Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Μέσα στην κατήφεια και την πολιτισμική μας αποτελμάτωση – διότι πάνω απο όλα το μείζον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα στην Ελλάδα του μνημονίου, είναι πρωτίστως πολιτισμικό και έπειτα οικονομικό – μια εμπνευσμένη και ρηξικέλευθη θεατρική παράσταση, ήλθε να μας ταρακουνήσει απο…..
την μακαβριότητα της κοινωνικής μας χαύνωσης και ιδιωτείας και με τα ιδεοφόρα μηνύματά της, να μας προσανατολίσει σε άλλες ηθικές σφαίρες. Σε ηθικές σφαίρες κριτικού στοχασμού, εθνικής αυτοσυνειδησίας, αλλά και κοινωνικής έγερσης, σήμερα που η παθητικοποίηση της κοινωνίας – έκγονη του φοβερού «σόκ και δέος» που εφαρμόζει η κυβέρνηση – έχει δυστυχώς απονεκρώσει κάθε κύτταρο κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η παράσταση υπό τον τίτλο «Το μυστικό της κ-ας Έλεν», που συνιστά έναν θεατρικό μονόλογο της ταλαντούχου και πολυεπίπεδης καλλιτεχνικά Ελένης Ζιώγα, οριοθετείται ως μια διευθέτηση των προσωπικών εκκρεμοτήτων της πρωταγωνίστριας «κυρίας Έλεν» με το χτές και ιδιαίτερα με όλα τα μείζονα γεγονότα του οικογενειακού περιβάλλοντός της, που επικαθόρισαν την πολύπλαγκτη προσωπική της πορεία. Μια πορεία πολυκύμαντη, με δραματικό χαρακτήρα, πόνο, άφατη ηθική θλίψη και κοινωνικό παράλληλα δυναμισμό, που διατέμνει στο διάβα της, όλα τα μείζονα γεγονότα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ενα πολυποίκιλο σε συναισθησματικές αναπάλσεις προσωπικό κοινωνικό οδοιπορικό, διάστικτο απο τα χαμένα όνειρα, τις προσδοκίες, τα τσακισμένα φτερά και τις ελπίδες της «κ-ας Έλεν».
Φτιαγμένο στον καμβά της αιμορραγούσας μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά και με την «ασίγαστη δίψα» για ζωή – όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βίνσεντ Βαν Γκόγκ – της αλύγιστης απο το Συράκο των Τζουμέρκων κ-ας Έλεν, να κυριαρχεί, αντίπερα στην αντιδρομή των καιρών και στους ριπτασμούς της τραγικής της μοίρας. Όμως μέσα απο αυτό το μακρύ οδοιπορικό της πρωταγωνίστριας, που στο υφάδι του περιλαμβάνει πειθαναγκαστικούς γάμους, την απώλεια δυο παιδιών και αλλά έκγονα αυτών τραγικά γεγονότα, γονιμοποιημένα απο τις κοινωνικές και πολιτικές στρεβλώσεις, αλλά και τις οικονομικές δυσπλασίες της εποχής, η Ελένη Ζιώγα επιτυγχάνει με την πολυεστιακή της όραση, μια πανοραμική κάτοψη του ταραγμένου μεταπολεμικού μας κοινωνικού τοπίου. Και δεν λείπει τίποτα απο αυτή την κάτοψη-κοινωνική διαμαρτυρία της πρωταγωνίστριας. Φτώχεια, κακοπάθεια, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ηθική προδοσία απο αγαπημένα πρόσωπα, αυταρχικές συμπεριφορές απο τα υστερούντα και αντιδραστικά κοινωνικά ήθη της εποχής, κοινωνική περιθωριοποίηση για όσους δεν μπορούσαν να ρευστοποιήσουν «εθνικές» επωμίδες απο συμμετοχή με την πλευρά των νικητών του εμφυλίου, ανελέητο κυνηγητό των αριστερών και ακραία περιθωριοποίησή τους απο το πολιτικό μας τοπίο, όπως βεβαίως και ο δεσποτισμός του αστυνομικού κράτους της εποχής, για όσους «δεν διάγουν φιλησύχως», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν τα αλήστου μνήμης «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων».
