Γράφει ο Χρήστος Μαγγούτας
Κάθε λαός στηρίζεται στους μύθους του περισσότερο από ό,τι στη ιστορία του, γιατί η μυθολογία είναι ευχάριστη και….
δοξαστική (εδώ μοιάζει με την ποίηση).
Σιγά μήπως μαζεύτηκαν 1000 καράβια (ήτοι 50,000 άντρες) για να πάνε να σκοτωθούν στην Τροία για τα μάτια μιας γυναίκας – που δεν τα είχαν δει ποτέ όπως και την ηθική της. Σιγά μήπως οι στρατιώτες του Μ. Κωνσταντίνου είδαν το «Εν τούτω Νίκα» στον ουρανό, ή ότι η Υπέρμαχος Στρατηγός έσωσε τη Βασιλεύουσα από τους Άραβες. Γιατί δεν την έσωζε και από τους Τούρκους; Σιγά μήπως οι Σουλιώτισσες κάθισαν στην πλατεία του χωριού, έγραψαν τους στίχους και μελοποίησαν το πραγματικά αριστουργηματικό τραγούδι: «Έχετε βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες» πριν πέσουν στο γκρεμό. Σιγά μήπως ο Κολοκοτρώνης είχε προσωπική επαφή με την Παναγία που του υποσχέθηκε ότι θα νικήσουν.
Η Τροία είναι γνωστό ότι ήταν ένας επιθετικός πόλεμος που έπρεπε να ενδυθεί ένα άλλο μανδύα για να περάσει στις επόμενες γενιές. Το «Εν τούτω Νίκα» έπρεπε να δείξει ότι το κλασικό πνεύμα πέθανε πια. Η Υπέρμαχος για να δώσει ελπίδα στο «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι». Το Ζάλογγο για να δείξει την γενναιότητα μερικών γυναικών που σίγουρα έπεσαν στο γκρεμό για να μη σκλαβωθούν, άσχετα αν δεν έφτιασαν ένα τραγούδι πρώτα. Και τελικά το όραμα του Κολοκοτρώνη για να δείξει την ελπίδα και να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Κι εδώ σταματάμε γιατί η λίστα είναι ατέλειωτη. Και ως εδώ μπορεί να έχει δίκιο η Ρεπούση που με το νυστέρι ψάχνει για την ιστορία μέσα στο μύθο. Αν είναι να κάνει μια ιστορική διατριβή ναι –και να κριθεί γι’ αυτή–, αλλά όχι για να περάσει σε σχολικό βιβλίο αυτά τα μηνύματα. Τα παιδιά λατρεύουν το μύθο, το παραμύθι, το θρύλο και πήγαινε εσύ να τους πεις για τη σφαγή στην Τριπολιτσά 30,000 αμάχων, που έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά και ουσιαστικά είχε παγώσει τότε το φιλελληνισμό στην Ευρώπη. Κι αν το κάνεις αυτό στα παιδιά μας, θα κάνουν το ίδιο και οι Τούρκοι στα δικά τους παιδιά για στη σφαγή της Χίου;
Δυστυχώς ζούμε σε ένα σκληρό κόσμο και πρέπει να είμαστε όσο σκληροί και οι γείτονές μας, αλλιώς θα μας σκλαβώσουν. Ο πασιφιστής όσο καλές προθέσεις και αν έχει, τελικά γίνεται «τυφεκιοφόρος του εχθρού». Κατηγορούμε το Στάλιν σαν θηριώδη και έχουμε δίκιο. Αλλά ποιος θα τα έβαζε με ένα άλλο άγριο θηρίο, το Χίτλερ; Οχι εγώ, εσύ ή οι περισσότεροι άνθρωποι. Μόνο ένα θηρίο σαν το Στάλιν θα θυσίαζε 20 εκατομμύρια Ρώσους για να παλέψει το άλλο θηρίο. Αν όλοι ήταν πουρκουάδες σαν τους Γάλλους τώρα θα ήμασταν σκλάβοι της Γερμανίας (μπορεί και να είμαστε, αλλά με άλλης μορφής πόλεμο).
Θα κάνω μια παρένθεση για το «συνωστισμό» στην προκυμαία της Σμύρνης. Εκείνες τις μέρες πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας Toronto Star ήταν ο νεαρός τότε Έρνεστ Χεμινγουέη που έστελνε καθημερινά ανταποκρίσεις στην εφημερίδα για την κατάσταση την οποία περιγράφει πολύ διαφορετική ό,τι η κ. Ρεπούση. Μάλιστα εξέδωσε και ένα βιβλίο, On the Quay of Smyrna” (Στην προκυμαία της Σμύρνης), που πέρα από το ότι είναι μπεστ-σέλλερ, διδάσκεται σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα σε πολλά πανεπιστήμια σαν αξεπέραστο δείγμα γραφής. Γράφει ο Χεμινγουέη, με το στόμα ενός αξιωματικού αμερικάνικου πολεμικού πλοίου: «Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.» Και αλλού: «Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα…» Και κάπου αλλού, με την ευαισθησία του μετέπειτα νομπελίστα συγγραφέα: «Θέλω να κοιμηθώ και φοβάμαι μήπως κλείνοντας τα μάτια φύγει η ψυχή μου μ’ αυτά που είδα και ένοιωσα». Και κλείνει με μια σπαρακτική κραυγή για την προσφυγιά: ««Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».
Αν θέλετε πιστεύετε το γίγαντα Χεμινγουέη, που δεν είχε κανένα λόγο να γράψει έτσι ή την κ. Ρεπούση που δεν ξέρω γιατί έγραψε τα αντίθετα.
Πού καταλήγω; Η κ. Ρεπούση καλά κάνει και δίνει τη δική της εκδοχή για κάποιο θέμα, αλλά το να θέλει να το περάσει σε παιδιά είναι παιδαγωγικά ανάρμοστο και εθνικά επικίνδυνο. Εκτός αν οι γείτονες μας κάνουν το ίδιο. Αλλά βλέπουμε ότι κάνουν το αντίθετο: Οι Τούρκοι με τον Όμηρο που τον θεωρούν δικό τους ως Ομέρ, την Ιωνία ως «Classical Turkey» που τη μοσχοπωλούν στους τουρίστες, οι Σκοπιανοί μεταφέροντας την ιστορία τους 800 πιο πριν για να πάρουν τον Αλέξανδρο και τη Μακεδονία, οι Αλβανοί με τη Τζαμουργιά για να μας πάρουν την Ήπειρο.
Μπορεί σα λαός να έχουμε τα δέκα κακά της μοίρας μας. Αλλά το πασίγνωστο πανεπιστήμιο ΜΙΤ (όπως γράφει η New York Times) μας αναγνωρίζει σαν τη μεγαλύτερη πολιτιστική υπερδύναμη στον πλανήτη με 6 στα δέκα πρόσωπα που σημάδεψαν τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Τι στην οργή; Δεν βρήκε ποτέ κάτι καλό η Ρεπούση να πει για την πατρίδα «της»; Αλλά πώς να περιμένεις από μια έχιδνα οτιδήποτε άλλο εκτός από δηλητήριο;
Πάντως η κ. Ρεπούση μας κάνει κάτι καλό: μας εξοργίζει τα μέγιστα. Κι αυτό είναι καλύτερο από άλλους που μας αποκοιμίζουν.
Κι ας το σκεφθούμε πλατύτερα: μήπως ο μύθος είναι πολύ βαθύτερος από την ιστορία και πιάνει διατάσεις και αποχρώσεις και εσώψυχα λαών που δεν τα πιάνει το νεκροτομείο της ιστορίας; Μήπως το «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» είναι μια πρόταση που συλλαμβάνει βαθύτατα και υπερλογικά συναισθήματα των λαών που είναι αδύνατο να τα συλλάβει ο ιστορικός; Μήπως πραγματικά ο Αλέξανδρος «ζει και βασιλεύει» επί χιλιετίες στις μνήμες άπειρων γενεών από την Αγγλία ως την Κίνα;