του Εμμανουήλ Σαρίδη
Επέστρεψα πριν λίγες μέρες από τις διακοπές μου, που τις τελευταίες δεκαετίες τις περνώ πάντα στην Κεραμωτή, για να βρίσκομαι πιο κοντά στον τόπο που γεννήθηκα, την Σταυρούπολη και στην Ξάνθη, όπου μετα τον πόλεμο μετοίκησε η οικογένειά μας, τελείωσα το Γυμνάσιο και εργάσθηκα σαν καπνεργάτης στο “καπνομάγαζο” του Πετρίδη. Και όπως κάθε φορά που καθίζω να γράψω τις εντυπώσεις μου, αντιμετωπίζω το πρόβλημα του τι να γράψω, γιατί τα όσα θετικά είδα είναι τόσο μπερδεμένα με τα αρνητικά, που τελικά δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Η Ελλάδα, η πατρίδα μου, είναι μεν μια χώρα με απίστευτες φυσικές καλλονές, όμως και μια χώρα με μεγάλα κουσούρια, που τελικά σε δυσκολεύουν να προβάλλεις τα όσα ωραία και καλά είδες και έζησες. Έτσι τα κακά μπαίνουν πάντα μπροστά σου και σου χαλνούν τη διάθεση να παρουσιάσεις αισιόδοξα την πραγματικότητα, να νοιώσεις μια περηφάνεια για τον τόπο σου, να, όπως ο Γερμανός, που είναι περήφανος για τα αυτοκίνητα που παράγει η χώρα του ή για την οργάνωση, την τάξη και την πειθαρχία που την διακρίνουν. Για ποιο πράγμα όμως να είναι περήφανος ο Έλληνας, τι έκανε και τι κάνει από τότε που απέκτησε δικό του κράτος; Δύσκολη απάντηση. Γι’ αυτό και συνήθως καταφεύγουμε στον ύμνο της ελληνικής φύσης και στις ωραίες παραλίες και τα εκκλησάκια μας. Και ιδίως στον πολιτισμό των Αρχαίων, τον οποίο δανειζόμαστε για να κρύψουμε την γύμνια της σημερινής μας κατάστασης.
Ύστερα από δύο ώρες πτήσεις το αεροπλάνο αρχίζει να κατεβαίνει, πλησιάζουμε την Θεσσαλονίκη. Από ψηλά βλέπουμε την Χαλκιδική που κάποτε ήταν καταπράσινη, τα δάση της έχουν γίνει σήμερα χωράφια, και γι΄αυτό δεν φταίνε οι Σκουριές αλλά ο άπληστος και άρπαγας Έλλην. Ούτε μια συστάδα δέντρων δεν άφησαν οι άθλιοι καταπατητές, έτσι για να κόβει τον αέρα στα χωράφια τους, αυτό που βλέπεις είναι μόνο χωράφια. Και κοντά στην Θεσσαλονίκη σπίτια, μόνο σπίτια. Πού έχτισε όπου πρόλαβε ο καθένας, φύρδην μίγδην, χωρίς σχέδιο πόλεως, χωρίς κοινόχρηστους χώρους.
Αεροδρόμιο: Παραλαβή αποσκευών σ’ ένα χώρο, που εδώ στην Γερμανία δεν θα χρησιμοποιούνταν ούτε για αποθήκη. Έξοδος: Που είναι ο υπάλληλος από την εταιρία που νοίκιασα από το Βερολίνο ένα αυτοκίνητο; Πουθενά. Ρωτώντας τον βρίσκω, αλλά το αυτοκίνητο που νοίκιασα δεν υπάρχει, ξέχασαν την κράτηση, λέει. Σταθμός Λεωφορείων για την Καβάλα. Ο Σταθμός έγινε πριν μερικά χρόνια, μοιάζει όμως, σαν να έγινε πριν από αιώνες. Και μέσα επικρατεί βαβούρα και χάος. Το λεωφορείο φεύγει όμως στην ώρα του, να και κάτι το θετικό.
Πρώτη βραδιά στην Κεραμωτή. Το διαμέρισμα είναι ευρύχωρο με κουζίνα, ψυγείο, τουαλέτα, μπαλκόνι και κοστίζει 40 Ευρώ τη μέρα. Το βράδυ όμως, πέφτοντας για ύπνο, αδύνατο να κλείσεις μάτι από τις μηχανές των νεαρών μπροστά, που για να εντυπωσιάσουν την γκόμενα ή δεν ξέρω ποιόν κόβουν την εξάτμιση και δίνουν γκάζι που ακούγεται σαν εκρήξεις πουρών απο στερεοφωνικό ενισχυτή. Και τα Σαββατοκύριακα η κατάσταση να επιδεινώνεται από την λάιφ μουσική των παραλιακών μπαρ, με σκυλάδικο ρεπερτόριο και τραγούδια στη διαπασών – σκέτη τραγωδία – όπου οι στίχοι τελειώνουν πάντα μ’ ένα τραβηγμένο λαρυγγόφωνο ααααααααα, ιιιιιιιιιιιι, οοοοοοοοοο, που θα έκανε τον Μενέλαο Λουντέμη να βγει αγανακτισμένος απ’ τον τάφο του. Μέχρι τις δύο το πρωί. Να καλέσουμε την Αστυνομία, είναι η πρώτη σκέψη. Ποια Αστυνομία, λένε οι ντόπιοι. Δεν έρχεται. Και αν πάει, υπάρχει φόβος να την πλακώσουν στο ξύλο.
Συνέχεια οδική σήμανση. Πηγαίνουμε με νοικιασμένο αυτοκίνητο από την Κεραμωτή στην Σταυρούπολη μέσω Λεκάνης. Σε ένα σημείο ο δρόμος διακλαδώνεται, ποιόν να πάρουμε, δεξιά ή αριστερά; Πινακίδα τίποτε, να ρίξουμε νόμισμα, κορώνα-γράμματα; Το ίδιο και στην Θάσο που επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες με αυτοκίνητο. Βγαίνεις από το φέρρυμπότ στον Λιμένα και θέλεις να κάνεις το γύρο του νησιού, όμως ποιόν δρόμο να πάρεις; Πινακίδα μηδέν. Ταλαιπωρείσαι λοιπόν μέσα στον Λιμένα, ρωτάς εδώ, ρωτάς εκεί και κάποτε βρίσκεις τον σωστό δρόμο.
Ξάνθη, Σάββατο, 21. Ιουνίου 2014. Κάθε Σάββατο γίνεται παζάρ, δύσκολο να βρεις μέρος για παρκάρισμα. Εγώ παρκάρω πάντα δίπλα στο καπνομάγαζο του Πετρίδη, που μαζί με τα άλλα καπνομάγαζα της Ξάνθης απασχολούσαν την δεκαετία του 50 και 60 χιλιάδες κόσμο και σήμερα έχουν κλείσει και ρημάζουν (η φωτογραφία δείχνει άλλα καπνομάγαζα της Ξάνθης, που κι’ αυτά έχουν αφεθεί στην τύχη τους). Το καπνομάγαζο του Πετρίδη, χτισμένο από την αμερικανική Glenn Tobacco Company στις αρχές του 20. αιώνα, τότε που ο ανατολικός καπνός, ο μπασμάς, είχε μεγάλη αξία, ήταν ένα μοντέρνο συγκρότημα κτιρίων με γραφεία, βίλλα για τον διευθυντή, σπίτι για τον κηπουρό και τον οδηγό, γκαράζ, γήπεδο τένις και έναν τεράστιο κήπο, πέρασε κατά την εποχή του Μεσοπολέμου
Στο παζάρ γίνεται το σώσε. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Πομάκοι, Γύφτοι – ντόπιοι και εισαχθέντες εκ Βουλγαρίας και Ρουμανίας – ο καθένας με την δική του γλώσσα, τα δικά του ρούχα, σαλβάρια, μαντήλες, πουτούρια, να συνωστίζονται σαν πωλητές, αγοραστές ή επαίτες στις ατραπούς των διαδρόμων που αφήσαν οι πάγκοι. Τα προϊόντα που πωλούνται είναι κυρίως τουρκικής παραγωγής, μπλουζάκια, εσώρουχα, σουτιέν, παπούτσια, πανταλόνια, όλα γύρω στα 2 με 10 Ευρώ. Και από την άλλη μεριά ζαρζαβάτια, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, μπάμιες, φρούτα, ελληνικά, ντόπια και νόστιμα, μέλι από την περιοχή, τσίπουρα, βότανα και τσάγια του βουνού, όλα τα καλά της ελληνικής γης μαζεμένα στο παζάρ της Ξάνθης. Και σε τιμές προσιτές, τέλος Ιουνίου και το καρπούζι να πουλιέται 35 λεπτά το κιλό, κεράσια 2 Ευρώ, βερίκοκα και απίδια το ίδιο και πιο φτηνά. Και στα ζαχαροπλαστεία της πόλης η καριόκα του Παπαπαρασκευά και το σουτζούκ λοκούμ με το μέτρο και το κιλό. Ή η “Κληματαριά” και τα “Φαναράκια” για φαϊ με τα φαγητά που ήξερα από το σπίτι και σε τιμές κατά μέσον όρο 6 Ευρώ: Ιμάμ μπαϊλντί, φασουλάκια, μουσακάς ή – για πιο μερακλήδες – κατσικάκι με πατάτες. Και η απαραίτητη σαλάτα, ντομάτα, ρόκα, μαρούλι, χόρτα, με μπόλικο λάδι ελιάς, φρέσκο κρομμυδάκι και φέτα. Συνοδευόμενα από ένα πενηνταράκι ούζο του συμμαθητή μου Πασχάλη Δήμου (Ποτοποιία «Λαβύρινθος»), που πέθανε τον περασμένο Φεβρουάριο, καλό ταξίδι, Πασχάλη. Και για όποιον δεν φοβάται τα κιλά μπακλαβάς, κανταΐφ, τουλούμπες ή, αν σε καλέσουν σε σπίτι, ο σπιτικός χαλβάς. Αυτή είναι η Ξάνθη, αυτή είναι η Ελλάδα μου.
Επισκεπτόμαστε την Καβάλα. Στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού είδα όλα, όσα γνώριζα από παιδί για το φύτεμα, σπάσιμο, μπούρλιασμα και παστάλιασμα του καπνού και αργότερα σαν πατητής στο καπνομάγαζο του Πετρίδη στην
Ελλάδα, ένα απέραντο καφενείο. Κύριο χαρακτηριστικό των πόλεων και χωριών που επισκέφθηκα, της Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Ξάνθης, Χρυσούπολης ή της Κεραμωτής, είναι το καφενείο. Και όχι μόνο το παραδοσιακό. Μόλις κάποιος Δήμος σουλουπώσει κάποιον δρόμο, τον κάνει πεζόδρομο όπως λέγεται, σπεύδουν οι παρακείμενοι καταστηματάρχες να τον καταλάβουν με τραπέζια και καρέκλες και να τον κάνουν υπαίθριο καφενείο.
Νεολαία. Ακούω στην παραλία της Κεραμωτής μια παρέα νεαρών να συζητά: «Η εθνική μας άδικα έχασε ρε μαλάκα», λέει ο ένας. «Ναι ρε μαλάκα, και τάδωσε όλα», ό άλλος. Μαλάκα, μαλάκα, άντε ρε μαλάκα, μαλάκας, η σχεδόν τρυφερή προσφώνηση και αντιφώνηση της ελληνικής νεολαίας. Στην παραλία της Κεραμωτής έρχονται κάθε μέρα, γύρω στις δύο ή ώρα, με αυτοκίνητα, μηχανές ή με το λεωφορείο δεκάδες νεαρών και των δύο φύλων από τα γύρω χωριά για μπάνιο. Ρωτάω να μάθω τι κάνουν μέχρι τότε, πάνε σε κανένα καλοκαιρινό σχολείο, παρακολουθούν κάποια μαθήματα; Κοιμούνται, μου λένε. Οι νέοι αυτοί, που κάθονται στην ντίσκο της παραλίας τουλάχιστον μέχρι τα μεσάνυχτα, είναι πιο ψηλοί από μας, καλοζωισμένοι, οι κοπέλες με μίνι μοντέρνα ρούχα και βαμμένα νύχια, οι νεαροί με κουρεμένο κεφάλι και μια τούφα μαλλιών στην κορυφή του. Ο κάμπος της Χρυσούπολης που κατοικούν είναι εύφορος, βγάζει τα πάντα, ο κόσμος ζει καλά, όμως οι νεαροί που βλέπω δεν φαίνεται να έχουν πιάσει ένα τσαπί στο χέρι τους. Τι θα κάνουν όταν τελειώσουν το Γυμνάσιο, ρωτώ τον φίλο μου Γιάννη, καθηγητή στο Γυμνάσιο Κεραμωτής. Θα πάνε στο Λύκειο, λέει. Και μετα; Μετά τίποτα. Και τα χωράφια ποιος θα τα καλλιεργεί; Οι Πακιστανοί, μου λέει.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμη τις εντυπώσεις μου από την πατρίδα, φοβάμαι όμως ότι θα γίνω κουραστικός, γιατί καλή είναι η διαπίστωση της ανοργανωσιάς, της κοινωνικής μιζέριας και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, αλλά σημαντικότερες θα πρέπει να είναι κάποιες προτάσεις εξόδου από το τούννελ. Πραγματοποιήσιμες προτάσεις, βέβαια, γιατί από οπτασίες, ιδεαλιστικά οράματα και θεωρίες η χώρα μας έχει περισσότερες από όσες χρειάζεται. Στο τέλος του περσινού μου άρθρου με τον τίτλο “Οι φετινές διακοπές μου” είχα διατυπώσει μια σειρά από πρακτικές προτάσεις για το τι θα έπρεπε να γίνει στους τομείς του τουρισμού, της οδικής κυκλοφορίας ή της σήμανσης. Μερικές από αυτές χρειάζονται την επέμβαση των Υπουργείων, Υπουργών και Υπουργίνων της μακρινής Αθήνας, όπως είναι η άμεση σύνδεση της Εγνατίας από Ξάνθη και Κομοτηνή για την Βουλγαρία, για να μην ταλαιπωρούνται οι Βούλγαροι και Ρουμάνοι τουρίστες που έρχονται κατά χιλιάδες στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και είναι το μέλλον του τουρισμού στην περιοχή. Ακούει κανείς στην Αθήνα; Άλλες, όπως μια πινακίδα στον Λιμένα Θάσου, που να δείχνει στους νεοαφιχθέντες ποιο δρόμο να πάρουν, δεν χρειάζονται πολλά λεφτά, αλλά λίγο κοινό μυαλό.
Η αφεντιά μου σε ένα απο τα ωραιότερα μέρη του κόσμου: Διακοπή για καφεδάκι κατα τον γύρο της Θάσου
Θα κλείσω, όπως και πέρση, πρώτα με μία δήλωση. Η εκ πατρός γιαγιά μου κατάγεται από την Μαρώνεια, ο εκ μητρός παππού μου από την Λάιστα, τα Ζαγοροχώρια. Είμαι περήφανος, που κατάγομαι από δύο από τις ωραιότερες, αγριότερες και πλουσιότερες σε φύση περιοχές της πατρίδας μας. Πατρίδα μου είναι όμως η Θράκη, ο τόπος που γεννήθηκα και ο πρώτος αέρας που ανάπνευσα.
Και με μία σύσταση. Συνιστώ ανεπιφύλακτα στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου να πάνε για διακοπές στην Κεραμωτή. Και από κεί στην όμορφη Θάσο. Να ανέβουν μετά μέσω Ξάνθης και Σταυρούπολης ή μέσω Κεχροκάμπου και Σταυρούπολης στην Χαϊντού και να δουν πράσινο και δάσος, δάσος, όσο βλέπει το μάτι σου. Με αιωνόβια πλατύφυλλα. Και με καταρράκτες σαν τον Λειβαδίτη, φωτογραφία του πιό πάνω. Ή να μείνουν για μερικές μέρες στην Σταυρούπολη, απολαμβάνοντας την κουζίνα του εστιατορίου «Το «Στέκι» του Μαντάρα ή στο λίγο κιτς αλλά θαυμάσιο ξενοδοχείο «Νέμεσις», που διατηρεί και ένα ιπποφορβείο, στα Κομνηνά, μέσα στο πράσινο, την ησυχία και τον καθαρό αέρα, πραγματικό σανατόριο για τους ταλαιπωρημένους των μεγαλουπόλεων. Να πάρουν το τρένο από την Ξάνθη για την Σταυρούπολη και να περάσουν μέσα από τις 32 γαλαρίες των στενών του Νέστου. Να κάνουν μια πορεία από τους Τοξότες μέχρι τα Κομνηνά στο ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε6, έχοντας κάτω τους τον Νέστο να στριφογυρίζει σαν φίδι στις χαράδρες που άνοιξε στους αιώνες, προτού καταλήξει στους Τοξότες, όπου τα νερά του μπαίνουν σε κανάλια για να ποτίσουν τον κάμπο της Χρυσουπόλεως. Να επισκεφθούν το Δέλτα του κοντά στην Κεραμωτή, που φιλοξενεί μια από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες αποικίες πουλιών της Ευρώπης. Και το θαυμάσιο Μουσείο του Δημόκριτου στα Άβδηρα. Να περιδιαβάσουν την παλιά Ξάνθη και τα Μνημεία των Μουσουλμάνων στην Καβάλα. Να θαυμάσουν τα βότανα στο Παγγαίο και να φάνε κατσικάκι στα Πομακοχώρια.
Η Θράκη είναι το κάτι άλλο. Επισκεφθείτε την και θα με θυμηθείτε.