Μια φαντασμαγορική προβολή θα λέγαμε, της αιμορραγούσας κοινωνικά μεταπολεμικής Ελλάδας, όπου το υποβόσκον σαράκι του καταραμένου εμφυλίου πολέμου και οι επακόλουθες αυτού συνέπειες και κοινωνικές παρενέργειες, ισοπέδωναν συνειδήσεις, αξιοπρέπειες και κάθε έννοια της ανθρώπινης ευτυχίας. Το μεγάλο επίτευγμα όμως της Ζιώγα σ΄αυτή την έξοχη ηθικά ερμηνεία της – που για δεύτερη χρονιά παίχτηκε φέτος στο «Μικρό Παλλάς» – είναι ότι κατόρθωσε να ζωντανέψει μέσα απο την ταραχώδη προσωπική της περιπέτεια, όλες τις χαίνουσες πληγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με ανάλαφρο γλυκύ τρόπο, επιστρατεύοντας άλλοτε την μοναδική υποκριτική της ικανότητα, ενίοτε μαρμαρυγές έξυπνου και δροσερού χιούμορ, που ξεκούραζαν ψυχικά τον αναγνώστη και αποσυμπίεζαν την ηθική του συστολή, απο τον δραματικό χαρακτήρα του έργου. Αυτή ήταν εξάλλου και η ηθική μαγεία της έξοχης Ζιώγα στην παράσταση. Δηλαδή να επιχειρήσει με συναισθηματική θέρμη και ανάλαφρο σκώμα-χιούμορ, μια πολυδύναμη παρουσίαση του δραματικού μετεμφυλιακού τοπίου της Ελλάδας, χωρίς να κουράσει, χωρίς να «στομώσει» τον θεατή. Όσοι είχαμε την ηθική ευτυχία να παρακολουθήσουμε αυτή την μαγική παράσταση, προβληματιστήκαμε – οι νεότεροι για μια Ελλάδα που με θλίψη υποψιαζόμαστε, αλλά δεν είχαμε την δραματική τύχη όπως η πρωταγωνίστρια να ζήσουμε – γευτήκαμε τα χρώματα τα αρώματα, τις μυρουδιές, όπως και την ηθική μεγαλουργία της ελληνικής επαρχίας και αισθανθήκαμε για αυτήν – που λίγο πολύ όλοι μας «ακουμπάμε» – ξεχωριστή ηθική ανάταση, αλλά και γελάσαμε ακατάπαυστα με τις ευφυείς δόσεις γέλιου που γεναιόδωρα μας πρόσφερε η Ζιώγα. Κλάψαμε ακόμα συγκλονισμένοι, για το κακό το ριζικό και το θανατικό της μοίρας, γευόμενοι την άφατη θλίψη για τον θάνατο των δυο μικρών παιδιών της «κ-ας Έλεν».
Όμως καμιά στιγμή της παράστασης δεν κουραστήκαμε. Μαζί με την σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη και την μουσική της αισθαντικής και απαράμιλλης συνθετικά Ευανθίας Ρεμπούτσικα, απολαύσαμε ένα άριστο αισθητικά αποτέλεσμα. Αναμφίβολα η παράσταση καταγράφεται στις έξοχες ηθικά παραστάσεις των φετεινών θεατρικών μας σκηνών – με την περυσινή της συνάμα ξεχωριστή επιτυχία, να υποδηλώνει την μεγάλη αποδοχή του κοινού – ενώ η μοναδική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Ελένης Ζιώγα, συνιστά ένα ακόμα μικρό διαμάντι στην πολυεπίπεδη και πολυδύναμη καλλιτεχνική της φυσιογνωμία. Αλήθεια προσεγγίζοντας αισθητικά την σπουδαία αυτή καλλιτέχνη, πια διάστασή της να αγαπήσεις και πια να παραβλέψεις; Μας δόνησε ψυχικά με τους απαράμιλλους στίχους της στο τραγούδι «Το τσιγάρο», που στα χείλη του Γιάννη Κότσιρα έγινε ύμνος της νέας γενιάς, μας γοήτευσε αισθητικά συμπρωταγωνιστώντας πλάι στον αλησμόνητο Νίκο Σεργιαννόπουλο, ως μοιραία δασκάλα της νησιωτικής επαρχίας, που προσπαθούσε μέσα στα συντηρητικά της ήθη, να ξεπεράσει τις κοινωνικές συμβάσεις και να γευτεί τον έρωτα. Μας πρόσφερε ασύγκριτες στιγμές χαράς και αισθητικής αρμονίας, επενδύοντας με τους αισθαντικούς στίχους της, τον ανεπανάληπτο δίσκο «Ο χορός των άστρων» σε μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και εκτέλεση-τραγούδι της Έλλης Πασπαλά. Για να μας συναρπάσει και πάλι ως «κ-α Έλεν», σε έναν μοναδικό σε εκτέλεση και ηθική ένταση ρόλο. Είναι ένα σπάνιο και ξεχωριστό μετέωρο η Ελένη Ζιώγα στα καλλιτεχνικά μας δρώμενα, που δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τα συνήθη μέτρα, διότι απλά είναι πολυδιάστατο. Για τούτο και η αδέκαστη κριτική την έχει αναβιβάσει σε ένα βάθρο πολύ υψηλού κύρους. Με την μοναδική σεμνότητά της ως καλλιτέχνης και άνθρωπος – μακριά απο τους ακκισμούς, τις απεχθείς φιλαρέσκειες και τα φτιασίδια του στάρ σύστεμ – να την καταξιώνουν ακόμα περισσότερο, στον νού και την καρδιά μας.
Όμως η επιλογή του έργου ως θεματολογία, όπως και αυτή άλλωστε η ανάληψη του πρωταγωνιστικού ρόλου, είχε ένα ιδιαίτερο βάρος – ηθική υποθήκη για την Ελένη Ζιώγα. Διότι η «κ-α Έλεν» του έργου, δεν είναι άλλη απο την γιαγιά της στην ζωή, την μητέρα του σπουδαίου θεατρανθρώπου Βασίλη Ζιώγα – θεατρικού συγγραφέα, πρωτοπόρου δημιουργού στην Ελλάδα του «θεάτρου του παραλόγου» – που είχε την ηθική ευτυχία στην ζωή να είναι πατέρας της. Για τούτο έξάλλου μεγαλωμένη η Ζιώγα σε ένα περιβάλλον πολιτισμικής ευκρασίας και ηθικής ευμάρειας, είχε την μοναδική τύχη να επεξεργαστεί και να τελειοποιήσει τα απο φυσικού προικισμού της τάλαντα, πέρα απο τις σπουδές της στην Φιλοσοφική Αθηνών, το πιάνο και την υποκριτική και να εξελιχθεί σε ένα εξαίρετο και πολυδιάστατο καλλιτεχνικό ταλέντο.
Θέλοντας λοιπόν να αποτίσει τον ελάχιστο φόρο τιμής στον Βασίλη Ζιώγα –πατέρα της, η Ελένη Ζιώγα, ενσαρκώνει στην σκηνή μνήμες απο την πολύπλαγκτη ζωή της γιαγιάς της και του πατέρα της, σε ένα κείμενο που έγραψε η ίδια, γονιμοποιώντας στοιχεία απο αντίστοιχης θεματολογίας μυθιστόρημα υπο τον τίτλο «Όπως τα κούρντισες Θέ μου» του πατέρα της, με την δική της βέβαια προσωπική ευαισθησία και οπτική γωνία θέασης.
Αδράχνω έτσι την ευκαιρία, να αναφέρω δυο λόγια για τον μεγάλο μας αυτό θεατρικό συγγραφέα, που υπήρξε με την συγγραφική του ευρεσιέπεια, την οξυδερκή κοινωνική του ματιά και την καλλιτεχνική του πρωτοπορεία, απο τους ανακαινιστές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Τα βιογραφικά στοιχεία που παραθέτω, είναι απο το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ο Βασίλης Ζιώγας (1935-2001 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής με τη συλλογή “21 σπουδές για μικρό στίχο”, αποκήρυξε όμως τα ποιήματά του και αφοσιώθηκε στη θεατρική γραφή. Το πρώτο του θεατρικό έργο ήταν “Το προξενιό της Αντιγόνης”, που παραστάθηκε για πρώτη φορά από το θίασο Δωδέκατη Αυλαία και στη συνέχεια από θιάσους της Ελβετίας και της Αυστρίας και από το ελληνικό Εθνικό Θέατρο. Τα μονόπρακτα έργα του “Οι μπριζόλες” και “Η σταφίδα ή το ψυχοπαίδι” ανέβηκαν στη Βιέννη (1962) και το “Εστιατόριο Humanismus” από το Πειραματικό Θέατρο σε μετάφραση Otto Steininger (1964). Σε μουσική Αργύρη Κουνάδη ανέβηκε στις όπερες της Βόννης και του Βερολίνου το μονόπρακτό του “Το λαστιχένιο φέρετρο”. Επιτυχία σημειώσε η παράσταση του έργου του “Χρωματιστές γυναίκες” από το Θέατρο του Πειραιά (1984), πολλά έργα του παραμένουν άπαιχτα, ενώ “Το μπουκάλι”, από τις κορυφαίες στιγμές της δραματουργίας του Ζιώγα ανέβηκε μόνο από ερασιτεχνικό θίασο και σκηνοθεσία του συγγραφέα το 1979. Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα “Ζιζή”. Ο Βασίλης Ζιώγας ανήκει στους σημαντικότερους νεοέλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Η γραφή του συνδυάζει την ποιητική διάσταση με το πικρό χιούμορ και τον κυνισμό και χωρίς να μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά πρότυπα, ελληνικά ή ευρωπαϊκά, συνδυάζει δημιουργικές επιρροές από τον υπερρεαλισμό, την ψυχανάλυση, το αρχαίο δράμα και την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Κλείνοντας θα εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για την σπουδαία ερμηνεία της Ελένης Ζιώγα, ως μαγική «κ-α Έλεν», που για μια ακόμα φορά την ανέδειξε ως μοναδικό καλλιτεχνικό ταλέντο, ενώ θα την συγχαρώ επίσης, για την άρτια εκπλήρωση ενός μεγάλου ηθικού χρέους που είχε, απέναντι στον σπουδαίο και πρωτοπόρο θεατρικό μας συγγραφέα Βασίλη Ζιώγα. Τον άνθρωπο που τύχη για αυτήν αγαθή, υπήρξε πατέρας της. Να είσαι πάντα άξια, ηθικά ευγενική Ελένη Ζιώγα και να μας τέρπεις ψυχικά, με τις μοναδικές και εμπνευσμένες καλλιτεχνικές σου δημιουργίες.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.