ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΜΕΡΟΣ Γ)

Νικόλαος Λ. Μωραίτης, Ph.D.
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Συγκριτικής Πολιτικής.
Berkeley, California

Eάν κάποιος εφαρμόσει τη σχετικιστική θεωρία στην Κινεζική Επανάσταση (δηλαδή ασχοληθεί με τις συντηρητικές εμπειρικές βάσεις των…

αντιλήψεων και των πράξεων των προσώπων που ενεπλάκησαν στην επανάσταση) θα γίνει απόλυτα κατανοητός. Κυρίως, αποτέλεσε μιαν επανάληψη της Ρωσικής εξέγερσης. Υπήρξε η ίδια βαθμιαία διαίρεση σε φεουδαρχικά και βιομηχανικά στρατόπεδα με τα άτομα να δημιουργούν υπο-κοινωνίες και να υιοθετούν τις πρακτικές εκείνες που τα διευκόλυναν να διατηρήσουν την κοινωνική τους ύπαρξη σε κάθε βήμα της διαδρομής τους.

Κατά τη διάρκεια του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου αιώνα, όταν δεν υπήρχε μια ιδιαίτερα σημαντική κρίση στη φεουδαρχική παραγωγική τάξη, πολλοί γόνοι γαιοκτημόνων που δεν ήταν σε θέση να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία διατήρησαν την κοινωνική τους θέση εισερχόμενοι στο γραφειοκρατικό σύστημα των Μαντσού. Άλλοι έγιναν επαγγελματίες. Άλλοι επίσης μετέβησαν στις πόλεις λιμάνια όπου ίδρυσαν βιομηχανίες, ή δημιούργησαν εμπορικές σχέσεις με ξένους εμπόρους, πουλώντας τους τυπωμένα στο χέρι μεταξωτά, τσάι, σκαλισμένο ζαντ και ελεφαντόδοντο για τα οποία φάνηκε ότι είχαν ακόρεστη δίψα. Αντίστοιχα, στην Τσαρική Ρωσία, οι βιομηχανίες ήταν μικρής κλίμακας και κυρίως ασχολούνταν με την παραγωγή στρατιωτικών όπλων και χειροτεχνημάτων.

Οι αγρότες που δεν ήταν σε θέση να συντηρηθούν από τη χρήση της γης μετακινήθηκαν στις πόλεις. Εκεί εργάστηκαν σε βιομηχανίες όπου αμείβονταν ανεπαρκώς. έσυραν δίτροχες χειράμαξες (ρίκσος) ή ενεπλάκησαν σε εργασίες στα λιμάνια, στην πορνεία και σε μικροεγκλήματα. Όταν καταστροφικές πλημμύρες ή ξηρασίες καθιστούσαν αδύνατη την επιβίωση των αγροτών μιας περιοχής, συχνά εξεγείρονταν εναντίον των ιδιοκτητών, και αυτόματα ενστερνίζονταν προγράμματα που ήταν απαραίτητα για την αναπαραγωγή του χαμηλού επιπέδου της κοινωνικής τους ύπαρξης[1].

Όταν ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων από τις φεουδαρχικές τάξεις μετατράπηκε σε βιομηχάνους και επαγγελματίες, κατά τη διάρκεια του τελευταίου ημίσεως του δεκάτου ενάτου αιώνα, ένας αυξανόμενος αριθμός γόνων των ιδιοκτητών γης πήρε το μοναδικό δρόμο που ανοίγονταν μπροστά του, δηλαδή τη διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης αποκτώντας κυβερνητικές θέσεις. Επιθυμώντας να διατηρήσουν το σύστημα το οποίο τους εξυπηρετούσε τόσο καλά, οι Μαντσού χρησιμοποίησαν τους νέους ελίτ, οι οποίοι συχνά ήταν δικά τους παιδιά. Μείωσαν τις απαιτήσεις των εξετάσεων για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις. Αργότερα, άρχισαν να καταστρατηγούν εντελώς τις διαδικασίες διαγωνισμών, πουλώντας απλώς τις δημόσιες θέσεις, πολλές από τις οποίες ήταν θέσεις γεμάτες δουλειά, που δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ζήτηση. Με τη γραφειοκρατία των Μαντσού να επεκτείνεται μέχρις σημείου συναγερμού, το τελευταίο τέταρτο του δεκάτου ενάτου αιώνα οι γαιοκτήμονες αντιμετώπισαν μιαν αφόρητη κατάσταση. Ενώ πλήρωναν για την κορυφαία και δυσκίνητη διοικητική δομή, παράλληλα απαιτούνταν από αυτούς να αποδεχθούν μιαν ισχυρή μείωση της κοινωνικής τους θέσης. Είτε αυτό, είτε θα έπρεπε να απαλλοτριώσουν περαιτέρω τις περιουσίες των αγροτών. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αναμένονται εξεγέρσεις οι οποίες θα είχαν μεγάλο κόστος για τους ίδιους.

Αλλά υπήρχε και ένας λιγότερο απαιτητικός τρόπος για τους γαιοκτήμονες και για τους αγρότες να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση και αυτός υιοθετήθηκε γρήγορα. Καθώς οι νέοι ελίτ διαπίστωσαν ότι ήταν δύσκολο να διατηρήσουν τα ηγεμονικά τους συμφέροντα γενόμενοι γαιοκτήμονες, βιομήχανοι, επαγγελματίες ή γραφειοκράτες, ορισμένοι από αυτούς, εκείνοι που είχαν επιχειρηματικό δαιμόνιο μεγαλύτερο και ήταν και πλέον δυναμικοί εστράφησαν στη ληστεία. Τέθηκαν επικεφαλής αγροτών οι οποίοι είχαν πολύ καταπιεσθεί από την διαρκώς βυθιζόμενη φεουδαρχική τάξη και κάνοντας επιθέσεις και λεηλασίες είχαν αυτά που ήθελαν, αρχικά δημιουργώντας προβλήματα στους γαιοκτήμονες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι ιδιοκτήτες γης άρχισαν σταδιακά να θεωρούν φρόνιμο να πληρώνουν τους παρανόμους για παροχή προστασίας. Οι αποστάτες όχι μόνο τους βοηθούσαν να αμυνθούν εναντίον των επισήμων αρχών των Μαντσού και των ακορέστων εισπρακτόρων φόρων αλλά και εναντίον των όπλων άλλων αρχηγών συμμοριών. Από την πλευρά τους τώρα, οι αποστάτες αναλαμβάνοντας τον ρόλο των προστατών απέκτησαν υπόληψη. Ως επικεφαλής μιας νέας πολιτικής κίνησης, μετασχηματίσθηκαν από συμμορίτες σε «πολέμαρχους». Τότε η Κίνα χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια τα οποία διοικούσαν οι ντόπιοι πολέμαρχοι, και έτσι οι Μαντσού άρχισαν να εξαρτώνται ακόμη περισσότερο από τις ξένες δυνάμεις για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Πάντως, η τάση αυτή κυριαρχίας των πολεμάρχων απεδείχθη ότι ήταν ένα βραχυπρόθεσμο μέσον για τη διατήρηση της κοινωνικής ύπαρξης της Κινεζικής πλειονότητας. Η κρίση στην φεουδαρχική τάξη της Κίνας γρήγορα έγινε οξεία, και εντάθηκε ακόμη περισσότερο όχι μόνο από την αύξηση του πληθυσμού αλλά και από τις ενέργειες των βιομηχανικών κρατών τα οποία διευκόλυναν τις περιοδικές εντάσεις στα συστήματά τους πληρώνοντας λιγότερα για αγορές πρώτων υλών και χρεώνοντας περισσότερα για βιομηχανική προϊόντα. Με την είσοδο του εικοστού αιώνα, άρχισαν να ξεπετάγονται εθνικιστικές ομάδες οι οποίες πέτυχαν την εκθρόνιση των Μαντσού και την εκδίωξη των ξένων συμφερόντων.

Ο Σαν Γιατ – σεν, ιδρυτής μιας τέτοιας εθνικιστικής οργάνωσης, προχώρησε ακόμα περαιτέρω. Εντυπωσιασμένος από τις θέσεις του Μαρξ, ο Σαν υποστήριξε τη διάλυση της φεουδαρχικής δομής της Κίνας και την υιοθέτηση γρήγορων ρυθμών βιομηχανικής ανάπτυξης[2]. Η διαίρεση στην φεουδαρχική ελίτ και βιομηχανική ελίτ τάξη ξεκίνησε και όπως και στη Ρωσία ο Μαρξισμός έγινε το έμβλημα της τελευταίας.

Παρόλο τον ενθουσιασμό του Σαν , το κόμμα του, η Kuomintang δεν ήταν εκείνο που τελικά επρόκειτο να εκπροσωπήσει τη ρήξη της Κίνας με την φεουδαρχική τάξη. Παρόλο που προσέγγιζε το στόχο με γρήγορο ρυθμό, αυτός δεν επιτεύχθηκε όταν μάζες εργατών και αγροτών χρειάστηκε να κάνουν επανάσταση για να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους θέσεις. Τελικά, το 1911, οι Μαντσού εκθρονίστηκαν, ανοίγοντας νέους ευκαιρίες για τους ακτιβιστές της ελίτ οι οποίοι κυριαρχούσαν στο κόμμα της Kuomintang. Το κόμμα σύντομα έγινε ως προς τις θέσεις του πιο συντηρητικό. Εγκαθιδρύθηκαν δεσμοί εξάρτησης με τους διάφορους γαιοκτήμονες, οι οποίοι αγωνιούσαν να εξασφαλίσουν την προστασία των επιμέρους συμφερόντων τους. Η Kuomintang άρχισε να προσφέρει την αρχική της βοήθεια για την εκβιομηχάνιση.

Το 1920, η Kuomintang, χωρίς ελπίδα, συμβιβάστηκε. «Για τις θέσεις μεγάλων ηγετικών βαθμών στο στράτευμα και σε στρατιωτικές μονάδες», παρατηρεί ο Robert C. North, «παρέμεινε εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τους τοπικούς πολέμαρχους και τους ξεχωριστούς, ουσιαστικά ιδιωτικούς, στρατούς τους[3]. «Πολλοί από τους ηγέτες και τα στελέχη της Kuomintang ήταν και οι ίδιοι πολέμαρχοι» γράφει ο Robert Golston[4].

Αφού αγανάκτησαν από τα τεκταινόμενα, εννέα νέοι διανοούμενοι, μεταξύ αυτών και ο Μάο Τσε-Τουνγκ, συναντήθηκαν στην Σαγκάη το 1921 και ίδρυσαν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που αφοσιώθηκε στη συντριβή της φεουδαρχικής δομής της Κίνας και στην εκβιομηχάνιση της χώρας. Θεώρησαν την άποψη του Μαρξ για το σύγχρονο κόσμο ως τη μόνη λύση.

Παρά τη ριζοσπαστικότητα των δεδηλωμένων αντικειμενικών τους στόχων, οι ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος της Κίνας απεδείχθη ότι πρακτικά ήταν τόσο συντηρητικοί όσο και τα ελιτίστικα συμφέροντά τους και η θεωρία μας θα μας οδηγήσει σ’ αυτό.

Παρόλο που ήταν καλά ενημερωμένοι για την φεουδαρχική βάση της Kuomintang, οι Κομμουνιστές απεδέχθησαν αμέσως τη συμβουλή της Ρωσίας για ένωση με αυτήν. Θα έπρεπε να «εργάζονται μαζί» για να επιταχύνουν την επανάσταση. Το 1925 ο Σαν Γιατ-Σεν ξαφνικά αρρώστησε και πέθανε. Υποστηριζόμενος από τη δεξιά πτέρυγα της Kuomintang, ο Τσιάνγκ Κάι –Σεκ έκανε πραξικόπημα τον επόμενο χρόνο και ανέλαβε τον έλεγχο του κόμματος. Δεν μπορούσε να υπάρξει πλέον καμία αμφιβολία για τον εντελώς αντιδραστικό χαρακτήρα της Kuomintang. Παρόλα αυτά, οι κομμουνιστές, αποφάσισαν να παραμείνουν.

Ύστερα από τις αποτυχίες στη συγκομιδή λόγω ξηρασίας το 1926, οι αγρότες σε διάφορες περιοχές της Κίνας άρχισαν να εξεγείρονται και να απαλλοτριώνουν τη γη. Αμέσως εμφανίστηκε μια έκρηξη των επαναστατικών αναλογιών. Τον Μάρτιο του 1927, βασίζοντας την ανάλυσή του σε μιαν επίσκεψη στη Χουνάν, ο Μάο υπέβαλε μιαν αναφορά στην Kuomintang σχετικά με την κατάσταση εκεί καθώς και σε άλλες περιοχές. Η ονομαστή σήμερα αναφορά του αρχίζει:

«Πολύ σύντομα, στην κεντρική, τη νότια και τη βόρεια Κίνα, αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια αγρότες θα εξεγερθούν σαν μια δυνατή καταιγίδα, σαν ένας τυφώνας με τόσο μεγάλη ισχύ και βία ώστε καμία δύναμη, όσο μεγάλη και αν είναι, να μην είναι ικανή να τους φέρει πίσω. Θα συντρίψουν όλα τα χαλινάρια που τους εμποδίζουν και θα ξεχυθούν μπροστά στη λεωφόρο της ελευθερίας. Θα σαρώσουν όλους τους ιμπεριαλιστές, τους γαιοκτήμονες, τους διεφθαρμένους αξιωματούχους, τους τοπικούς τυράννους και την αριστοκρατία του κακού οδηγώντας τους στους τάφους τους».

Ανεπιφύλακτα αναγνωρίζοντας την υπερσυντηρητική λειτουργία της πολιτικής «ηγεσίας», ο Μάο συμπέρανε: «Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές λύσεις. Να τεθούμε επικεφαλής τους και να τους οδηγήσουμε; Να τους ακολουθήσουμε χειρονομώντας και ασκώντας κριτική; Ή να σταθούμε στο δρόμο τους και να τους αντισταθούμε; Κάθε Κινέζος είναι ελεύθερος να επιλέξει, αλλά τα γεγονότα θα σας αναγκάσουν να πάρετε την απόφασή σας γρήγορα». Μάο Τσε –Τουνγκ, «Αναφορά για μια Επιθεώρηση του Αγροτικού Κινήματος στη Χουνάν[5]».

Θεωρώντας τις απαλλοτριώσεις γης των αγροτών ως δίκαιες, ο Μάο προέτρεψε την Kuomintang να δώσει την υποστήριξή της. Στο τέλος Απριλίου το κόμμα απάντησε στην πρόταση του Μάο:

… Στο Τέταρτο Διευρυμένο Συμβούλιο της Επιτροπής Γης, υιοθετήθηκε ένα σύνολο «Κανόνων για την Προστασία της Γης από τους Επαναστάτες Στρατιωτικούς» με το οποίο απαλλάχθηκε η γη από φόρους ακόμη και των μεγαλυτέρων γαιοκτημόνων εφόσον είχαν συγγενείς στο στρατό[6].

Όταν κάποιος εξετάσει τα γεγονότα αυτής της περιόδου, παρουσιάζεται μια εξαιρετική ατολμία από πλευράς Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ξηρασία – η οποία προκάλεσε ένα τρομακτικό λιμό κατά τη διάρκεια των ετών 1928 – 31 – γρήγορα δημιούργησε έλλειψη αξιοπιστίας όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος των πολεμάρχων ως μηχανισμού υποστήριξης της φεουδαρχικής τάξης.

Ο Edgar Snow, ο οποίος έφθασε στην Κίνα το 1928, περιέγραψε παραστατικά τα αποτελέσματα του λιμού:

«Ένας αληθινός στρατός πορνών συνέρευσε στις πόλεις της Κίνας. Η πώληση γυναικών ήταν η κύρια βιομηχανία. Μεγάλοι αριθμοί αγοριών και κοριτσιών πουλήθηκαν σε μεσίτες για να εκτελέσουν συμβατική εργασία

ποικίλων μορφών … Σε όλη την Κίνα οι πιο φτωχοί αγρότες οδηγήθηκαν ευθέως στην εγκατάλειψη της γης λόγω των φόρων που συντελούσαν στη δήμευση της περιουσίας των και των υπερβολικών ενοικίων. Στις περιοχές όπου η ξηρασία ήταν παρατεταμένη εκατομμύρια άνθρωποι κατεστράφησαν πλήρως και η πώληση παιδιών ήταν συνηθισμένη … Σχεδόν το μισό του πληθυσμού είχε καταστραφεί μέσα σε ένα χρόνο σε δύο (βόρειες) πόλεις που επισκεφθήκαμε… Οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί ώστε τους έθαβαν σε ρηχές τάφρους έξω από τα τείχη και ήταν δύσκολο να βρεθούν άνθρωποι φυσιολογικά ικανοί για να σκάψουν. Τα πτώματα συχνά εξαφανίζονταν πριν ενταφιαστούν και σε ορισμένα χωριά πουλούσαν εμφανώς ανθρώπινες σάρκες… Παντού οι ενοικιαστές καθώς επίσης και οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων διακινδύνευαν και τρίτη σπορά και πάλι βροχή δεν έπεφτε. Είχαν πλέον υποθηκεύσει και το τελευταίο κομμάτι γης τους και εργαζόντουσαν για να αγοράσουν σπόρους οι οποίοι ποτέ δεν φύτρωναν και δεν άφηναν τίποτα[7].

Οι γαιοκτήμονες δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν πλέον την κοινωνική τους ύπαρξη από την αποστέρηση των αγροτών τους ή με να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Το εύρος της μείωσης ήταν πάρα πολύ μεγάλο για να το υποστούν. Είχε γίνει πλέον απαραίτητο για την επιβίωσή τους να συνεργαστούν σαν μια ομάδα (να αποτελέσουν από μόνοι τους μια τάξη), και να οδηγηθούν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με ένα μεγάλο κομμάτι των αγροτών ως σύνολο (που μετατρέπεται σε ίδια τάξη). Για να πραγματοποιηθεί αυτό ήταν απαραίτητη ανάγκη να δημιουργηθούν αμέσως μια εθνική κυβέρνηση και ένας εθνικός στρατός.

Στις πόλεις, τα ξένα συμφέροντα και το εμπόριο χρειαζόντουσαν μια μεγαλύτερη προστασία. Στα μέσα του 1920 η διεθνής οικονομική διαμάχη η οποία τερματίστηκε με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ήδη εισβάλλει επιθετικά στις μεγαλύτερες Κινεζικές πόλεις. Οι εργατικές πολιτικές της Ιαπωνίας (η οποία ποτέ δεν ανένηψε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) και της Βρετανίας οδήγησαν σε περιορισμό του Κινεζικού εργατικού δυναμικού, και πυροδότησαν απεργίες μεγάλης κλίμακας το 1925 στο Χονγκ Κονγκ και στην Σαγκάη, θέτοντας σε δοκιμασία την ικανότητα των τοπικών πολεμάρχων για την αντιμετώπισή τους.

Αμέσως μόλις κατέλαβε την εξουσία ο Τσιάνγκ Κάι – Σεκ άρχισε να αντιδρά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση. Με το τέλος του 1926 είχε ξεκινήσει για τα καλά την διάλυση του συστήματος των πολεμάρχων και την προσπάθεια ενοποίησης της χώρας. Όταν συμπληρώθηκε μια στρατιωτική αποστολή στο Βορρά τα στρατεύματα της Kuomintang βάδισαν νοτιοανατολικά προς την Σαγκάη και την Νανκίν. Από την αρχή έγινε εμφανές ότι αυτές οι προσπάθειες θα είχαν σαν στόχο την προστασία των συμφερόντων των γαιοκτημόνων. Στην πραγματικότητα, εκείνο που αποτελεί ειρωνεία όσον αφορά την αναφορά του Μάο του 1927 προς την Kuomintang σχετικά με τις εξεγέρσεις των αγροτών και την καταλυτική του παρότρυνση δεν ήταν τίποτε άλλο από την Βόρεια Εκστρατεία του Τσιάνγκ[8].

Τον ίδιο μήνα που ο Μάο υπέβαλε την αναφορά του για τους αγρότες, ο Τσιάνγκ αντιμετώπισε μιαν εξέγερση των εργατών στην Σαγκάη – της οποίας ηγούνταν οι ντόπιοι κομμουνιστές – που κατεστάλη βάναυσα. Οι εργάτες της Σαγκάης αφού ενημερώθηκαν ότι οι Εθνικιστικές δυνάμεις προσέγγιζαν εξεγέρθηκαν εναντίον των πολεμάρχων τους. Πιστεύοντας ότι η εξέγερσή τους αυτή θα διευκόλυνε την κατάληψη της πόλης από τον Τσιανγκ, οι εργάτες αναμφίβολα θεώρησαν ότι η θέση τους θα είχε ως αποτέλεσμα να ισχυροποιηθεί. Αντ’ αυτού, ο Τσιαγκ – Κάι – Τσεκ, συνωμοτώντας με τους ξένους διπλωμάτες και του Κινέζους τραπεζίτες, δημιούργησε μια εγκληματική οργάνωση (το Σύλλογο των Πρασίνων) που δολοφονούσε τους εργάτες. Χιλιάδες άτομα έχασαν τη ζωή τους.

Γράφει ο Gordon, «Ο ίδιος ο Τσιαγκ – Κάι –Τσεκ έφθασε στη Σαγκάη το Μάρτιο του 1926[9], όμως, παρόλον ότι οι φεουδάρχες, τα ξένα συμφέροντα και οι έμποροι διαμόρφωσαν μια ενιαίων συμφερόντων πλατφόρμα κοινωνικής συνύπαρξης, σε σχέση με εκείνη των μάζες των εκατομμυρίων αγροτών και εργατών, και ενώ η ίδια η Kuomintang καταναλισκόταν στο να συνεχίζεται τον ταξικό πόλεμο υποστηρίζοντας την πρώτη ομάδα, ενώ οι μάζες ταυτόχρονα προετοίμαζαν τις δυνάμεις τους για να ξαναχτυπήσουν, οι «αρχηγοί» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας σύρονταν πίσω από τον λαό που υπόσχονταν να διοικήσουν προσπαθώντας να περιορίσουν όπου μπορούσαν τις διαμάχες.

Δύο εβδομάδες αργότερα από τις σφαγές των εργατών στη Σαγκάη οι αρχηγοί του Κομμουνιστικού Κόμματος συναντήθηκαν στο πλαίσιο του Πέμπτου Συνεδρίου στη Γουάν, κυρίως για να συζητήσουν τις μελλοντικές σχέσεις τους με την Kuomintang. Ο Στάλιν έστειλε δύο ντιρεκτίβες, και οι δύο εμφανώς αντιεπαναστατικού και αντιδιαλεκτικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Στάλιν, θα έπρεπε να συνεχίσουν να συνεργάζονται με τη Kuomintang με στόχο να την μετατρέψουν σε ριζοσπαστικού χαρακτήρα όργανο, λειτουργώντας με προσοχή αναφορικά με το στόχο της αναδιανομής της γης. Εντωμεταξύ, θα έπρεπε να αναχαιτίσουν το επαναστατικό πάθος των χωρικών. Αυτή τη φορά όμως, σημειώνει ο Stuart Schram, κανένας από τους αρχηγούς της Kuomintang που ασκούσε κάποια εξουσία δεν έδωσε σημασία στους Κομμουνιστές. Τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος γνώριζαν πολύ καλά τον παραλογισμό της πρότασης του Στάλιν και πίεσαν για εσπευσμένες ανακατανομές της γης.

Ο Μάο Τσε Τουγκ φαίνεται ότι ήταν ο μόνος που λειτουργούσε μέσα από μια εμπειρική ανάλυση των γεγονότων εκείνη την εποχή. Σε ένα δοκίμιό του το 1926 περιγράφει τις διάφορες κοινωνικοοικονομικές συνισταμένες της Κίνας με σημαντικές λεπτομέρειες, εξηγώντας τη θέση καθεμιάς στο πλαίσιο της πάλης, και το βαθμό του επαναστατικού και αντι-επαναστατικού της πάθους, κατά τη λειτουργία τους για την εξυπηρέτηση της ανάγκης διατήρησης της κοινωνικής ύπαρξης. Ομοίως, στην ανάλυσή του, το 1927, για τις εξεγέρσεις των χωρικών, επικεντρώνεται στην εμπειρική βάση των ενεργειών τους.

Εντούτοις, από τα λεγόμενά του, ο Μάο προσπαθούσε πολύ να καταλάβει και να συμπλέει με την επαναστατική κατεύθυνση των αγροτών. Από μόνος του ο Μάο, αποφάσισε τον Ιούλιο του 1927 να επιστρέψει στη Γιουνάν και να βοηθήσει στην οργάνωση ενός μεγάλου κινήματος που ονομάζεται η Φθινοπωρινή Εξέγερση του Θερισμού. Με την ευκαιρία αυτή, ένωσε μια στρατιωτική μονάδα (που ονομάστηκε η Πρώτη Μεραρχία του Στρατού των Αγροτών και Εργατών), τους ανθρακωρύχους, τους αγρότες και εκείνους που είχαν εγκαταλείψει την Kuomintang, εναντίον των Εθνικιστικών στρατευμάτων σε μάχη. Όταν η Πρώτη Μεραρχία νικήθηκε και η εξέγερση καταπνίχτηκε, οι αρχηγοί του Κομμουνιστικού Κόμματος το εξέλαβαν σαν τυχοδιωκτισμό του Μάο και τον καθαίρεσαν από την Κεντρική Επιτροπή και τα άλλα αξιώματα.

Έτσι, ακόμα και σε αυτό το προχωρημένο στάδιο – με ανοικτό τον ταξικό πόλεμο – οι αρχηγοί της Κομμουνιστικής Κίνας κατέδειξαν ότι θα έπρεπε να κατανοήσουν ότι έχουν εμπλακεί σε μιαν επανάσταση και ότι ο Μάο, όπως και όλα τα άλλα επιμέρους άτομα, δεν είχαν τη δύναμη ούτε να αιτιολογήσουν ούτε να σταματήσουν την εξέλιξή της. Μόνο μετά τη δεύτερη εξέγερση και τη μάχη της Τσαγκσά δύο μήνες αργότερα (όπου και πάλι οι επαναστάτες νικήθηκαν) τελικά οι επικεφαλείς του Κόμματος αποδέχτηκαν τη μοίρα τους ότι οι κοινωνικές τάξεις με τις οποίες είχαν δεσμούς – και θα έπρεπε να τους διατηρήσουν εάν επιθυμούσαν να διασφαλίσουν τα ηγεμονικά τους συμφέροντα –αντιμετώπιζαν έναν de facto πόλεμο. Ασκώντας την πολιτική εξουσία που τους προσδιόριζε ως την ελίτ της επαναστατικής τάξης, το Κόμμα αποδέχτηκε να μετατρέψει την πάλη σε de iure και διέρρηξε τις σχέσεις του με την Kuomintang[10].

Ούτε τότε οι αρχηγοί του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν εμφανίστηκαν μπροστά στο λαό μετά τη διάρρηξη των σχέσεων, παρόλον ότι, χωρίς την ασφάλεια που τους παρείχαν οι περίπλοκοι μηχανισμοί της Kuomintang, προσπάθησαν να γίνουν ειλικρινείς και ταπεινοί σχετικά με το ρόλο που έπαιζαν. Την άνοιξη του 1930, η Κεντρική Επιτροπή, μετά τη διατύπωση ότι «Οι αντικειμενικές συνθήκες της επανάστασης είχαν χωρίς αμφιβολία ωριμάσει», εντούτοις, αναγνώρισε ότι «η υποκειμενική δύναμη του Κόμματος, αντίθετα, εμφανίζει σημαντική αδυναμία στο ότι δεν μπορεί να συμβαδίσει με την εξέλιξη της επανάστασης, και καταλήγει να αποτελεί την ουρά των μαζών»[11].

Μόνο το 1949, όταν, ύστερα από περαιτέρω υπονόμευση από τις λεηλασίες της Ιαπωνίας κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επαναστατική πάλη, τελικά κατέρρευσε το φεουδαρχικό σύστημα της Κίνας, και μπόρεσε ο ουραγός, Κομμουνιστικό Κόμμα, να μεταμορφωθεί σε κεφαλή του Κράτους. Και όπως προβλεπόταν, κι αυτούς που τώρα η κεφαλή θα διοικούσε δε θα ήταν το οικοδόμημα της σοσιαλιστικής ευημερίας αλλά μια τάξη κρατικού καπιταλισμού.

Προκειμένου να εξηγήσουν οι Ρώσοι και οι Κινέζοι Κομμουνιστές αρχηγοί τη διστακτικότητά τους να επαναστατήσουν κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων της πάλης των τάξεων που διεξήχθη στις χώρες τους, αντιμετώπιζαν μιαν επιστημολογική επιλογή: είχαν τη δυνατότητα να εξηγήσουν με βάση τη θεωρία της αντικειμενικής ουδετερότητας το Μαρξ, θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη συγκεκριμένων ιστορικών αληθειών που θα έπρεπε να αποκαλυφθούν στην περίπτωση που η σωστή (δηλαδή η Μαρξιστική) μεθοδολογία εφαρμοζόταν. Σε αυτή την περίπτωση, όταν κινούνται πίσω από τους αγρότες και εργάτες θα πρέπει αυτό να συμβαίνει επειδή έχουν κάποιες λανθασμένες ιδέες σχετικά με τις ανάγκες των αγροτών/εργατών στην εξέλιξη της πάλης. Εντούτοις, ως σοβαροί μαθητές του Μαρξ, Έγκελς και Λένιν ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι είχαν περισσότερα εφόδια για να μπορέσουν να αποκαλύψουν τις βασικές αλήθειες της εποχής τους από τις αγράμματες μάζες. Κατά συνέπεια, οι αρχηγοί των Κομμουνιστών μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα τις απόστασής τους από τις μάζες με το να τις πλησιάσουν περισσότερο και έτσι να κατανοήσουν καλύτερα τα πραγματικά συμφέροντα των τελευταίων στο πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης και τον αληθινό χαρακτήρα της επανάστασης. Και πάλι, χρησιμοποιώντας πρότυπα αντικειμενικής ουδετερότητας, οδηγήθηκαν σε ιδεαλιστικές αναλύσεις και συμπεράσματα.

Αντίστροφα, ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά των Κομμουνιστών έναντι της θεωρίας του Μαρξ στο πλαίσιο της σχετικιστικής θεωρίας και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι προοπτικές τις οποίες ενστερνίστηκε κάθε αντιμαχόμενη ομάδα ήταν σχέδια για τη διατήρηση της κοινωνικής τους ύπαρξης, έπεται ότι οι ίδιοι κινήθηκαν πίσω από τις μάζες για τον απλούστατο λόγο ότι συνέχισαν να διατηρούνται από τη φθίνουσα φεουδαρχική τάξη (κάτι προφανές), ενώ εκατομμύρια αγροτών και εργατών είχαν καταστραφεί πλήρως. Με άλλα λόγια, μάλλον οι αρχηγοί των Κομμουνιστών λειτούργησαν μέσα από μικροαστικά υλιστικά συμφέροντα και κινήθηκαν στα μετόπισθεν, με την πολιτική τους συνείδηση σε κατάσταση αμύνης, που όπως υποστηρίζουμε συνιστά σε διαρκή βάση τη λειτουργία της.

Δεδομένου ότι ο σχετικισμός προτείνει και τα άτομα και οι τάξεις ταυτόχρονα να υποστηρίζουν λογικές που να διατηρούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα συμφέροντά τους, με δεδομένο ότι οι Ρώσοι και Κινέζοι Κομμουνιστές αρχηγοί ανήκαν στην ελίτ τάξη, στο πλαίσιο της σχετικιστικής θεωρίας, το αναμενόμενο ήταν να σκέπτονται με βάση απολυτιστικό τρόπο. Κάτι που έκαναν σε διαρκή βάση.

[1]Εdgar Snow, Journey to the Beginning, N.Y: Vintage Books, 1912, pp. 18 – 21. [2]Ibid pp. 92 – 93. [3]Robert C.North, Chinese Communism, N.Y: McGraw – Hill Book Co. (World University Library), 1971, p.58. [4]Robert Goldston, The Rise of Red China, Greenwich, Conn.: Fawcett Premier Books, 1967, p.100. [5]See: Selected Readings from the works of Mao Tse – tung, Peking: foreign Languages Press, 1971, p.24. [6]Stuart Schram, Mao Tse – tung, London [7] Edgar Snow, op. cit., pp 6-9. [8] Robert C. North, Chinese Communism, N.Y. McGraw – Hill Book Co. (World University Library), 1971, p. 75. See also: Stuart Schram, Mao Tse – Tung, London, Penguin Books (Pelican Original), 1967, p. 95. [9] Goldston, op. cit., pp. 102- 3. [10] Stuart Schram, op. cit., p. 129. [11] North, op. cit., 113.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *