Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Αν αναζητούσαμε την πιο αιρετική μορφή στο φάσμα της γυναικείας μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, θα τη βρίσκαμε στο πρόσωπο της Λιλής Ζωγράφου. Υπήρξε ανατρεπτική, αντισυμβατική,
μαστιγώνοντας και γρονθοκοπώντας το σύστημα στο μαλακό υπογάστριό του. Με την οργίλη φωνή της και….
τον χαλκέντερο λόγο της, τάραξε τα λιμνάζοντας νερά του κοινωνικού μας εφησυχασμού και της μικροαστικής μας μακαριότητας. Αυτή η αναρχική μούσα των ελληνικών γραμμάτων, που κοπέλα νεαρή είχε συλληφθεί εγκυμονούσα για τη αντιστασιακή της δράση και έφερε στον κόσμο την κόρη της στις
φυλακές, την γνωστή αργότερα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη. Παίρνοντας το βάπτισμα πυρός για μια ζωή άναρχη, σκληρή,
μακριά και πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις και τους κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς. Από τα πιο προσφιλή θέματα στις νουβέλες και τα μυθιστορήματα της Ζωγράφου είναι η καταπίεση των γυναικών.
Καταπίεση που κρατούσε από τις προηγούμενες δεκαετίες από το επικρατούν πατριαρχικό σύστημα και στις μέρες μας έφτανε στην μη έμπρακτη ισότιμη αναγνώριση των γυναικών στις κοινωνικές επάλξεις.
Ακόμα η Ζωγράφου ως κατ΄ εξοχήν αντιεξουσιαστικό άτομο που ήρε τις ρίζες του ανυπότακτου χαρακτήρα της, στη γενέθλια γή της λεβεντομάνας Κρήτης, στηλίτευσε ανεξάντλητα και με παλμό μέσα από τα ρωμαλέα κείμενά της την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αντικείμενο της σκληρής και αιχμηρής κριτικής της υπήρξε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα του καπιταλισμού που εγκαθιστώντας με την αρωγή άλλων πρόσφορων κοινωνικών δομών ένα παγκόσμιο σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης, απομυζά τον άνθρωπο και οδηγεί τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες στην κοινωνική εξαχρείωση. Αγάπη, βία και ελευθερία, είναι τα τρία κύρια χαρακτη-ριστικά που διαπνέουν τη γραφή της Ζωγράφου και αυτές οι τρείς πινελιές των κειμένων της, είναι αδρά αποτυπωμένες στο πρόσωπο και την ψυχή της. Βεβαίως για αυτή τη στάση της η Ζωγράφου πλήρωσε και το απαιτούμενο τίμημα.
Ήταν ένας κομήτης που συχνά πυκνά, χαλούσε και κατέστρεφε το ωραίο κάδρο της επικρατούσας πνευματικής και ακαδημαϊκής μας τάξης. Για αυτό και αγνοήθηκε αρκετές φορές άδικα και συνειδητά από την επίσημη κριτική και επιχειρήθηκε η περιθωριοποίησή της από τους μηχανισμούς των εκδοτικών κυκλωμάτων. Όμως ήταν αυτή η αγάπη και η ηθική ζεστασιά του αναγνωστικού κοινού, που στήριξε τη Ζωγράφου και γονιμοποίησε την αστείρευτη δημιουργικότητάς της. Ανεξάρτητα πάντως όπως εύστοχα σημείωσε σε μια κριτική του προσέγγιση ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα «Νέα», «αν συμφωνούσε κανείς με τις κάπως άγαρμπες πότε πότε δημοσιολογικές παρεμβάσεις της, αν και στην ουσία ήταν πάντα καίριες και τον ρητορισμό που μπορεί να έχουν κάποιές νουβέλες και μυθιστορήματά της, κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει ποτέ ότι έγραψε μίζερα και στενόκαρδα». Τα κείμενά της ξεχωρίζουν για ην ηθική τους δύναμη, τη ζωντάνια, την
επαναστατικότητα των μηνυμάτων τους, αλλά και την απαρασάλευτη πίστη να αντισταθούν και να
καταγγείλουν βροντερά ότι περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία. Και διακηρύττει με παρρησία διαρκώς μέσα σ΄ αυτά τη μοναδικότητα της ανθρώπινης οντότητας, την αυτοτέλεια και την αυθυπαρξία της, αλλά και την καθολική της άρνηση να ενταχθεί στις δομές των κρατούντων εξουσιαστικών μηχανισμών και να γίνει «γρανάζι και μηχανή» σε ένα άκαρδο και άνοστο κόσμο.
Η Λιλή Ζωγράφου βγήκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα το 1949 με τη συλλογή από
νουβέλες «Αγάπη». Ωστόσο ευρύτερα γνωστή στο αναγνωστικό κοινό θα γίνει 10 χρόνια αργότερα με ένα πολυδύναμο ψυχαναλυτικό δοκίμιο-βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, υπο τον τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης ένας τραγικός». Το βιβλίο της αυτό επιχειρούσε μια απομυθοποιητική ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητάς του. Δοκίμιο που δεκαετίες μετά τη συγγραφή του εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή βιβλιογραφική αναφορά για τον Κρήτη γίγαντα των ελληνικών γραμμάτων. Πιο πολύκροτο ωστόσο βιβλίο της, ιδίως από την αντίδραση που εκδηλώθηκε από την πλευρά της εκκλησίας ήταν το «Αντίγνωση – τα δεκανίκια του καπιταλισμού». Στο βιβλίο της αυτό η Ζωγράφου απέδιδε την οικοδόμηση και παγίωση του παγκόσμιου συστήματος οικονομικής εξουσίας και εκμετάλλευσης στη θρησκεία και την βιοθεωρία του χριστιανισμού.
Όμως το βιβλίο που γονιμοποίησε στο έπακρο τη σχέση της Ζωγράφου με το αναγνωστικό
κοινό και την έκανε να αγαπηθεί πάρα πολύ ήταν το εκ των τελευταίων της μυθιστορημάτων «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Σε τούτο βεβαίως συνέτεινε και η αριστουργηματική μεταφορά του έργου στην μικρή οθόνη, με την σκηνοθεσία του επιδέξιου τεχνίτη του είδους Κώστα Κουτσομύτη. Σ΄ αυτό το βιβλίο η Ζωγράφου κατορθώνει να εξωθήσει τον αναγνώστη σε άλλες προσεγγίσεις της ζωής. Να την δει με άλλο μάτι, ανοιχτόκαρδα και να ψαύσει από αυτήν ανυποψίαστες αλήθειες. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα βιβλίο σταθμό στην ελληνική λογοτεχνία και συνιστά ένα από τα πιο όμορφα μικρά διαμάντια της. Κύριο θέμα του βιβλίου είναι η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες ηρωίδες από ένα δεσποτικό, πατριαρχικό περιβάλλον αρνούμενες να δεχτούν την επίλευση του έρωτα, προκειμένου να είναι συνεπείς με τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής. Κεντρικό πρόσωπο η Ερατώ.
Μια καταπιεσμένη έφηβη που υφίσταται ατέρμονα τη δεσποτεία των γεροντοκόρων αδελφών της και της μητέρας της που προσπαθώντας να κρατήσει εύθραυστες ισορροπίες μετά το θάνατο του πατέρα, υιοθετεί υιοθετεί και αυτή αυταρχικές νοοτροπίες. Η Ερατώ θα γνωρίσει κάποιον ιταλό στη διάρκεια της κατοχής, τον οποίο ερωτεύεται προτού καλά καλά να συνειδητοποιήσει τι θα πει έρωτας. Θα αποκτήσει μαζί του μια κόρη, που δεν θα μάθει ποια είναι η πραγματική της μητέρα, παρά στο τέλος της ιστορίας. Η μητέρα της Ερατώς για να την προστατεύσει από την κατακραυγή της τοπικής κοινωνίας, παρουσιάζει το παιδί ως δικό της κρύβοντας τον ιταλό στρατιώτη στο υπόγειο του σπιτιού τους.
Η ιστορία της Ερατώς είναι η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών στην μυθιστορηματική της εκδοχή. Η ιστορία της ανόδου και της πτώσης πολλών ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμβάσεων. Η ηρωίδα Ερατώ λειτουργεί στο βιβλίο σαν το συλλογικό υποκείμενο. Λέει όσα σκέπτονται οι άλλοι, αλλά δεν τολμούν να πούν. Είναι το μαύρο πρόβατο της αυταρχικής οικογένειάς της, που στενάζει κάτω από τις κοινωνικές συμβάσεις, ταυτόχρονα όμως είναι και ο φάρος της ελπίδας, σαν η μόνη που μπορεί να σπάσει το κέλυφος του ψεύδους και της καταπίεσης και
να ρουφήξει μερικές ηλιαχτίδες ζωής. Τρυφερή ατελείωτα, αλλά ενίοτε και κυνική αφού φτάνει στο σημείο να φτύσει κατάμουτρα και την ίδια της την κόρη. Η Ζωγράφου σ΄ αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα δεν χαρίζεται σε καμιά από τις στερημένες για ζωή καταπιεσμένες ηρωίδες της. Και επιφυλάσσει για όλες μια σκληρή μοίρα. Χτυπάει ατέρμονα την κεντρική ηρωίδα Ερατώ, αλλά και την λυτρώνει κάθε στιγμή.
Την λυπάται αλλά και τη δικαιώνει συνάμα. Παράλληλα όμως με τη ζωντάνια και την αριστουργηματική δομή του το μυθιστόρημα βρίθει σε κριτικές, αποφθεγματικές σκέψεις της Ζωγράφου, που συμπυκνώνουν μέσα τους όλη τη φιλοσοφία και τη μαγεία της ζωής. Αφορισμοί και ατάκες κάνουν το κείμενο να διαβάζεται απνευστί. Καταθέτει ηθικά η Ζωγράφου για την τιμή «Η τιμή λειτουργεί σαν φονικό όπλο και σαν ελαφρυντικό για το φονιά», για τους κοινωνικούς τίτλους «Οι τίτλοι δικά μας κατασκευάσματα είναι, εμείς τα αποδίδουμε σε κάποιους είτε από δουλοπρέπεια, είτε από άγνοια», επίσης «Ο καθένας μας είναι αθώος, ώσπου να γνωρίσει τη χυδαιότητα, την βαναυσότητα των ανθρώπων, ώσπου να να βουτήξει ως το λαιμό στη λάσπη που εκκρίνει ο άλλος», «Τι θα πεί ελευθερία; Μα η αθωότητα να μη γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων. Μόνο ως τότε είσαι λεύτερος». Και με ποιητικό τρόπο για τη μάνα «Η μάνα μας ήταν
γλυκοφιλούσα, ζωοδότρα, ζέσταινε τις βαρυχειμωνιές και ξαστέρωνε τις ομορφιές του κόσμου. Όχι δε ήταν θεός, είναι αδιάφορος αυτός, η μάνα μας αγαπούσε. Θεέ πόσο αγαπούσε ….αν μου σκίσεις με μια μαχαιριά το δέρμα, δεν θα τρέξει αίμα, μα η αγάπη της, τέτοια αγάπη βύζαξα ….», «Και το πιστεύω όταν την αποκαλώ αντιαγία γιατί οι άγιοι και ο θεός έχουν απάνθρωπες απαιτήσεις από τους θνητούς, ενώ η μάνα μας, τόσο ενάρετη η ίδια ήξερε πόσο αντιανθρώπινο είναι να είσαι αλάθητος», «Οχτώ φορές πλάστηκε μέσα της ο κόσμος κι έσκισε τα τοιχώματα ανυπόμονα να βγεί στο φώς, πασπατεύοντας για αγάπη. Ένα αληθινό αριστούργημα.
Από τα πολύ επίσης ενδιαφέροντα μυθιστορήματα της που διαβάστηκε πολύ «Η Συβαρίτισσα» με αυτοβιογραφικούς και νιτσαιικούς προσανατολισμούς. Μαστιγώνοντας αλύπητα
μέσα από τα κοφτερά κείμενά της η Λιλή Ζωγράφου κάθε μορφή ανελευθερίας και καταπίεσης
καταφέρθηκε όχι μόνο κατά των δομών εξουσίας, αλλά πολύ περισσότερο εναντίον των εθελόδουλων υπηκόων της. Έλεγε η ίδια «Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών θα ξεκινούσα από τις κορυφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, να ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και εκείνων που εθελοτυφλούν. Αναμφίβολα η Λιλή Ζωγράφου με το πολύπλευρο, εμπνευσμένο έργο της, τη λεβέντικη και ασυμβίβαστη με κάθε μορφής καταπίεση φωνή της- αυτή η αναρχική μούσα – αποτελεί μια μεγάλη μορφή των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1922 και απεβίωσε επίσης στο Ηράκλειο στις 2 Οκτωβρίου 1998. Πεθαίνοντας κατέλειπε τα δικαιώματα από τις μελλοντικές εκδόσεις των βιβλίων της, υπέρ των σκοπών των παιδικών χωριών SOS. Το παρόν κείμενο
είναι απόσπασμα απο τον κύκλο δοκιμίων μου «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας» και έχει
δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Ηλείας και περιοδικά πνευματικού στοχασμού.
Use Facebook to Comment on this Post