θάψουμε μια για πάντα την «κληρονομιά» της.
Στα τσακίδια Μάγκι Θάτσερ.