Της Ελένης Αθανασούλη
Σε μια εντελώς τυχαία περιήγησή μου στο διαδίκτυο, συνάντησα το Λιαντίνη. Αυτός ο άνθρωπος δεν σ’ άφηνε αδιάφορο. Η θα τον…
Θα τον άκουγες αν τα θέματά του σε ενδιέφεραν. Θα τον άκουγες για τον αποκαλυπτικό τρόπο που είχε για να ξεσκεπάζει το δήθεν, το άλογο, το ψέμμα, την ημιμάθεια. Θα τον άκουγες αν σε ενδιέφερε η αλήθεια και η ουσία που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα. Θα τον άκουγες αν ήταν και στα δικά σου ζητούμενα να βγεις δάσκαλος που μπορεί να διδάξει. Θα τον άκουγες αν ήθελες να γίνεις Παιδαγωγός υπεύθυνων πολιτών. Φιλόσοφος ή φιλοσοφών. Περίεργος. Έξ-υπνος. Ενεργός Πολίτης. Διψών, Πάσχων. Οραματιστής. Μεταρρυθμιστής αναζητών τρόπους.
Εγώ, επί πλέον από όλα αυτά, είχα και κάτι άλλο να με συγκινεί. Τον Ταΰγετο. Τη Σπάρτη. Ποιητές, βασιλείς, ήρωες, ιστορικά και μυθικά πρόσωπα και άθλους, ιδέες, αξίες, τραγικούς θανάτους και θυσίες, σε όλα τα πλάτη και τα βάθη της ιστορίας. (Τελικά, νομίζω πως τα χώματα και τα νερά του γενέθλιου τόπου μας, ενυπάρχουν στα κύτταρά μας και επηρεάζουν τη σκέψη και το κοσμοείδωλό μας).
Μαθαίνοντας λοιπόν λίγα περισσότερα, διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε βρεθεί πολύ κοντά στη ζωή μου, κι είναι εντελώς τυχαίο που δεν υπήρξε δάσκαλός μου. Ο Λιαντίνης υπηρετούσε στους Μολάους Λακωνίας το 1968, όταν εγώ ήμουν μαθήτρια Γυμνασίου στο Βλαχιώτη Λακωνίας.
Διαπιστώνοντας την ατυχία μου, έμαθα πολλά ακόμη για τη ζωή του και τον μοναδικό φιλοσοφικό στοχασμό του, τόσο δηλαδή τις ιδέες του, όσο και – κυρίως- τον μοναδικό τρόπο που τις εξέφραζε. Ζωντανά. Δηλαδή «με αίμα που αχνίζει», όπως λέει κάπου και ο ίδιος. Για το λόγο αυτόν παρακολούθησα όλες του σχεδόν τις ομιλίες, με την ευκαιρία που μας δίνει το διαδίκτυο σήμερα. Διαβάζω και τα βιβλία του.
Όπου κι αν διαφωνώ μαζί του, σε κανένα σημείο δεν με πρόδωσε (=δεν τον ένιωσα ψεύτη). Γιατί, και δημόσια σαρκασμό και αυτοσαρκασμό έδειξε ( από καθέδρας και μαγνητοσκοπούμενος), και τη νοθεία κατέδειξε, και την ασυνέπεια στιγμάτισε, και την προσωπική ευθύνη εκάστου επεσήμανε, και τα λάθη (πολιτικά, παιδαγωγικά) κατήγγειλε, και τις μικρότητες των μεγάλων και υπευθύνων απέδωσε. Και τη δική του την ανέλαβε πλήρως προς όσα πίστευε, και δίδασκε.
Διαφώνησα πλήρως προς τις θρησκευτικές του θέσεις και τα σχετικά σχόλια και με τον τρόπο που διατυπώθηκαν. Ακραίος. Μεγεθυντικός. Αλλά, σωστά τις διατύπωσε έτσι, προς το συγκεκριμένο ακροατήριό του, γιατί με τη ζωή και τη δουλειά του «κυοφορούσε» επιστήμονες, πολίτες, παιδαγωγούς, δυνάμει φιλοσόφους. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, μίλησε για την ανάγκη του ανθρώπου να έχει το Θείο, στήριγμα και οδηγό του. Και επέλεξε για τον εαυτό του τη λογική του. Επέλεξε να είναι μόνος και ισχυρός, δοκιμάζοντας τα όρια της ανθρώπινης λογικής, της δικής του. Και αξίζει γι’ αυτό, το σεβασμό μας. Γιατί με τη δική του λογική έλεγε αυτά που έλεγε (και δεν έλεγε λόγια του αέρα), και με τη δική του λογική τα έκανε πράξη.
Μπορούμε να διαφωνούμε με τις απόψεις του, αλλά δεν μπορούμε να διαφωνούμε με την πίστη του σε όσα ο ίδιος υποστήριζε διδάσκοντας, και με την καθαρότητα του λόγου του.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρώ, ακόμη και από ακαδημαϊκούς, μια αμφισβήτηση του Λιαντίνη. Για το είδος της επίδρασης που έχει/είχε. Για τους μαθητές του, λέει κάποιος ήταν Θεός. Τον βλέπουν σαν Θεό. Δεν τον αμφισβητούν. Τον λατρεύουν. Κλπ.
Στη σημερινή Ελλάδα που κατασπαράσσεται
από τον ορυμαγδό της διδακτικής Αδιδαχής, του ακαδημαϊκού αμοραλισμού, της ψυχικής και πνευματικής απονεύρωσης της νεολαίας, της ηθικής επιβράβευσης της ήσσονος προσπάθειας, της απονομής τίτλων και βραβείων κενών περιεχομένου, διπλωμάτων με εργασίες παραγγελία και κατ΄αποκοπήν,
από τον ορυμαγδό της πνευματικής υπνηλίας, της διαπλεκόμενης αποχής από της ακαδημαϊκές αίθουσες, της απουσίας οραμάτων, της έλλειψης πίστης στις δυνάμεις του ανθρώπου και του πνεύματός του, της έλλειψης αξιών, της έλλειψης συναίσθησης προσωπικής ευθύνης, της ακηδίας των δημοσίων λειτουργών των πιο νευραλγικών τομέων της πολιτείας,
από τον ορυμαγδό μιας πολιτικής και δημοσιογραφικής ευφράδειας που κατατροπώνει επισημαίνοντας κινδύνους -προς εκφοβισμό των πολιτών- με βαρύγδουπες λέξεις που έχουν χάσει προ πολλού το νόημά τους
από τον ορυμαγδό πολιτικών που δεν εργάστηκαν ποτέ τους, και -εκ των αυτών τάξεων – προέδρων του εαυτού τους που πληρώνονται από το κράτος,
βρήκαμε να ψέξουμε, να κοσκινίσουμε, να λοιδωρήσουμε το αίμα του Λιαντίνη, που ήταν συνεπής μέχρι θανάτου σε ό,τι πίστευε!
Σκοτώσαμε τον Καποδίστρια, και βάλαμε φυλακή τον Κολοκοτρώνη.
Φαίνεται ότι εμείς σήμερα, πρέπει να κάνουμε κάτι πιο τραγικό για να είμαστε σπουδαιότεροι από τους προγόνους μας. Να σκοτώσουμε και την Ελπίδα!
Αιδώς Αργείοι!
Use Facebook to Comment on this Post