Δ. Τρικεριώτης
Μια νέα μορφή ατιμωρησίας σε βάρος των πολιτών της χώρας δείχνει να εγκαινιάζεται αυτές τις μέρες. Η ατιμωρησία του ΔΝΤ και της τρόικα. Θαρρείς και οι ομολογίες ατιμώρητων λαθών να έγιναν πια πολιτική μανιέρα. Παρ΄όλα τα κοινωνικά αγαθά που χάνονται…
Και τις ανθρώπινες ζωές. Ένας νέος λογαριασμός απλήρωτων λαθών μπροστά μας. Ανοικτός για ίδια και νέα λάθη στο μέλλον. Αλλά και μια ευκαιρία απόδρασης από τον φαύλο κύκλο – που ίσως δεν δίνεται τυχαία…
Το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι βασίστηκε σε λάθος εκτιμήσεις για το βάθος και την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη και των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Ωστόσο ούτε η πρόσφατη επικαιροποίηση του προγράμματος έκανε βιώσιμο το χρέος, ούτε με περισσότερη λιτότητα το κράτος δείχνει να μπορεί να πάρει κάτι παραπάνω από μια ήδη στραγγισμένη κοινωνία. Πόσο μάλλον όταν οι χειρισμοί εναπόκεινται στα χέρια τεκμηριωμένα ανίκανων πολιτικών και τεχνοκρατών που δεν μπορούν ούτε να εισπράξουν από την φοροδιαφυγή, ούτε να εξυγιάνουν τη δημόσια διοίκηση. Το μόνο που τους επιτρέπει η μετριότητά τους είναι να «σφίγγουν τα δόντια» και να υπερψηφίζουν την καταστροφή των πολιτών, οι οποίοι τους εμπιστεύτηκαν.
Η εκτίμηση του οίκου Moody’s απεικονίζει την πραγματικότητα και την προοπτική: αδύναμη οικονομία, δυσεφάρμοστο πρόγραμμα, μη βιώσιμο χρέος, κοινωνική αστάθεια, πολιτική ένταση. Από μόνος του ο παράγοντας «πολιτική κατάσταση» αρκεί για να απορρυθμίζει επ΄αόριστον ακόμη και μια ιδεατά αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος. Οι «εκτιμήσεις» ενισχύουν το γεγονός ότι η έκθεση της τρόικα και το επικαιροποιημένο πρόγραμμα απέβησαν τελικά προϊόντα πολιτικού συμβιβασμού (σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας, Γερμανικές εκλογές κλπ). Και επίσης το γεγονός ότι εκτός από οικονομικά και πολιτικά, ούτε κοινωνικά μπορεί να βγει αυτό το πρόγραμμα. Το ίδιο το ΔΝΤ το αμφισβητεί μέσα από την δεδομένη ευμεταβλητότητα των παραμέτρων που «ενοχοποίησε» για την αποτυχία.
Και όπως η προσωρινή λύση στο Ελληνικό πρόβλημα ήταν πολιτική, πολύ περισσότερο, η μόνιμη λύση θα είναι επίσης πολιτική. Η εναλλακτική λύση σίγουρα δεν θα είναι κάποια νέα άδικα και ανεφάρμοστα σχέδια επί χάρτου, αλλά πολύ συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις, που το σημερινό ηγετικό πολιτικό προσωπικό, λόγω των γνωστών κομματικών, πελατειακών και επιχειρηματικών δεσμεύσεών του δεν μπορεί να προχωρήσει. Η άμεση απόδοση φορολογικής δικαιοσύνης είναι η πρώτη πολιτική πράξη μιας – προς το παρόν – ιδεατής κυβέρνησης, που θα ανατρέψει την απαισιοδοξία και θα ξαναβάλει την χώρα σε πραγματικά βιώσιμη τροχιά για όλους τους πολίτες.
Οι κοινωνικές εφεδρείες που θα σήκωναν το βάρος μιας τέτοιας πολιτικής δεν μπορούν σήμερα να προέρχονται παρά μόνον από τον χώρο του πληττόμενου μεσαίου χώρου, ο οποίος ναι μεν μετακινείται πολιτικά ανάμεσα στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, αλλά όλο και λιγότερο και πιο διστακτικά όσο η κρίση βαθαίνει και αυτά τa κόμματα παίρνουν πιο ξεκάθαρη θέση απέναντί της. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το κοινωνικό τοπίο να έχει δύο άκρα: στο ένα άκρο το υπολογισμένο περίπου 30%, που βρίσκεται στα όρια ή εντός του κοινωνικού αποκλεισμού, και στο άλλο άκρο το περίπου 25%, που δηλώνει ικανοποιημένο στις δημοσκοπήσεις και που κυρίως αντιστοιχεί στο 40-45% του εκλογικού σώματος, που συνεχίζει να υποστηρίζει τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο κοινωνικά άκρα εκτείνεται ένας ετερόκλιτος ιδεολογικά κοινωνικός χώρος που όμως τον ενώνει μια κοινή καθημερινότητα και μια κοινή μοίρα τουλάχιστον δεκαετίας. Απαρτίζει σχεδόν τον μισό πληθυσμό και η ύφεση σε συνδυασμό με τις εχθρικές πολιτικές τον σπρώχνουν προς την πλευρά της εξαθλίωσης. Η ακροδεξιά στροφή της ΝΔ και η αδυναμία εναλλακτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ θα απελευθερώσουν μεγαλύτερα τμήματα αυτού του χώρου και θα τα στρέψουν προς την κατεύθυνση της νέας πολιτικής αναζήτησης με αμφισβήτηση των καθιερωμένων πολιτικών σχηματισμών και προσώπων.
Η ομολογία αναξιοπιστίας εκ μέρους του ΔΝΤ θα μπορούσε να ρίχνει το μπαλάκι στις υγιείς και ικανές δυνάμεις αυτού του χώρου – στο βαθμό που αυτές υπάρχουν – και να τις προκαλεί να εντείνουν τις δράσεις τους για να επιταχύνουν τις εξελίξεις έτσι ώστε να κτιστεί μια νέα κοινωνική συναίνεση με τα πολιτικά προαπαιτούμενα για την παραγωγική αναδιοργάνωση της χώρας. Βέβαια, κανείς δεν ονειρεύεται ότι μια τέτοια πορεία θα γίνει αποδεκτή ειρηνικά έστω και από τον τελευταίο ηγέτη και ηγετίσκο της νομενκλατούρας. Από αυτήν την άποψη η αναξιοπιστία του ΔΝΤ, τόσο με την αναδρομική της μορφή όσο και με την προαναγγελθείσα δυναμική της, θα μπορούσε να αποκτήσει εμπρηστικό χαρακτήρα που ωθεί σε κοινωνική αναταραχή και αποσταθεροποίηση, ως έσχατο μέσο για μια καλύτερα ελεγχόμενη επανεκκίνηση και εξισορρόπηση συμφερόντων στην Ελλάδα.