Του Γιώργου Κατρούγκαλου*
«Οι αλλοδαποί που δανείζουν χρήματα σε κάποιο κράτος δεν μπορούν (…) να περιμένουν από αυτό να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήρια, να διαλύσει την αστυνομία, να παραμελήσει τις δημόσιες υπηρεσίες και να εκθέσει το λαό του σε συνθήκες χάους και …..
αναρχίας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους δανειστές του».
Δήλωση της Νότιας Αφρικής στην Επιτροπή της Συνθήκης της Χάγης για την Κωδικοποίηση του Διεθνούς Δικαίου (1930).
Θεσμοί υπεράνω κάθε αντιμνημονιακής υποψίας, όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, αλλά και το καθ’ ημάς Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή βεβαιώνουν το αυτονόητο: ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, χωρίς γενναίο κούρεμα, δηλαδή διαγραφή του μεγαλύτερου τμήματός του.
Προφανώς ο προτιμότερος τρόπος για κάτι τέτοιο είναι, όπως σε όλα τα πράγματα, ο συναινετικός: να αποφασιστεί από μια Διεθνή Διάσκεψη με συμμετοχή της Ελλάδας και των δανειστών, όμοια με αυτή του Λονδίνου που απομείωσε το 1953 το χρέος της Γερμανίας.
Γιατί να δεχθούν όμως -διαμαρτύρονται τα παπαγαλάκια- παρόμοια προοπτική οι δανειστές; Μα, για να μη χάσουν όλα τα χρήματά τους, όπως θα συμβεί αν επιλέξουν το δρόμο συνέχισης των μνημονιακών εκβιασμών ή άλλων μονομερών ενεργειών.
Και τούτο γιατί κράτη που έχουν την πολιτική βούληση, έχουν και νομικά όπλα να αντιτάξουν στους δανειστές τους. Οι δύο βασικές κατασκευές για αυτό είναι η «κατάσταση ανάγκης» και η θεωρία του «επονείδιστου» ή «απεχθούς» χρέους («odious debt»). Στην τελευταία η άρνηση πληρωμής δεν ανάγεται σε αδυναμία αποπληρωμής, αλλά στην επίκληση του αντιδημοκρατικού ή καταχρηστικού χαρακτήρα του χρέους. Ετσι έγινε -με πρωτοβουλία των ΗΠΑ- η διαγραφή τού επί Χουσεΐν χρέους του Ιράκ, αλλά και η κατά τα τρία τέταρτα απομείωση του χρέους του Ισημερινού, βάσει των πορισμάτων Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. (Ιστορικά, το επιχείρημα προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις ΗΠΑ ήδη το 1898, μετά τη λήξη του ισπανοαμερικανικού πολέμου, για να μην εξοφληθεί το χρέος της Κούβας στην Ισπανία).
Είναι σκόπιμο να διερευνηθεί ποιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι «επονείδιστο», ώστε να μάθουμε πώς διογκώθηκε και ποιοι, μιζαδόροι και διαπλεκόμενοι, επωφελήθηκαν από αυτό. Αλλά το δικαίωμα διαγραφής «επονείδιστου» χρέους δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωρισθεί ως εθιμικός κανόνας από διεθνή δικαστήρια. Παραμένει κυρίως μία κυριαρχική απόφαση που επιβάλλεται πολιτικά. Αντιθέτως, η «κατάσταση ανάγκης» ως λόγος αναστολής ή διαγραφής τμήματος του χρέους αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου, τον οποίο μάλιστα η Ελλάδα είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο της χρεοκοπίας του 1932, στην υπόθεση Socobelge.
Σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης για την «Ευθύνη των Κρατών από Παράνομες Πράξεις», που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν κατάσταση ανάγκης ως λόγο μη συμμόρφωσης σε διεθνή τους υποχρέωση, εφ’όσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου. Με άλλα λόγια, εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες. Την αρχή αυτή συνοψίζει η δήλωση της προμετωπίδας, στην οποία και αναφέρθηκε η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ για να στοιχειοθετήσει τη θέση ότι αποτελεί εθιμικό διεθνές δίκαιο η επίκληση κατάστασης ανάγκης από ένα κράτος έναντι των δανειστών του.
Μάλιστα, ακόμη και το Διεθνές Κέντρο για τη Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes – ICSID), το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, του δίδυμου οργανισμού του ΔΝΤ, σε αποφάσεις του σχετικές με τη στάση πληρωμής της Αργεντινής δέχθηκε την ύπαρξη παρόμοιου εθιμικού διεθνούς κανόνα. Τον κανόνα έχουν επιβεβαιώσει τα περισσότερα συνταγματικά δικαστήρια των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίνοντας ότι αποτελεί προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ σκοπό δημοσίου συμφέροντος η ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών έναντι των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών (Malysh v. Russia, σκέψη 80).
Για το λόγο αυτό, αν οι δανειστές δεν επιλέξουν τη φωνή της λογικής και της συναινετικής λύσης, η χώρα μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα των χιλιάδων αυτοκτονιών, των δεκάδων χιλιάδων πεινασμένων μαθητών, των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και των εκατομμυρίων νεοπτώχων αντιμετωπίζει πράγματι παρόμοια κατάσταση;
Συνεπώς, δεν μας λείπουν τα νομικά επιχειρήματα. Η δημοκρατική και πατριωτική κυβέρνηση που θα τα προβάλει λείπει. Οχι για πολύ.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΔΠΘ