Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, τελείωσαν το σχολείο, σπουδάζουν ή εργάζονται, κάνουν δική τους οικογένεια, αλλά ακόμα δεν έχουν γίνει δεκτοί από τη χώρα που γνώρισαν ως πατρίδα τους…
Η ελληνική παιδεία, η ταύτιση μέσα στην κοινωνία δεν επαρκούν για να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Ετσι τα παιδιά «δεύτερης γενιάς» αντιμετωπίζονται όπως τα πλήθη των νεοεισερχόμενων λαθρομεταναστών που συρρέουν στο κέντρο της Αθήνας ή διέρχονται με προορισμό άλλες χώρες.
Οι αλλαγές στη νομοθεσία περί ιθαγένειας οι οποίες προετοιμάζονται φέρνουν στην επικαιρότητα εκ νέου την ταλαιπωρία των «παιδιών» που ζουν ήδη 20 ή 30 χρόνια στην Ελλάδα.
Στο υπ. Εσωτερικών προωθείται η αντιστροφή της φιλοσοφίας του υπάρχοντας νόμου που ορίζει ότι η απόκτηση ιθαγένειας είναι προϋπόθεση για την ένταξη στην κοινωνία. Δηλαδή η ένταξη στην ελληνική κοινωνία θα θεωρείται προϋπόθεση για την ιθαγένεια με παράλληλη συστηματοποίηση των κριτηρίων και των ετών διαμονής. Για τα παιδιά δεύτερης γενιάς όμως αυτά ήδη θεωρούνται δεδομένα.
«Δεν τίθεται καν θέμα ένταξης, διότι είμαστε μέρος της κοινωνίας. Καταλαβαίνω τα αρχαία Ελληνικά όπως όλοι όσοι πήγαν σχολείο» λέει η Μόνικα Μπέλο, απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι γονείς της ήρθαν πριν από πολλά χρόνια από τη Νιγηρία και σπούδασαν στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
«Είναι ψυχοφθόρο»
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσα και πήγα σχολείο στην Αθήνα. Τη δεκαετία 1980 δεν υπήρχε ξενοφοβία. Οταν πήγαινα στο σχολείο, ήμουν απλώς μια μαθήτρια όπως όλοι. Παίρναμε μέρος στις γιορτές, τα Χριστούγεννα ήμαστε όλοι αγγελάκια και είχα ντυθεί Μπουμπουλίνα στη σχολική παράσταση
Με το πέρασμα του χρόνου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Κάθε χρόνο έπρεπε να ανανεώνω την άδεια παραμονής και κάθε χρόνο να περνώ την ίδια διαδικασία. Οι υπάλληλοι μας γνώριζαν πλέον. Αλλά η διαδικασία ήταν ανάλογη σαν να είμαστε λαθρομετανάστες από κάποιο καράβι και μας παράτησαν εδώ. Είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία» αφηγείται η κ. Μπέλο.
«Είχε τύχει κάποιες φορές να μη γίνεται η ανανέωση, αν και πληρώ τα κριτήρια και συνεπώς η γραφειοκρατία θα μπορούσε να πει ?σήκω φύγε?. Μα να πάω πού; Τώρα όχι μόνο δεν είμαστε πλέον μικροί, αλλά έρχονται τα παιδιά της τρίτης γενιάς. Οι γονείς μου τελείωσαν το πανεπιστήμιο εδώ, γυναικολόγος και ψυχολόγος αντίστοιχα. Ο δε πατέρας μου μιλά ακόμα καθαρεύουσα όπως τα χρόνια των σπουδών του…».
Σήμερα 36 ετών η κ. Μπέλο εργάζεται σε φαρμακείο. Πρόσφατα επίσης μετείχε ως παρουσιάστρια μεταδίδοντας το δελτίο καιρού σε ειδησεογραφική εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού. «Ηταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, για ένα σύντομο όμως χρονικό διάστημα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιπροσωπεύσω τα παιδιά της δεύτερης γενιάς και να δείξω ότι ούτε αμόρφωτοι είμαστε, ούτε ?απειλή? για κανέναν. Είμαστε απλά Ελληνόπουλα. Με διαφορετικό χρώμα, δεν πειράζει».
Μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε ως αντισυνταγματικό τον «νόμο Ραγκούση» άνοιξε εκ νέου η συζήτηση ανάμεσα σε νομικές ερμηνείες, πολιτικές αντιπαραθέσεις και διαμόρφωση των κριτηρίων για τη χορήγηση ιθαγένειας.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα νέο νομοθέτημα, ενώ την ίδια στιγμή εκφράζονται έντονες αντιδράσεις από κόμματα της αντιπολίτευσης, όσο και από αυτά που συμμετέχουν στη συγκυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ χιλιάδες άτομα υπογραμμίζουν ότι βρίσκονται εγκλωβισμένα και ζητούν διαφορετική αντιμετώπιση από τα πρόσφατα κύματα λαθρομετανάστευσης, που κατέστησαν το μεταναστευτικό ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα.
Πτυχιούχος του Οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών και με ένσημα εργασίας ο Κώστας Μαφούτας ξεδιπλώνει τις σκέψεις μετά από 28 χρόνια ζωής στην Ελλάδα. Οι γονείς του κατάγονται από το Κογκό και έφτασαν στην Αθήνα το 1985.
«Ηρθα εδώ όταν ήμουν ενός έτους και κοντεύω τα 29 πλέον. Τα πρώτα μαθητικά χρόνια ήταν δύσκολα κυρίως επειδή οι γονείς μου δεν γνώριζαν καλά ελληνικά και ήταν δύσκολο να βοηθήσουν στα μαθήματα. Από πλευράς δασκάλων δεν υπήρχε πρόβλημα, ενώ εκείνη την εποχή δεν είχε εμφανιστεί ο όγκος των αλλοδαπών και τα σχόλια ήταν φιλικά προς εμάς.
Γραφειοκρατικός κυκεώνας
Αργότερα στο λύκειο έπρεπε να αποφασίσει κανείς τι επάγγελμα θα κάνει. Στην Ελλάδα όπου δεν υπήρχε βιομηχανία πολλοί ακολουθούσαν το επάγγελμα με βάση αυτό των γονέων τους. Επέλεξα το Οικονομικό Πανεπιστήμιο τελικά. Σήμερα όμως έχουμε φτάσει στο σημείο να αναρωτιόμαστε εάν οι σπουδές μας θα πιάσουν τόπο. Αν και έχω πτυχίο, δεν μπορώ να πάρω άδεια ασκήσεως επαγγέλματος επειδή δεν είμαι Ελληνας» λέει ο κ. Μαφούτας και εξιστορεί τον γραφειοκρατικό κυκεώνα μετά την ενηλικίωσή του.
«Πήγα στον δήμο να ζητήσω άδεια παραμονής στο όνομά μου εφόσον οι γονείς μου διέμεναν νόμιμα στην Ελλάδα και ένας υπάλληλος έλεγε ότι πρέπει να πάω στη χώρα καταγωγής των γονέων μου να πάρω σπουδαστική βίζα, προκειμένου να μου δώσουν εδώ χαρτιά. Εν τέλει, αυτό δεν ίσχυε και η προσωρινή λύση δόθηκε από την Περιφέρεια».
«Βλέπω ότι η πολιτεία προσπαθεί να θωρακιστεί ώστε να αποφύγει μελλοντικές μεταναστευτικές ροές. Εγώ είμαι πλέον 29 ετών, έχω σπουδάσει, υποβάλλω φορολογικές δηλώσεις και έχω ένσημα. Ομως έχουμε ανθρώπους που νομοθετούν για εμάς και εκδίδουν αποφάσεις απέλασης.
Από τον Νοέμβριο μετά την απόφαση του ΣτΕ οι δήμοι αρνούνται να εγγράψουν στα δημοτολόγια. Αν είναι να καθίσω ως ξένος, ίσως προτιμήσω να φύγω» λέει ο κ. Μαφούτας ο οποίος εργάζεται ως τηλεφωνητής «αυτό βρήκα να κάνω. Αναζήτησα εργασία με βάση τις σπουδές μου, αλλά δεν βρήκα τίποτα».
Σόλας Γκόντγουιν
«Χωρίς υπηκοότητα είσαι πολίτης τρίτης κατηγορίας»
Η Σόλας Γκόντγουιν τελείωσε το Γυμνάσιο στην Ελλάδα και σήμερα είναι πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής. Χωρίς ιθαγένεια όμως.
«Φυσικά δεν ήταν εύκολο, χρειαζόταν πολύ διάβασμα και θέληση, αλλά ευτυχώς υπήρχε βοήθεια από την οικογένεια.
Ανέκαθεν μου άρεσε η ιατρική και στο ερώτημα τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις απαντούσα: θα γίνω γιατρός. Στην αρχή ήταν δύσκολα, αλλά όταν περάσαμε στα κλινικά μαθήματα ολα ηταν τέλεια.
Θέλω όμως να αποκτήσω ειδικότητα στην καρδιολογία και η κυβέρνηση έχει εκδώσει μια εγκύκλιο που απαγορεύει στους ξένους να κάνουν ειδικότητα, λόγω της κρίσης.
«Ετοιμάζομαι να φύγω»
Σήμερα σκέφτομαι να φύγω στο εξωτερικό, δεν γίνεται να παγώσω την καριέρα μου και τη ζωή μου. Εστειλα επιστολές στο υπουργείο Υγείας, στο υπουργείο Εξωτερικών χωρίς αποτέλεσμα.
Δεν μπορείς να κόβεις στη μέση έναν γιατρό, καλύτερα να ξέρει από την αρχή ότι δεν γίνεται», λέει η κα Γκόντγουιν, η οποία εργάζεται σε ιδιωτική κλινική, ενώ ήδη ξεκίνησε μαθήματα Σουηδικών εάν χρειαστεί να φύγει εκτός Ελλάδας.
«Σαφώς θα ήθελα να πάρω την ελληνική υπηκοότητα, χωρίς αυτή ένας πολίτης είναι τρίτης και τέταρτης κατηγορίας.
Οταν κάποιος έχει σπουδάσει, έχει ενταχθεί πλήρως και πληρώνει φόρους, είναι αδιανόητο να λες ότι ίσως πήρε χαριστικά την ιθαγένεια.
Αγαπώ αυτήν τη χώρα και εκτιμώ τη ζωή εδώ αλλά είναι φοβερό να διαχωρίζουν συνέχεια τους ανθρώπους. Μέτα την ενηλικίωση ανανεώνω κάθε χρόνο την άδεια και η όλη διαδικασία είναι μειωτική».
Σε αναζήτηση εργασίας σχετική με τις σπουδές της είναι και η κα Αθηνά Μποντιγκάο. Οι γονείς της έφτασαν στην Ελλάδα από τις Φιλιππίνες πριν από 25 χρόνια. «Το όνομά μου το επέλεξαν οι γονείς μου επειδή γεννήθηκα εδώ», λέει η 23χρονη απόφοιτος αγγλόφωνου κολεγίου που εδρεύει στην Αθήνα με πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, αλλά χωρίς ελληνική υπηκοότητα.
«Στην Ελλάδα πήγα σχολείο, από το νηπιαγωγείο έως και το λύκειο. Είμαι ακόμα με βεβαίωση ενώ τώρα με έναν δικηγόρο απευθυνόμαστε στην Περιφέρεια για να δούμε τι θα γίνει.
«Παλιά δεν ένιωθα ξένη»
Αυτά τα αντιμετώπισα βεβαίως αφού ενηλικιώθηκα. Ολα τα χρόνια στο σχολείο δεν είχα κανένα πρόβλημα και δεν ένιωθα ότι ήμουν ξένη, αλλά ένα κανονικό παιδί. Αλλωστε, πατρίδα μου είναι η Ελλάδα.
Στη χώρα καταγωγής των γονέων μου, τις Φιλιππίνες, όταν πηγαίνω για επίσκεψη δεν μπορώ να καθίσω γα μεγάλο διάστημα. Εχω συνηθίσει εδώ» λέει η κα Μποντιγκάο. Οσο για εργασία, βιώνει και αυτή τις δυσκολίες των καιρών με επιπρόσθετα προβλήματα.
Use Facebook to Comment on this Post