ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Σήμερα θα σας πω ένα παραμύθι για την κατάντια στελεχών media…
Ήταν εκείνοι οι καιροί που ο καθένας μας θυμάται τον μεγάλο από τα κρατικά τηλεπαράθυρα να τα χώνει στους κυβερνώντες και να υπερασπίζεται απεργούς και τους φτωχούς αυτής της χώρας που τον έριξε η τύχη να εργάζεται στα κυβερνητικά της μίντια. Αγέρωχος, με τον αέρα του αριστερού υπερασπιστή των αδυνάτων και των κατατρεγμένων, μας κοίταζε καθημερινά μέσα απ’ τα κρατικά τηλεπαράθυρα και νόμιζες ότι σου απλώνει το χέρι.
Μια μέρα ξυπνήσαμε και στο παράθυρο δεν φάνηκε ο μεγάλος. Μάθαμε τον είχαν διώξει. Τον είχαν βγάλει από το παράθυρο και τα παντζούρια άλλος τ’ ανοιγόκλεινε… θυμάμαι τότε αχό σηκώσαμε βαρύ. Ο παναγιώτης, ο δημήτρης, εγώ κι άλλοι πολλοί ξάφνου χωρίς συνεννόηση στηρίξαμε όπως καθένας μας μπορούσε τον δικό μας μεγάλο. Το στήριγμά μας από τα παράθυρα του αντιπάλου. Μας έλειψε. Μας στεναχώρησε που έλειψε.
Και πέρασε ο καιρός και ήρθε ο χειμώνας κι ήταν βαρύς και σφύριζαν οι αέρηδες της κατοχής και τα σκουπίδια είχαν μια αλλόκοτη παράξενη μυρωδιά θειαφιού και σαπισμένης μούχλας του χαλασμένου ψωμιού. Ήτανε βράδυ και χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν ο μεγάλος. Του άνοιξα, και μια χαρά μεγάλη με κυρίευσε πως τάχα ο μεγάλος από το δικό μας μετερίζι θα άνοιγε το δικό μας παράθυρο και θα βλέπαμε και μείς φως και θα …
Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να μας μιλά, να μας μιλά … Κι οι μέρες πέρναγαν και πέρναγαν. Κι εμείς
συνεχίζαμε να σηκωνόμαστε πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο, μέχρι που μια μέρα τσακώθηκε με την καθαρίστρια του παραθύρου. Του δικού μας παραθύρου κι άστραψε ο μεγάλος και βρόντηξε καθώς ο θυρωρός που του ’ χε ανοίξει το παράθυρο ήταν έμπιστος δικός του, μπιστικός και αγωγιάτης του δικού του βαρκάρη που τον έφερε και τού ’δωσε κονάκι στο δικό μας μετερίζι. Κι ακούγονταν οι φωνές του σ’ όλη την οδό κι όλοι είχαν να το λένε ότι ο μεγάλος άλλαξε κι ο αέρας του δικού μας παραθύρου τον πούντιασε.
Και πέρναγαν οι μέρες κι εμείς όπως πάντα σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο. Ρώτησα την καθαρίστρια. Έφυγε συγχυσμένη μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο μέσα απ’ τα δόντια της.
Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια.
Και πέρναγαν οι μέρες και εμείς συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια.
Και πέρναγαν οι μέρες κι εμείς συνεχίζαμε πάντα να σηκωνόμαστε για να ακούσουμε τον μεγάλο κι ο μεγάλος συνέχιζε πάντα να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια… Να την βρίζει, να την βρίζει… .
Και πέρναγαν οι μέρες και εμείς όπως πάντα σηκωνόμασταν το πρωί, μα είχαμε πια βαρεθεί να ακούμε το μεγάλο να βρίζει την καθαρίστρια. Ώσπου μια μέρα αρχίσαμε να αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που ήρθε κοντά μας ο μεγάλος. Και εγώ τα έβαζα με τον εαυτό μου που είχα χαρεί όταν ήρθε. Εκείνη ήταν μια από μας, ήταν αίμα μας, ταλανισμένη και παιδεμένη σαν κι εμάς κι ο μεγάλος είχε πια γίνει ολόιδιος με τους άλλους μεγάλους των απέναντι παραθύρων. Την είχε βρει εύκολο θύμα, την έβριζε και ξέσπαγε απάνω της.
Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια, απαράλλαχτα όπως οι άλλοι μεγάλοι των απέναντι παραθύρων. Και ακούγοντάς τον, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε: άραγε ήταν ποτέ «δικός μας» ο μεγάλος, ή μήπως εξαρχής δεν διέφερε σε τίποτα από τους υπόλοιπους;
Δ.K.
Ευχαριστώ πολύ την DK