«Είχα μεγάλη αδυναμία στο παιδάκι μου. Ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν έξυπνος, χαρισματικός αλλά…». Σε αυτό το «αλλά» ο πατέρας δεν αντέχει και ξεσπάει σε λυγμούς. Η ιστορία της οικογένειας Κοσμά συντάραξε όλη την Ελλάδα. Η κοινή γνώμη ήταν καθηλωμένη. Ο 54χρονος πατέρας Απόστολος Κοσμάς, μηχανολόγος κι επιχειρηματίας, ζούσε με …
τη γυναίκα του και τους τρεις γιους τους στην έπαυλή τους στην Κηφισιά. Πίσω όμως από τη χλιδή κρυβόταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Ο πρωτότοκος γιος του Βαγγέλης ήταν σχιζοφρενής και ο πατέρας μην αντέχοντας άλλο την κατάσταση στις 7 Ιουλίου του 1996 τον σκότωσε στον ύπνο του με τσεκούρι. Στη συνέχεια πήρε το άψυχο κορμί του γιου του και το μετέφερε στο εξοχικό της οικογένειας στον Κάλαμο, όπου και το πυρπόλησε. Την επόμενη μέρα πήγε πάλι στον Κάλαμο και ό,τι απέμεινε από το πτώμα, το έκοψε με πριόνι και το φόρτωσε σε σακούλες για να το πετάξει αλλού!
Αν κάποιος άκουγε τη συγκεκριμένη ιστορία, θα ήταν βέβαιος ότι η κοινή γνώμη θα ζητούσε την κεφαλή του παιδοκτόνου επί πίνακι
. Το έγκλημα φρικτό, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν πατέρα που αφαίρεσε τη ζωή του ίδιου του παιδιού του. Όμως όλοι στη δίκη του Απόστολου Κοσμά κατέθεσαν υπέρ του. Ακόμη και ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του έδωσε ελαφρυντικά στον κατηγορούμενο κι έτσι γλίτωσε τα ισόβια. Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε να του επιβάλει συνολική ποινή κάθειρξης 15,5 ετών. «Ευχαριστώ τους δημοσιογράφους και τους δικαστές. Για την ανθρωπιά τους», ήταν τα μοναδικά λόγια που είπε ο παιδοκτόνος πριν πέσει στην αγκαλιά της γυναίκας του Ελευθερίας και των δύο γιων του, Κωνσταντίνου και Σταύρου.
«Ήταν έξυπνος και χαρισματικός»
Η απολογία του πριν από την ποινή «λύγισε» ακόμη και τους σκληρούς δικαστές που δάκρυζαν ακούγοντας τη συγκλονιστική ιστορία, το δράμα της οικογένειας Κοσμά που εξελίχθηκε σε μια απίστευτη τραγωδία. «Σκοπός μου ήταν να φτιάξω μια σωστή οικογένεια». Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια. Τα επόμενα θα αργήσουν, αφού κλαίει συνεχώς και δεν μπορεί να σταματήσει. Όταν συνέρχεται, συνεχίζει:«Είχα αδυναμία στο παιδάκι μου. Ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν έξυπνος και χαρισματικός. Στα 15 του χρόνια εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα. Οι γιατροί είπαν ότι περνάει έντονη εφηβεία. Ίσως κι εμείς να το ζορίσαμε, με το σχολείο, τα Γερμανικά, τα Αγγλικά, το πιάνο… Πέντε χρόνια μετά, ήμουν μόνος στο σπίτι κι έρχεται το παλικάρι μου και μου λέει ότι ένας γείτονάς μας μπαίνει στο μυαλό του και του υπαγορεύει τι να κάνει. “Το κεφάλι μου πονάει. Θα τον σκοτώσω” μου λέει».
Ο Βαγγέλης ήταν ένα ευφυέστατο παιδί, όπως παραδέχθηκε και ο ψυχίατρός του, αλλά η σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα άλλαξε τελείως τη ζωή του. Τον Αύγουστο του 1989 εισάγεται σε ψυχιατρείο. Ο πατέρας κλαίγοντας λέει: «Είδα να τον πιάνουν τέσσερις-πέντε μαζί. Τον δένουν και τον κλείνουν σε ένα υπόγειο για ένα μήνα. Ήταν βαριά περίπτωση. Το παιδάκι μου ζητάει να βγει. Δεν αντέχει άλλο εκεί μέσα. Δεν αντέχω κι εγώ. Υπογράφω. Τον παίρνω στο σπίτι. Υπ’ ευθύνη μου. Πάμε σε γιατρό. Βρίσκουμε τη σωστή φαρμακευτική αγωγή. Είναι καλά».
Το μοιραίο λάθος
Όμως ο Βαγγέλης δεν ήταν καλά. «Του είχα υποσχεθεί του παιδιού μου ότι δεν θα το έκλεινα ποτέ ξανά σε ίδρυμα. Με είχε πιστέψει το αγόρι μου, γιατί με αγαπούσε πολύ». Το 1995 η κατάστασή του επιδεινώνεται και πάλι, αφού δεν παίρνει τα φάρμακά του. Ο γιατρός που τον παρακολουθεί, ο κ. Παπαγεωργίου, κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να τον βοηθήσει, αλλά από ένα σημείο και μετά τονίζει στους γονείς πως η μόνη λύση είναι η νοσηλεία του σε ψυχιατρική κλινική. Οι γονείς δεν θέλουν. Για πολλούς αυτό ήταν το μοιραίο λάθος τους. Φοβούμενοι το «στίγμα» του σχιζοφρενή γιου που θα τους ακολουθούσε αρνούνται να τον μεταφέρουν αμέσως σε ψυχιατρική κλινική.
Βάζουν τις σταγόνες μέσα σε χυμούς και στο φαγητό. Πίνουν και τρώνε όλοι, για να μην καταλάβει τίποτα ο Βαγγέλης. «Παίρνει τις σταγόνες του. Είναι καλύτερα. Δεν ήθελα να τον κλείσω σε ψυχιατρείο. Δεν το άντεχα. Ελπίζαμε ότι θα γίνει καλά», συνεχίζει στην απολογία του ο πατέρας. «Τον βάζω σε διάφορες δουλειές γνωστών μου. Φεύγει. Αγοράζει χασίς. Χειροτερεύει. Χτυπούσε τη μητέρα του. Αποφασίζουμε να τον πάμε στο Αιγινήτειο. Δεν γίνεται. Ο γιατρός φοβάται για τη ζωή του παιδιού. Μέχρι να βρω μια λύση, αποφασίζω να τον στείλω διακοπές στη Μύκονο. Και αν σκοτώσει κανέναν; Θα είχαμε ηθική ευθύνη».
Ο Βαγγέλης αρχίζει να ζητάει χρήματα για όπλα. Ο γιατρός του επιμένει να μπει άμεσα σε ψυχιατρική κλινική. Βγαίνει η εισαγγελική εντολή, αλλά μόλις η αστυνομία υποστηρίζει ότι ο 27χρονος είναι επικίνδυνος και θα πρέπει να έλθουν τα ΕΚΑΜ να τον πάρουν, οι γονείς του κάνουν πάλι πίσω.
«Να πάω στον τάφο του»
Τη μοιραία μέρα ο Βαγγέλης απειλεί τον πατέρα του: «Αν μέχρι να γυρίσω δεν μου έχεις βρει λεφτά για όπλα, θα σε σκοτώσω» του λέει. Ο Απόστολος Κοσμάς πάει δύο φορές στην αστυνομία προκειμένου να μεταφερθεί ο γιος του στο ψυχιατρείο. Καταλαβαίνει πια ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Και τις δύο φορές, όμως, ο Διοικητής λείπει. Επιστρέφει στο σπίτι και ο Βαγγέλης τον απειλεί. Στο σημείο αυτό η κατάθεση του κατηγορουμένου σταματάει, δεν αντέχει άλλο. Ψάχνει εναγωνίως στην τσέπη τα χάπια του, υποφέρει από την καρδιά του. «Τα υπόλοιπα διαβάστε τα μόνοι σας», λέει. Οι λεπτομέρειες άλλωστε της δολοφονίας ήταν γνωστές.
Δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει, νιώθει δυσφορία και λύνει τη γραβάτα του. Πίνει το χάπι του και σιγά σιγά συνέρχεται: «Πώς μπόρεσα να σκοτώσω το παιδί μου; Είμαι εγκληματίας; Μήπως είμαι τρελός; Καλύτερα να είχα αυτοκτονήσει». Ζητάει μόνο μια χάρη. «Δώστε μου μια άδεια. Να πάω κι εγώ στον τάφο του παιδιού μου. Να κλάψω. Δεν έχω πάει ποτέ…», ενώ δίνει μία υπόσχεση: «Αν βγω από τη φυλακή, θα βοηθήσω τα παιδάκια που έχουν την ίδια αρρώστια με τον Βαγγέλη μου». Ο Απόστολος Κοσμάς, όμως, δεν πρόλαβε να βγει από τη φυλακή. Η εξασθενημένη καρδιά του τον πρόδωσε και λίγο καιρό μετά και όντας ακόμη έγκλειστος, θα φύγει από τη ζωή έπειτα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι, γράφτηκε το τέλος μιας οικογενειακής τραγωδίας που συγκλόνισε τότε την κοινή γνώμη κι εξακολουθεί να συζητείται ακόμη και σήμερα.
Της ΕΥΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-athensmagazine