Γράμμα απο το Βερολίνο

του Εμμανουήλ Σαρίδη
Επέστρεψα πριν λίγες μέρες από τις διακοπές μου, που τις τελευταίες δεκαετίες τις περνώ πάντα στην Κεραμωτή, για να βρίσκομαι πιο κοντά στον τόπο που γεννήθηκα, την Σταυρούπολη και στην Ξάνθη, όπου μετα τον πόλεμο μετοίκησε η οικογένειά μας, τελείωσα το Γυμνάσιο και εργάσθηκα σαν καπνεργάτης στο “καπνομάγαζο” του Πετρίδη. Και όπως κάθε φορά που καθίζω να γράψω τις εντυπώσεις μου, αντιμετωπίζω το πρόβλημα του τι να γράψω, γιατί τα όσα θετικά είδα είναι τόσο μπερδεμένα με τα αρνητικά, που τελικά δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Η Ελλάδα, η πατρίδα μου, είναι μεν μια χώρα με απίστευτες φυσικές καλλονές, όμως και μια χώρα με μεγάλα κουσούρια, που τελικά σε δυσκολεύουν να προβάλλεις τα όσα ωραία και καλά είδες και έζησες. Έτσι τα κακά μπαίνουν πάντα μπροστά σου και σου χαλνούν τη διάθεση να παρουσιάσεις αισιόδοξα την πραγματικότητα, να νοιώσεις μια περηφάνεια για τον τόπο σου, να, όπως ο Γερμανός, που είναι περήφανος για τα αυτοκίνητα που παράγει η χώρα του ή για την οργάνωση, την τάξη και την πειθαρχία που την διακρίνουν. Για ποιο πράγμα όμως να είναι περήφανος ο Έλληνας, τι έκανε και τι κάνει από τότε που απέκτησε δικό του κράτος; Δύσκολη απάντηση. Γι’ αυτό και συνήθως καταφεύγουμε στον ύμνο της ελληνικής φύσης και στις ωραίες παραλίες και τα εκκλησάκια μας. Και ιδίως στον πολιτισμό των Αρχαίων, τον οποίο δανειζόμαστε για να κρύψουμε την γύμνια της σημερινής μας κατάστασης.

Ύστερα από δύο ώρες πτήσεις το αεροπλάνο αρχίζει να κατεβαίνει, πλησιάζουμε την Θεσσαλονίκη. Από ψηλά βλέπουμε την Χαλκιδική που κάποτε ήταν καταπράσινη, τα δάση της έχουν γίνει σήμερα χωράφια, και γι΄αυτό δεν φταίνε οι Σκουριές αλλά ο άπληστος και άρπαγας Έλλην. Ούτε μια συστάδα δέντρων δεν άφησαν οι άθλιοι καταπατητές, έτσι για να κόβει τον αέρα στα χωράφια τους, αυτό που βλέπεις είναι μόνο χωράφια. Και κοντά στην Θεσσαλονίκη σπίτια, μόνο σπίτια. Πού έχτισε όπου πρόλαβε ο καθένας, φύρδην μίγδην, χωρίς σχέδιο πόλεως, χωρίς κοινόχρηστους χώρους.

Αεροδρόμιο: Παραλαβή αποσκευών σ’ ένα χώρο, που εδώ στην Γερμανία δεν θα χρησιμοποιούνταν ούτε για αποθήκη. Έξοδος: Που είναι ο υπάλληλος από την εταιρία που νοίκιασα από το Βερολίνο ένα αυτοκίνητο; Πουθενά. Ρωτώντας τον βρίσκω, αλλά το αυτοκίνητο που νοίκιασα δεν υπάρχει, ξέχασαν την κράτηση, λέει. Σταθμός Λεωφορείων για την Καβάλα. Ο Σταθμός έγινε πριν μερικά χρόνια, μοιάζει όμως, σαν να έγινε πριν από αιώνες. Και μέσα επικρατεί βαβούρα και χάος. Το λεωφορείο φεύγει όμως στην ώρα του, να και κάτι το θετικό.

Αυτοκινητόδρομος Εγνατία. Περνάμε τις δυο λίμνες Βόλβη – Λαγκαδά ή Κορώνεια ή Αγίου Βασιλείου. Η πρώτη είναι ρηχή και μολυσμένη, πριν μερικά καλοκαίρια μάλιστα είχε στερέψει τελείως. Γιατί; Ρωτείστε τους κατοίκους των γύρω συνοικισμών και τους καταπατητές που άρπαξαν όση γη υπήρχε γύρω της και την γέμισαν με δηλητηριώδη λιπάσματα και λύματα από τις χέστρες των παράνομων σπιτιών που έχτισαν. Η Βόλβη είναι βαθύτερη και μοιάζει ακόμη με λίμνη, για πόσο όμως ακόμη; Το μέλλον της χωρίς ουσιαστική προστασία του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης (!) είναι σκοτεινό, όπως δείχνουν και τα αποψιλωμένα βουνά στην πλευρά της Θεσσαλονίκης/Χαλκιδικής, που τα κάνανε χωράφια, απαίσιες φαλάκρες μέσα στα πριν καταπράσινα βουνά, μια εικόνα, που σου σφίγγει την καρδιά (στην φωτογραφία αριστερά φαίνονται καθαρά οι αποψιλωμές εκτάσεις απέναντι απο τη λίμνη, που λίγο έλλειψε να στερέψει). Οι βάρβαροι αυτοί καταπατητές και καταστροφείς του περιβάλλοντος θα πρέπει να περάσουν από δικαστήριο και να υποχρεωθούν να αναδασώσουν τα δάση που κατέστρεψαν, μαζί τους και όλος ο συρφετός των κουρουτζήδων, των ντόπιων πολιτικάντηδων και των δημάρχων της τοπικής αυτοδιοίκησης (!), που έκαναν τα στραβά μάτια στην καταστροφή. Μαζί τα φάγαμε, είπε ο Πάγκαλός. Άδικο είχε;

Ακόμη Εγνατία. Δεξιά και αριστερά κουφάρια από μισοερειπομένα «εργοστάσια», εγκαταλειμμένα τσιμεντόκουτα (αριστερά στην Ξάνθη), που έκλεισαν, αφού φαγώθηκαν ή πήγαν στην Ελβετία τα δάνεια που πήραν οι «εργοστασιάρχες» από ένα κράτος χωρίς οργάνωση, από υπουργεία αλαλούμ και από ειδικούς που δεν ξέρουν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρο, κάλλιστα όμως να “διαχειρίζονται” τους ποταμούς χρημάτων που εισέρευσαν για υποδομές και αναπτυξιακά έργα, μοιράζοντάς τα στους δικούς τους. Και ανάμεσα στα “εργοστάσια” αυτά εγκαταλειμμένα μηχανήματα, οδοστρωτήρες, φορτηγά και πάσης φύσεως σιδερικά, που ξεφορτώθηκαν οι Γερμανοί, πουλώντας τα στους επιτήδειους που ανέλαβαν να κάνουν έργα και σήμερα σκουριάζουν, κάνοντας το τοπίο σκουπιδότοπο. Και εδώ, όπως και με τους καταπατητές, θα πρέπει να ανευρεθούν οι ιδιοκτήτες τους και να υποχρεωθούν να γκρεμίσουν τα ερειπωμένα “εργοστάσιά” τους και να απομακρύνουν τα σκουριασμένα μηχανήματα που άφησαν, μη δίνοντας λόγο σε κανέναν.

Πρώτη βραδιά στην Κεραμωτή. Το διαμέρισμα είναι ευρύχωρο με κουζίνα, ψυγείο, τουαλέτα, μπαλκόνι και κοστίζει 40 Ευρώ τη μέρα. Το βράδυ όμως, πέφτοντας για ύπνο, αδύνατο να κλείσεις μάτι από τις μηχανές των νεαρών μπροστά, που για να εντυπωσιάσουν την γκόμενα ή δεν ξέρω ποιόν κόβουν την εξάτμιση και δίνουν γκάζι που ακούγεται σαν εκρήξεις πουρών απο στερεοφωνικό ενισχυτή. Και τα Σαββατοκύριακα η κατάσταση να επιδεινώνεται από την λάιφ μουσική των παραλιακών μπαρ, με σκυλάδικο ρεπερτόριο και τραγούδια στη διαπασών – σκέτη τραγωδία – όπου οι στίχοι τελειώνουν πάντα μ’ ένα τραβηγμένο λαρυγγόφωνο ααααααααα, ιιιιιιιιιιιι, οοοοοοοοοο, που θα έκανε τον Μενέλαο Λουντέμη να βγει αγανακτισμένος απ’ τον τάφο του. Μέχρι τις δύο το πρωί. Να καλέσουμε την Αστυνομία, είναι η πρώτη σκέψη. Ποια Αστυνομία, λένε οι ντόπιοι. Δεν έρχεται. Και αν πάει, υπάρχει φόβος να την πλακώσουν στο ξύλο.

Κεραμωτή. Αν η Κεραμωτή δεν είχε τους βούλγαρους τουρίστες θα ήταν σήμερα τουριστικά τελειωμένη. Σπανίζουν οι Δυτικοευρωπαίοι, όμως χιλιάδες Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Ρώσοι, ακόμη και Αλβανοί, που φαίνεται να έχουν οικονομικά σταθεροποιηθεί, γιατί πολλοί έρχονται με τεράστια αυτοκίνητα, καλοντυμένοι και με συμπεριφορά πιο «πολιτισμένη» από την κοινή ελληνική. Μένουν μερικές μέρες στην Κεραμωτή και μετα πάνε με το φέρρυμπότ στην Θάσο. Και είναι αυτοί που αφήνουν λεφτά. Όμως η τοπική αυτοδιοίκηση (!) τους αγνοεί, πουθενά ένα πληροφοριακό φυλλάδιο σε ελληνική ή ανγκλική γλώσσα για την περιοχή και τα αξιοθέατά της, ένας οδικός χάρτης, καμιά μουσική ή χορευτική εκδήλωση, κάποιο εβέντ. Και η πρώτη εντύπωση που θα αποκομίσει ο τουρίστας που επισκεπτεται την Κεραμωτή και την περιοχή της, την Θάσο, Καβάλα, Ξάνθη ή τα Άβδηρα, είναι αυτή που θα τυπωθεί στο μυαλό του. Και αυτή θα είναι αρνητική. Γιατί κάποτε θα πρέπει να καταλάβουμε, ότι η θάλασσα, ο ήλιος, η εκκλησία με το καμπαναριό και όλα αυτά, με τα οποία η Ελλάδα αυτοδιαφημίζεται, είναι καλά, αλλά δεν αρκούν, αν λείπει η οργάνωση και κάποιες στοιχειώδεις υποδομές, που, πως να το κάνουμε, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. “Εάν ο επισκέπτης έρθει μία φορά και δεν τον ξαναδείς, αυτό θα σημαίνει ότι το έχασες το στοίχημα”, όπως λέει και ο Νάσος Τσούκας, υπεύθυνος του ξενοδοχείου “Φανάρι” της Κομοτηνής για τους βουλγάρους τουρίστες, που ακόμη έρχονται κατα χιλιάδες.

Συγκοινωνία, οδική σήμανση. Η συγκοινωνία με τα λεωφορεία των ΚΤΕΛ είναι καλή, κάθε μισή ώρα πηγαινοέρχεται λεωφορείο για την Χρυσούπολη και από κεί για την Καβάλα ή Ξάνθη, το ίδιο και τα φέρρυμπότ Κεραμωτή-Θάσος. Το πρόβλημα είναι η τήρηση των κανόνων κυκλοφορίας και η οδική σήμανση. Οι περισσότερες διαβάσεις πεζών έχουν ξεθωριάσει, άλλες υπάρχουν εκεί που δεν υπάρχει διάβαση, γιατί απέναντι είναι ένα ντουβάρι και γενικά οι άσπρες λωρίδες που μπογιατίσθηκαν οικεί και ως έτυχε δεν έχουν νόημα, γιατί κανένας οδηγός δεν σταματά όταν τις διασχίζεις, κάτι που για παιδιά Γερμανών, φερ’ ειπείν, που γνωρίζουν, ότι αν την διασχίσεις, τα αυτοκίνητα θα σταματήσουν, είναι κίνδυνος-θάνατος. Σήματα κυκλοφορίας σπανίως υπάρχουν, οι ντόπιοι έχουν «ανακηρύξει» έναν δρόμο σε δρόμο προτεραιότητας, οι μη ντόπιοι όμως, που ελλείψει πινακίδων θα πάνε με το «προτεραιότητα έχει ο ερχόμενος εκ δεξιών» κινδυνεύουν να κάνουν τροχαίο ατύχημα. Και άντε μετα να βρεις το δίκιο σου. Τι νόημα έχουν επίσης οι δύο πινακίδες με τα τόξα αριστερά και δεξιά, εκεί που διακλαδίζεται ένας δρόμος (βλέπε φωτογραφία); Εκτός και αν ο οδηγός θεωρείται τυφλός ή ηλίθιος.

Συνέχεια οδική σήμανση. Πηγαίνουμε με νοικιασμένο αυτοκίνητο από την Κεραμωτή στην Σταυρούπολη μέσω Λεκάνης. Σε ένα σημείο ο δρόμος διακλαδώνεται, ποιόν να πάρουμε, δεξιά ή αριστερά; Πινακίδα τίποτε, να ρίξουμε νόμισμα, κορώνα-γράμματα; Το ίδιο και στην Θάσο που επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες με αυτοκίνητο. Βγαίνεις από το φέρρυμπότ στον Λιμένα και θέλεις να κάνεις το γύρο του νησιού, όμως ποιόν δρόμο να πάρεις; Πινακίδα μηδέν. Ταλαιπωρείσαι λοιπόν μέσα στον Λιμένα, ρωτάς εδώ, ρωτάς εκεί και κάποτε βρίσκεις τον σωστό δρόμο. 

Το    ίδιο και στο δάσος της Χαϊντούς (για το πανέμορφο δάσος-ζούνγκλα της Χαϊντούς δείτε και στο λήμμα Χαϊντού, αριστερά ο καταρράκτης του Λειβαδίτη) που επισκεφθήκαμε μέσω Σταυρούπολης-Καρυόφυτου-Λειβαδίτη. Οι κάποιες πληροφοριακές πινακίδες δεν δείχνουν την κατεύθυνση για κάποιο χωριό, που θα σε οδηγήσει στην Σταυρούπολη ή την Ξάνθη, έτσι βγήκαμε ξαφνικά στο Δασικό Χωριό ή Forest Village, όπου όμως δεν βρήκαμε ψυχή ζωντανή, παρά το ότι στο προαύλιο ήταν σταματημένα δύο αυτοκίνητα και τα φώτα στο γραφείο υποδοχής και το κτίριο αναψυχής ήταν όλα αναμμένα! Ευτυχώς που αργότερα συναντήσαμε στο δρόμο ένα αυτοκίνητο με εργάτες, που μας έδειξαν τον δρόμο για την Ξάνθη μέσω Λυκοδρομίου. Όσο για τις πινακίδες σε πόλεις και χωριά, που απαγορεύουν την στάθμευση αυτοκινήτων, τι να πεις, καλύτερα τίποτε, γιατί είτε είναι, είτε δεν είναι, τα αυτοκίνητα παρκάρουν παντού, ακόμη και σε διπλές και τριπλές σειρές.

Ξάνθη, Σάββατο, 21. Ιουνίου 2014. Κάθε Σάββατο γίνεται παζάρ, δύσκολο να βρεις μέρος για παρκάρισμα. Εγώ παρκάρω πάντα δίπλα στο καπνομάγαζο του Πετρίδη, που μαζί με τα άλλα καπνομάγαζα της Ξάνθης απασχολούσαν την δεκαετία του 50 και 60 χιλιάδες κόσμο και σήμερα έχουν κλείσει και ρημάζουν (η φωτογραφία δείχνει άλλα καπνομάγαζα της Ξάνθης, που κι’ αυτά έχουν αφεθεί στην τύχη τους). Το καπνομάγαζο του Πετρίδη, χτισμένο από την αμερικανική Glenn Tobacco Company στις αρχές του 20. αιώνα, τότε που ο ανατολικός καπνός, ο μπασμάς, είχε μεγάλη αξία, ήταν ένα μοντέρνο συγκρότημα κτιρίων με γραφεία, βίλλα για τον διευθυντή, σπίτι για τον κηπουρό και τον οδηγό, γκαράζ, γήπεδο τένις και έναν τεράστιο κήπο, πέρασε κατά την εποχή του Μεσοπολέμου

 
στα χέρια του καπνέμπορου Νίκου Πετρίδη από την Καβάλα («Νίκος Πετρίδης, καπνά εις φύλλα») και μετα τον θάνατό του στα χέρια της κόρης του Οδέττης Πετρίδη. Το συγκρότημα κτιρίων του Πετρίδη θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κόσμημα για την Ξάνθη και για ολόκληρη την Ελλάδα, αν με ελάχιστα χρήματα είχε διαμορφωθεί σε Πανεπιστήμιο, όμως ΠΑΣΟΚ και διαπλεκόμενοι τοπικοί άρχοντες προτίμησαν αντ’ αυτού να χτίσουν κάποια απαίσια τσιμεντόκουτα, καταστρέφοντας και το πάρκο της Ξάνθης, γιατί μόνο έτσι θα πήγαινε ένα μεγάλο μέρος από το άφθονο χρήμα που έρευσε στις τσέπες τους. Τελικά η Οδέττη Πετρίδη, που είχε από καιρό παρατήσει την επεξεργασία του καπνού, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ενδώσει στις πιέσεις των Αμερικάνων και αποφάσισε να μην υποστηρίξει πλέον τον καπνό και οι αγρότες άρχισαν να καλλιεργούν τα καλύτερα επιδοτούμενα αγροτικά προϊόντα και βέβαια λόγω της απέραντης βλακείας και ανικανότητας των Ευρωβουλευτών μας (που βρίσκονται εκεί μόνο για να κατηγορούν την Ελλάδα) και δεν αντέταξαν την παραμικρή αντίσταση, πούλησε τον μισό κήπο, που έγινε, τι άλλο, πολυκατοικίες. Το καπνομάγαζο του Πετρίδη σήμερα καταρρέει, το βλέπω και μου σφίγγεται η καρδιά, γιατί μέσα εκεί εργάσθηκα για τρία χρόνια σαν πατητής και εκεί κέρδισα τα πρώτα χρήματα στη ζωή μου.

Στο παζάρ γίνεται το σώσε. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Πομάκοι, Γύφτοι – ντόπιοι και εισαχθέντες εκ Βουλγαρίας και Ρουμανίας – ο καθένας με την δική του γλώσσα, τα δικά του ρούχα, σαλβάρια, μαντήλες, πουτούρια, να συνωστίζονται σαν πωλητές, αγοραστές ή επαίτες στις ατραπούς των διαδρόμων που αφήσαν οι πάγκοι. Τα προϊόντα που πωλούνται είναι κυρίως τουρκικής παραγωγής, μπλουζάκια, εσώρουχα, σουτιέν, παπούτσια, πανταλόνια, όλα γύρω στα 2 με 10 Ευρώ. Και από την άλλη μεριά ζαρζαβάτια, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, μπάμιες, φρούτα, ελληνικά, ντόπια και νόστιμα, μέλι από την περιοχή, τσίπουρα, βότανα και τσάγια του βουνού, όλα τα καλά της ελληνικής γης μαζεμένα στο παζάρ της Ξάνθης. Και σε τιμές προσιτές, τέλος Ιουνίου και το καρπούζι να πουλιέται 35 λεπτά το κιλό, κεράσια 2 Ευρώ, βερίκοκα και απίδια το ίδιο και πιο φτηνά. Και στα ζαχαροπλαστεία της πόλης η καριόκα του Παπαπαρασκευά και το σουτζούκ λοκούμ με το μέτρο και το κιλό. Ή η “Κληματαριά” και τα “Φαναράκια” για φαϊ με τα φαγητά που ήξερα από το σπίτι και σε τιμές κατά μέσον όρο 6 Ευρώ: Ιμάμ μπαϊλντί, φασουλάκια, μουσακάς ή – για πιο μερακλήδες – κατσικάκι με πατάτες. Και η απαραίτητη σαλάτα, ντομάτα, ρόκα, μαρούλι, χόρτα, με μπόλικο λάδι ελιάς, φρέσκο κρομμυδάκι και φέτα. Συνοδευόμενα από ένα πενηνταράκι ούζο του συμμαθητή μου Πασχάλη Δήμου (Ποτοποιία «Λαβύρινθος»), που πέθανε τον περασμένο Φεβρουάριο, καλό ταξίδι, Πασχάλη. Και για όποιον δεν φοβάται τα κιλά μπακλαβάς, κανταΐφ, τουλούμπες ή, αν σε καλέσουν σε σπίτι, ο σπιτικός χαλβάς. Αυτή είναι η Ξάνθη, αυτή είναι η Ελλάδα μου.

Επισκεπτόμαστε την Καβάλα. Στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού είδα όλα, όσα γνώριζα από παιδί για το φύτεμα, σπάσιμο, μπούρλιασμα και παστάλιασμα του καπνού και αργότερα σαν πατητής στο καπνομάγαζο του Πετρίδη στην 

Ξάνθη για την επεξεργασία του. Το Ιμαρέτ (φτωχοκομείο, φωτογραφία αριστερά), που χτίστηκε από τον Καβαλιώτη Μοχάμεντ Άλι Πασά, αντιβασιλέα (Βαλή) της Αιγύπτου και κατέρρεε μέχρι πρίν λίγα χρόνια, τώρα έχει ανακαινισθεί προσεκτικά από μια αιγυπτιακή επιχείρηση και έγινε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, ενώ η ίδια εταιρία ανακαίνισε και το κονάκι του Μοχάμεντ Άλι λίγο πιο πάνω, που κι’ αυτό κινδύνευε να καταρρεύσει. Οι Καμάρες, όπως λέγεται το υδραγωγείο της Καβάλας, που χτίστηκε το 1520-1530 από τον Μέγα Βεζίρη Ιμπραήμ πασά, είναι ένα τμήμα του συστήματος ύδρευσης που κατασκευάστηκε ακόμη προ Χριστού για να υδροδοτήσει τον αρχαίο και μεσαιωνική οικισμό, όπου αργότερα αναπτύχθηκε η πόλη της Καβάλας. Ένα άλλο εντυπωσιακό έργο είναι η ακρόπολης στην κορυφή της χερσονήσου της Παναγίας, ένας οχυρωμένος περίβολος, που ακολουθεί τη διαμόρφωση και την κλίση του εδάφους, ενώ στην κορυφή της δεσπόζει το Φρούριο, που χτίστηκε κατά τον 15. Αιώνα για την προστασία του καίριου περάσματος της Εγνατίας Οδού και τον έλεγχο του Βορείου Αιγαίου λόγω πειρατών και Βενετσιάνων. Κατά τα άλλα η Καβάλα είναι κι’ αυτή μια πόλη, που αναπτύχθηκε κατά το μοντέλο της μεταπολεμικής Αθήνας, δηλαδή δομήθηκε άναρχα, χωρίς σχέδιο πολεοδομίας και με τσιμεντοποίηση των μπροστινών ή πισινών κήπων των σπιτιών, η κατάρα της καραμανλικής αντιπαροχής.

Ελλάδα, ένα απέραντο καφενείο. Κύριο χαρακτηριστικό των πόλεων και χωριών που επισκέφθηκα, της Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Ξάνθης, Χρυσούπολης ή της Κεραμωτής, είναι το καφενείο. Και όχι μόνο το παραδοσιακό. Μόλις κάποιος Δήμος σουλουπώσει κάποιον δρόμο, τον κάνει πεζόδρομο όπως λέγεται, σπεύδουν οι παρακείμενοι καταστηματάρχες να τον καταλάβουν με τραπέζια και καρέκλες και να τον κάνουν υπαίθριο καφενείο.

 
Την πιο ακραία καφενειοποίηση ενός τέτοιου πεζόδρομου την είδα στην Ξάνθη, όπου σου είναι σχεδόν αδύνατο να περάσεις ανάμεσα στα τραπέζια και τις καρέκλες. Οι ελληνικές πόλεις έχουν μεταβληθεί σε ένα απέραντο καφενείο, όπου αργόσχολοι, ιδίως νέοι άνθρωποι, που θα έπρεπε να απασχολούνται έστω και ιδιωτικά, με κάτι το εποικοδομητικό, φωνασκούν κριτικάροντας την Γερμανία και την Μέρκελ, που, όπως λένε, μας μισούν και την κυβέρνηση που μας τάραξε στους φόρους. Και αυτοκατηγορούνται (αυτομαστιγώνονται) για τα χάλια μας. Μεταφέρω αυτούσιες τις κουβέντες, που άκουσα από τέσσερις κάπως ηλικιωμένους θαμώνες ενός καφενείου στο Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης: «Είμαστε ένας καταραμένος λαός», λέει ο ένας. «Όλα τα στραβά του κόσμου εδώ είναι», λέει ο άλλος. «Γκρέμισμα και όλα απ’ την αρχή», λέει ο τρίτος. Κουβέντες αντιπροσωπευτικές για την ελληνική κοινωνία, όπως την έζησα τρείς εβδομάδες από κοντά. Και όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Σταύρος Βιτάλης στο άρθρο του «Ο εχθρός Ελληναράς», που δημοσιεύθηκε σ’ αυτό εδώ το ιστολόγιο.

Νεολαία. Ακούω στην παραλία της Κεραμωτής μια παρέα νεαρών να συζητά: «Η εθνική μας άδικα έχασε ρε μαλάκα», λέει ο ένας. «Ναι ρε μαλάκα, και τάδωσε όλα», ό άλλος. Μαλάκα, μαλάκα, άντε ρε μαλάκα, μαλάκας, η σχεδόν τρυφερή προσφώνηση και αντιφώνηση της ελληνικής νεολαίας. Στην παραλία της Κεραμωτής έρχονται κάθε μέρα, γύρω στις δύο ή ώρα, με αυτοκίνητα, μηχανές ή με το λεωφορείο δεκάδες νεαρών και των δύο φύλων από τα γύρω χωριά για μπάνιο. Ρωτάω να μάθω τι κάνουν μέχρι τότε, πάνε σε κανένα καλοκαιρινό σχολείο, παρακολουθούν κάποια μαθήματα; Κοιμούνται, μου λένε. Οι νέοι αυτοί, που κάθονται στην ντίσκο της παραλίας τουλάχιστον μέχρι τα μεσάνυχτα, είναι πιο ψηλοί από μας, καλοζωισμένοι, οι κοπέλες με μίνι μοντέρνα ρούχα και βαμμένα νύχια, οι νεαροί με κουρεμένο κεφάλι και μια τούφα μαλλιών στην κορυφή του. Ο κάμπος της Χρυσούπολης που κατοικούν είναι εύφορος, βγάζει τα πάντα, ο κόσμος ζει καλά, όμως οι νεαροί που βλέπω δεν φαίνεται να έχουν πιάσει ένα τσαπί στο χέρι τους. Τι θα κάνουν όταν τελειώσουν το Γυμνάσιο, ρωτώ τον φίλο μου Γιάννη, καθηγητή στο Γυμνάσιο Κεραμωτής. Θα πάνε στο Λύκειο, λέει. Και μετα; Μετά τίποτα. Και τα χωράφια ποιος θα τα καλλιεργεί; Οι Πακιστανοί, μου λέει.

Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμη τις εντυπώσεις μου από την πατρίδα, φοβάμαι όμως ότι θα γίνω κουραστικός, γιατί καλή είναι η διαπίστωση της ανοργανωσιάς, της κοινωνικής μιζέριας και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, αλλά σημαντικότερες θα πρέπει να είναι κάποιες προτάσεις εξόδου από το τούννελ. Πραγματοποιήσιμες προτάσεις, βέβαια, γιατί από οπτασίες, ιδεαλιστικά οράματα και θεωρίες η χώρα μας έχει περισσότερες από όσες χρειάζεται. Στο τέλος του περσινού μου άρθρου με τον τίτλο “Οι φετινές διακοπές μου” είχα διατυπώσει μια σειρά από πρακτικές προτάσεις για το τι θα έπρεπε να γίνει στους τομείς του τουρισμού, της οδικής κυκλοφορίας ή της σήμανσης. Μερικές από αυτές χρειάζονται την επέμβαση των Υπουργείων, Υπουργών και Υπουργίνων της μακρινής Αθήνας, όπως είναι η άμεση σύνδεση της Εγνατίας από Ξάνθη και Κομοτηνή για την Βουλγαρία, για να μην ταλαιπωρούνται οι Βούλγαροι και Ρουμάνοι τουρίστες που έρχονται κατά χιλιάδες στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και είναι το μέλλον του τουρισμού στην περιοχή. Ακούει κανείς στην Αθήνα; Άλλες, όπως μια πινακίδα στον Λιμένα Θάσου, που να δείχνει στους νεοαφιχθέντες ποιο δρόμο να πάρουν, δεν χρειάζονται πολλά λεφτά, αλλά λίγο κοινό μυαλό.

Η αφεντιά μου σε ένα απο τα ωραιότερα μέρη του κόσμου: Διακοπή για καφεδάκι κατα τον γύρο της Θάσου

Θα κλείσω, όπως και πέρση, πρώτα με μία δήλωση. Η εκ πατρός γιαγιά μου κατάγεται από την Μαρώνεια, ο εκ μητρός παππού μου από την Λάιστα, τα Ζαγοροχώρια. Είμαι περήφανος, που κατάγομαι από δύο από τις ωραιότερες, αγριότερες και πλουσιότερες σε φύση περιοχές της πατρίδας μας. Πατρίδα μου είναι όμως η Θράκη, ο τόπος που γεννήθηκα και ο πρώτος αέρας που ανάπνευσα.

Και με μία σύσταση. Συνιστώ ανεπιφύλακτα στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου να πάνε για διακοπές στην Κεραμωτή. Και από κεί στην όμορφη Θάσο. Να ανέβουν μετά μέσω Ξάνθης και Σταυρούπολης ή μέσω Κεχροκάμπου και Σταυρούπολης στην Χαϊντού και να δουν πράσινο και δάσος, δάσος, όσο βλέπει το μάτι σου. Με αιωνόβια πλατύφυλλα. Και με καταρράκτες σαν τον Λειβαδίτη, φωτογραφία του πιό πάνω. Ή να μείνουν για μερικές μέρες στην Σταυρούπολη, απολαμβάνοντας την κουζίνα του εστιατορίου «Το «Στέκι» του Μαντάρα ή στο λίγο κιτς αλλά θαυμάσιο ξενοδοχείο «Νέμεσις», που διατηρεί και ένα ιπποφορβείο, στα Κομνηνά, μέσα στο πράσινο, την ησυχία και τον καθαρό αέρα, πραγματικό σανατόριο για τους ταλαιπωρημένους των μεγαλουπόλεων. Να πάρουν το τρένο από την Ξάνθη για την Σταυρούπολη και να περάσουν μέσα από τις 32 γαλαρίες των στενών του Νέστου. Να κάνουν μια πορεία από τους Τοξότες μέχρι τα Κομνηνά στο ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε6, έχοντας κάτω τους τον Νέστο να στριφογυρίζει σαν φίδι στις χαράδρες που άνοιξε στους αιώνες, προτού καταλήξει στους Τοξότες, όπου τα νερά του μπαίνουν σε κανάλια για να ποτίσουν τον κάμπο της Χρυσουπόλεως. Να επισκεφθούν το Δέλτα του κοντά στην Κεραμωτή, που φιλοξενεί μια από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες αποικίες πουλιών της Ευρώπης. Και το θαυμάσιο Μουσείο του Δημόκριτου στα Άβδηρα. Να περιδιαβάσουν την παλιά Ξάνθη και τα Μνημεία των Μουσουλμάνων στην Καβάλα. Να θαυμάσουν τα βότανα στο Παγγαίο και να φάνε κατσικάκι στα Πομακοχώρια.

Η Θράκη είναι το κάτι άλλο. Επισκεφθείτε την και θα με θυμηθείτε.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *