«Ενοχοποιούνται» η μεταλλουργία και η αυθαίρετη καύση σκουπιδιών
«Πρόκειται για ρύπους που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς τις αστικές περιοχές ενώ έχουν καταγραφεί και σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη» εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής του ΤΕΙ, Σάκης Τριανταφύλλου, σχολιάζοντας την τεχνική έκθεση του προγράμματος μετρήσεων που έγινε αποδεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο Κοζάνης.
Σημειώνει, παράλληλα, ότι για τα συγκεκριμένα συστατικά των αιωρούμενων σωματιδίων «ενοχοποιούνται» η καύση ορυκτών καυσίμων, η μεταλλουργία, η φθορά των ελαστικών και των φρένων των αυτοκινήτων κατά τις οδικές μεταφορές αλλά και η αυθαίρετη καύση σκουπιδιών. Διευκρινίζει, ακόμη, ότι δεν αποκλείεται κάδμιο και αρσενικό να προϋπήρχαν στην ατμόσφαιρα της Κοζάνης, καθώς αναλύσεις δειγμάτων για τον εντοπισμό τους δεν είχαν γίνει πριν από το 2010.
«Κάδμιο και αρσενικό βρίσκουμε τα τελευταία χρόνια και στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης», σχολιάζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η καθηγήτρια του τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Κωνσταντίνη Σαμαρά. Γνωστοποιεί, επίσης, ότι από τις αρχές του 2013 τέθηκε σε εφαρμογή η τέταρτη θυγατρική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρεται στα παραπάνω και σε άλλα επικίνδυνα καρκινογόνα συστατικά.
Έκανε, επίσης, λόγω για την ανάγκη επιτακτικής κινητοποίησης των υπευθύνων αρχών ώστε να ξεκινήσουν μετρήσεις και αναλύσεις με τη μέθοδο που ορίζει η οδηγία καθώς έχει διαπιστωθεί ότι διαφορετικές μέθοδοι οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Προς την κατεύθυνση αυτή, το ΑΠΘ έχει απευθυνθεί στο Δήμο Θεσσαλονίκης και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Για τις συγκεντρώσεις, πάντως, των εν λόγω συστατικών στον αέρα της Θεσσαλονίκης σχολιάζει ότι δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα από εκείνες άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, όπως το Μιλάνο και η Βιέννη.
«Σε κάθε περίπτωση το κάδμιο και το αρσενικό είναι από τα πιο επικίνδυνα συστατικά των αιωρούμενων σωματιδίων», προσθέτει. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Τριανταφύλλου υπογραμμίζει ότι επιβάλλεται η παρακολούθηση τέτοιων συστατικών ώστε να λαμβάνονται μέτρα ενημέρωσης του κοινού και προστασίας των ευπαθών κοινωνικών ομάδων αλλά και για λόγους έγκαιρου εντοπισμού περιστατικών βιομηχανικών ατυχημάτων, ειδικά σε βιομηχανικές περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία.