Η αυτοκτονία του Βλάση (ο άντρας της Μάρως) ήταν η κατραπακιά που με έκανε να μην θέλω να ξέρω και/για να επιλέγω για να ζήσω σωστά/άξια. Από αυτή την κατραπακιά γύρισε το κεφάλι μου και είδα το «μπορεί να ήρθα για να φέρω ένα κακό αποτέλεσμα, και ποια είμαι εγώ για να ελέγξω και λογοκρίνω το σενάριο».
Από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα με το στανιό την λογική μου σκέψη. Επί δύο μήνες, ασταμάτητα, για κάθε σκέψη που δημιουργούνταν στο κεφάλι μου έλεγα «δεν μας ενδιαφέρει η άποψή σου κοπελιά». Έτσι σιγά-σιγά έφθινε η λογική σκέψη, τον χώρο της καταλάμβανε το ένστικτο και πλέον δεν της έχει μείνει χώρος για να εμφανιστεί.
Το σπουδαίο όμως της κατραπακιάς δεν ήταν αυτό.
Κάποια στιγμή, κι ενώ είχα επιλέξει συνειδητά και σε απόλυτο βαθμό ότι θέλω να είμαι η ψυχή μου -σωστό είναι ό,τι το ένστικτό μου μού υπαγορεύει κι όχι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου-, βιώνω μια πραγματικότητα τελείως άλλη (ακριβώς αντίθετη) από αυτή που το ένστικτό μου υπαγόρευσε.
Μια πραγματικότητα τρομερή κι ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ, που λόγω αυτού έστεκε μπρος στα μάτια μου μεγαλοπρεπής, με όλη τη δύναμη δική της, αγέρωχη, νικήτρια (επί του ενστίκτου)…
Αυτό που το μέσα μου μού είχε υπαγορέψει δεν τολμούσε καν να φανερωθεί, όχι να σταθεί δίπλα της.
Τότε, αναγκαστικά (αυτόματη διαδικασία), παραδέχτηκα ότι τα ένστικτα είναι μπούρδες, πούτσες μπλε, αποφάσισα να τ’ αφήσω στην άκρη και να ζήσω σαν άνθρωπος επιτέλουςςςςς (φωνάζοντας).
Με το που το είπα αυτό στον εαυτό μου, εξαφανίστηκα.. σαν να μην είχα υπόσταση. Σαν να ήμουν όγκος άμμου και φύσηξε αγέρας και με σκόρπισε..
Ένιωσα ότι θα πεθάνω, και για να μην πεθάνω (ένστικτο επιβίωσης) αναγκάστηκα να επιλέξω. Αναγκάστηκα να επιλέξω τι θέλω να είμαι, να κοιτώ την πραγματικότητα ή να κοιτώ την ψυχή. Και διάλεξα (με πλήρη συνείδηση) το δεύτερο. Κι αφού διάλεξα, έπρεπε (αναγκαστικά) να προτιμήσω και την εκδοχή της…
Και την έφερα την εκδοχή της, εκεί που δεν μπορούσε να σταθεί, εκεί δίπλα στην αγέρωχη. Κι έφευγε δεν γινόταν να σταθεί, κι εγώ την έσερνα πίσω… και μου την μπαστάκωσα! Έτσι με το στανιό, αυτήν μόνο θέλω να έχω, αυτήν πιστεύω.
Τέλος το μελό, πάμε στο ζητούμενο.
Αν δεν είχε προηγηθεί η «εκπαίδευσή» μου στο να μην σκέφτομαι, δεν θα κατάφερνα ούτε να επιλέξω ούτε τελικά να την φέρω, για να (τελικά) την ισχυροποιήσω. Είχε προηγηθεί η αποδυνάμωση της λογικής μου σκέψης, γι’ αυτό το κατάφερα.
Διάβασα κάπου ότι μας συμβαίνει αυτό που πιστεύουμε πολύ ή αυτό που πολύ δεν θέλουμε. Είναι κι έτσι και δεν είναι κι έτσι. Καμιά φορά μάς έρχονται γεγονότα τα οποία δεν είχαμε καν σκεφτεί (άρα ούτε επιθυμήσει/φοβηθεί, άρα ούτε προκαλέσει). Αυτά που δεν καν έχουμε φανταστεί είναι αυτά που μας προάγουν…
Κι είναι τα μόνα που δεν αντέχουμε, επειδή δεν τα περιμένουμε (κατραπακιά).
Αυτά, τα πιο σημαντικά, δεν θέλουμε.
Να τα θες, κι ας μην καταλαβαίνεις τον λόγο που συνέβησαν, δεν είναι εμφανής ο λόγος, το αποτέλεσμα μπορεί να το δεις σε επόμενο συμβάν ή και ποτέ να μην σού φανερωθεί.. Είναι αυτά που σε κάνουν ό,τι είσαι.
Κοίτα πίσω σου, τα συμβάντα σου τα πιο δύσκολα, τι σε έκαναν να κάνεις.. τι σ’ έκαναν να γίνεις….
(Κι έχει ακόμα πιο πάνω!! Το μέχρι εκεί όπου μπορείς είναι το άπειρο, δεν έχει όριο η δυνατότητα.)