Άοκνες και αγωνιώδεις προσπάθειες καταβάλλουν επί καθημερινής βάσεως τα καθεστωτικά ΜΜΕ (δηλαδή, τα παπαγαλάκια της δυστυχίας μας), για να πείσουν τις διάφορες εκδοχές του σάπιου μεταπολιτευτικού συστήματος -«δεξιές», «κεντρώες» και «αριστερές- να πάψουν τα αναμεταξύ τους τεχνητά (για την εξαπάτηση των αφελών…) «μίση» και «πάθη», να αφήσουν στην άκρη τα…
Μνημόνια και τα αντιμνημόνια και τις σαχλαμάρες και να ενωθούν όλοι μαζί κατά του κοινού εχθρού που τους απειλεί, δηλαδή κατά της Χρυσής Αυγής.
Πολύ λογική η πρόταση! Άλλωστε, τι έχει να χωρίσει η Νουδούλα, το κόμμα Καμμένου και το ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ; Ποια είναι η πραγματική τους διαφορά; Ουδεμία! Παιδιά του ιδίου συστήματος είναι, όλοι μαζί τα φάγανε από όλους εμάς τα «κορόιδα», κι όλους μαζί θα τους… «φάει» ο ελληνικός λαός μόλις θα ’ρθει η ώρα της κρίσεως (που πλησιάζει επικίνδυνα). Ιδού, λοιπόν, το σχετικό άρθρο της καθεστωτικής ναυαρχίδας «Το Βήμα», με τον… διδακτικό τίτλο «Η απαξίωση της πολιτικής από τα ίδια τα κόμματα ανοίγει τον δρόμο στη Χρυσή Αυγή» (το οποίο ως πραγματικοί δημοκράτες το παραθέτουμε ολόκληρο προς εξαγωγή συμπερασμάτων, εν αντιθέσει με τα πανικόβλητα παπαγαλάκια του συστήματος, που στα ΜΜΕ τους «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»):
«Το παιγνίδι των άκρων και της βίας, λεκτικής και μη, που παίζουν τον τελευταίο καιρό τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τα κοινοβουλευτικά όρια και με τη βοήθεια της Χρυσής Αυγής απειλεί πλέον ανοιχτά τη σταθερότητα της Δημοκρατίας. Η απαξίωση της πολιτικής ζωής από τα ίδια τα κόμματα του συνταγματικού τόξου μέσα στο Κοινοβούλιο, με αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύουν στελέχη τους, αφήνει διάπλατη την πόρτα στο ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής να επιδίδεται σε καθημερινό αντικομμουνιστικό κήρυγμα μισαλλοδοξίας και να φέρνει στο σήμερα τις μαύρες μετεμφυλιακές μέρες που πέρασε η χώρα μας.
Οι ανακοινώσεις της Νέας Δημοκρατίας που κάνουν λόγο για οικογενειακή ευθύνη στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που έτυχε κάποιοι συγγενείς τους να παρανομήσουν και οι αντίστοιχες του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αφήνουν να εννοηθεί ότι μέρος του μαύρου χρήματος από την υπεξαίρεση για την οποία καταδικάστηκε σε ισόβια ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης Β. Παπαγεωργόπουλος εισέρρευσε με κάποιο τρόπο στα ταμεία της Ρηγίλλης δίνουν το δικαίωμα στις αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις να διατυπώνουν έναν λαϊκίστικο αλλά φαινομενικά πειστικό λόγο για ένα, δυστυχώς σημαντικό, τμήμα του λαού που βρίσκεται βαθιά μέσα στην οικονομική κρίση.
Τα κόμματα του συνταγματικού τόξου πρέπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα να συνειδητοποιήσουν ότι η αντιπαράθεσή τους αυτή είναι βούτυρο στο ψωμί της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, που ακριβώς αυτό θέλει για να προπαγανδίσει και να πιάσουν τόπο τα φασιστικά της πιστεύω. Δεν είναι τυχαίο και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί από τις δημοκρατικές δυνάμεις, ότι γονείς πήγαν τα παιδιά τους στα «φροντιστήρια» της Χρυσής Αυγής στην Αρτέμιδα. Άμεσα το πολιτικό παιγνίδι πρέπει να επανέλθει εντός των ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τα κόμματα του συνταγματικού τόξου να απομονώσουν τα στελέχη τους που αποδίδονται σε αυτές τις πρακτικές της βίας αν επιθυμούν να συνεχίσουν υπάρχουν σε μία Δημοκρατία που μπορεί να έχει να μύρια προβλήματα αλλά αφήνει τους πάντες να διαλαλήσουν την ιδεολογία τους. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις ενάντια στην ίδια τη Δημοκρατία.
Διαφορετικά κινδυνεύουμε να ζήσουμε μετά από 46 χρόνια τις ίδιες καταστάσεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 όταν οι δημοκράτες πολιτικοί εξεπλάγησαν για την αποδοχή των πραξικοπηματιών από τον ελληνικό λαό, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον της χούντας. Γιατί με τέτοιες λογικές βίας και απαξίωσης των κανόνων ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει τελικά να διεκδικήσει τον σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης ούτε η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει τις προσπάθειές της να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Ας το καταλάβουν πριν είναι πολύ αργά και αναρωτιούνται στα στάδια που θα τους μαζέψουν για ακόμα μια φορά «τι έφταιξε».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η “Καθημερινή”. Μία και μοναδική είναι η έγνοια των καλοζωισμένων καθεστωτικών παπαγάλων της δυστυχίας μας: πως θα… κατατροπώσουν τη Χρυσή Αυγή, που αποτελεί τον μέγα και τον μοναδικό κίνδυνο για το σάπιο μεταπολιτευτικό σύστημα που τους ταΐζει! Και τίποτα άλλο δεν κάνουν, παρά χτυπούν συνεχώς το καμπανάκι του κινδύνου προς τα κόμματα του… συνταγματικού τόξου να αφήσουν τις… τσιριμόνιες και να ενωθούν προ του κοινού εχθρού, γιατί αργότερα θα… τρέχουν και δε θα φτάνουν!
Κι όταν λένε όλα τα κόμματα του… συνταγματικού τόξου, εννοούν όλα! Και τους νοσταλγούς του Στάλιν και τους ομολόγους τους, του Τσαουσέσκου. Σου λέει, αφήστε τις ποπουλίστικες σαχλαμάρες σύντροφοι, ότι «η Χρυσή Αυγή είναι το μακρύ χέρι του συστήματος». Εσείς είστε το κοντό και το μακρύ χέρι και το πόδι που στηρίζεται το σύστημα. Πολύ σωστά! Άλλωστε, μια παρέα είναι όλοι τους κι όλοι μαζί τα φάγανε –«δεξιοί» κι «αριστεροί» όλοι ίδιοι στο φαί», που λέει κι ο «Στόχος»-, άλλος πιο πολλά κι άλλος λιγότερα, κι όλοι κινδυνεύουν να πληρώσουν όταν θα ’ρθει το πλήρωμα του χρόνου (είναι πολύ κοντά, περισσότερο κοντά απ’ ότι περιμένουν…)! Σας παραθέτουμε, λοιπόν, ολόκληρο –χωρίς καμιά περικοπή- άκρως κινδυνολογικό δημοσίευμα της «Καθημερινής», με τον τίτλο «Η διείσδυση της Χρυσής Αυγής»:
«Αν υπάρχει ένα κόμμα που δουλεύει μεθοδικά και ταυτόχρονα απειλητικά για το δημοκρατικό πολίτευμα και το σύνολο της κοινωνίας σήμερα, είναι η Χρυσή Αυγή. Η ηγεσία της ακολουθεί πλήρως τις μεθόδους και τα διδάγματα από την πορεία της ανόδου των Γερμανών ναζί προς την εξουσία και εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο τις μεγάλες δυσκολίες που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες, το κλίμα του λαϊκισμού και τις σχετικές δοξασίες, τη φθορά της πολιτικής τάξης και των κομμάτων, τις ρωγμές, αλλά και τις ευκαιρίες που προσφέρει το δημοκρατικό πολίτευμα, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή θα είναι σε θέση να το ανατρέψει. Κυρίως, όμως, εκμεταλλεύεται την αφασία της ελληνικής κοινωνίας και την αδυναμία της συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας να υπερασπίζεται στοιχειωδώς τον εαυτό της. Προφανώς γιατί η αστική τάξη της χώρας είναι ουσιαστικά ανήμπορη, αν όχι ανύπαρκτη…
Στην πρώτη φάση της πορείας της η Χρυσή Αυγή επικεντρώθηκε στη στρατολόγηση και την οργάνωση μελών σε σχηματισμούς με ομοιόμορφες παραστρατιωτικές στολές, σε συνδυασμό με επιθέσεις κατά μεταναστών από τη μία πλευρά και προσκοπικές εκδηλώσεις προστασίας γερόντων και ανήμπορων. Όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της υπεράσπισης της καθαρόαιμης ελληνικότητας της κοινωνίας μας. Σε δεύτερο στάδιο πέρασε σε επιλεγμένες συγκρούσεις με όργανα του κράτους, όπως στην Κόρινθο, ενώ παράλληλα εκδήλωνε με κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή της για το Κοινοβούλιο και τους θεσμούς του. Μεσολάβησαν εκλογές, είδε τη δύναμή της να διατηρείται και να αυξάνεται και τώρα ζούμε την τρίτη φάση, που αποτελεί βέβαια συνέχεια των δύο προηγούμενων.
Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να δείξει ένα πρόσωπο που δεν θα προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις στη Βουλή, όπως ακριβώς έκανε ο Χίτλερ, προκειμένου να αποσπάσει το χρίσμα του καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ. Απέσυρε από την κυκλοφορία τον φοβερό Κασιδιάρη, του οποίου ακόμη και ο λόγος έχει στοιχεία άσκησης σωματικής βίας, βρήκε κάποιον ή κάποιους να γράφουν τις ομιλίες των βουλευτών της στη Βουλή, ώστε να μη θυμίζουν βρυχηθμούς και μουγκρητά και σχεδόν μηδένισε τις εμφανίσεις στα μίντια για να μην εκτίθενται.
Ταυτόχρονα, φρόντισε ώστε οι όποιες επιθέσεις κατά αλλοδαπών καταγγέλλονται να μην έχουν τη δική της σφραγίδα και οι αντιδράσεις της όποτε και όπου θεωρεί ότι βάλλεται έχουν ένα θεσμικό μανδύα, μέσω της δικαιοσύνης. Τέλος, προχωρεί στην αντίστοιχη «πολιτιστική επανάσταση» που ευαγγελιζόταν ο Χίτλερ «για να καθαρίσει η γερμανική (η ελληνική) κουλτούρα από άλλες επιδράσεις». Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί, μεταξύ άλλων, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στα σχολεία και η οργάνωση «κατηχητικών» μαθημάτων ελληνοορθόδοξου πολιτισμού σε μικρά παιδιά, όπως αποκάλυψαν πρόσφατα δημοσιεύματα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Δυστυχώς, η πολιτική τάξη της χώρας δείχνει να αγνοεί τα απειλητικά σήματα που εκπέμπει η Χρυσή Αυγή. Η κυβέρνηση δείχνει απάθεια που φτάνει στα όρια του στρουθοκαμηλισμού και τα κόμματα της Αριστεράς επαναλαμβάνουν το ιστορικό λάθος να θεωρούν ένα νεοναζιστικό κόμμα βραχίονα του κατεστημένου της αστικής δημοκρατίας, αντί να βρουν τρόπους αντιμετώπισής του από κοινού. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να τρέχουν (τρέχουμε) όλοι μαζί, όταν θα είναι πολύ αργά!».