Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Βαρέθηκα να στέλνω από το άστυ, και ειδικά από την πρωτεύουσα, χαιρετίσματα στ’ άπιαστα γκρεμοτόπια, στα Τζουμέρκα…
Απηύδησα από την καθημερινή πρωτευουσιάνικη μονοτονία…
Απόκαμα απ’ το λιοπύρ’ της Αθήνας και απ’ το στριμωξίδ’ στα Λεωφορεία…
Αποκάρωσα από την πρωτευουσιάνικη καθημερινότητα…
Τσουρουφλίστηκα στο πρωτευουσιάνικο «τηγάνι»…
Μπαϊλντισα από τον καθημερινό βομβαρδισμό (σωρηδόν οι ρουκέτες) με ψέματα και φιστούρες, απ’ όλα τα οργανέτα, τους κολαούζους και τα υποπόδια.
«Η νύχτα θερίζει με χρωματιστό δρεπάνι τους ακίνητους ανέμους της ψυχής».
Φεύγω για την Ήπειρο. Διακοπές. Το πήρα απόφαση…
Εκεί, όπου χαίρεσαι τον αέρα, νιώθεις την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Άλλωστε, τι θέλει ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος έχει ανάγκη το πολύ περισσότερο μαζί με το λιγότερο μια φέτα αέρα και μια φέτα χώμα. Πουμουθήκαμε από καυσαέριο και φολτάκιασαν τα ποδάρια μας από την άσφαλτο. Δεν καταφέραμε να φκιάξουμε τη ζωή μας, όπως την ονειρευτήκαμε. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο εμείς εκεί στα Τζουμέρκα με τα όνειρα μεγαλώσαμε και με δυο σπυριά τραχανά. Και δεν θα μας τα κόψει κανένας…
(Το μεταφορικό μου μέσον)
Ίσως και πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρα και η θέλησή μας:
Έχω όνειρα, πολλά όνειρα….Να σταθώ μπροστά στην πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου μας, της Ηπείρου με τους υπόλοιπους επισκέπτες (!!!)- έτσι μας κατάντησαν, επισκέπτες στον τόπο μας- να σταθώ επαναλαμβάνω παντεπόπτης και διαφεντευτής της ολόφωτης και απρόσμενης ηπειρώτικης ομορφιάς. Να χαρώ τον αέρα και να νιώσω την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Θέλω του λόγγου τα πουλιά
με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ
να με ξυπνούν το τάχυ…
Να δω τις γιαγιούλες να κάθονται απόγιομα άκρη άκρη στο μισό φεγγάρι με ασβεστωμένο μεσόφρυδο όξω απ’ τα παράθυρα με το βασιλικό.
Αυθεντικές, ατόφιες, αφκιασίδωτες και αγνές και με το άρωμα της ελληνικής λεβεντιάς στην καρδιά και στο κορμί τους που εκπέμπουν έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μαγεύουν το σύμπαν φανερώνοντας την ακμή και την αρχοντιά της ηπειρώτικης ψυχής.
Να ονειρευτώ, να γίνω παιδί, να θυμηθώ με αγάπη κάθε ρεματιά και κάθε απόσκιο, εκεί όπου όχι απλά ονειρευτήκαμε μικρά παιδιά, αλλά και πλάσαμε φυλλωσιές ονείρων.
(Να μιλήσω με υπέροχους ανθρώπους. Με ψυχή αγνή, ταπεινή και άδολη!!!)
Θα περάσω υπέροχα!
Γιατί, πώς να το κάνουμε, δεν ξεχνιούνται με τίποτε η καλοκαιρινή ραστώνη, τα πανηγυριάτικα ακούσματα, το αχολόγημα της κλαρινόπληκτης λουλουδιασμένης ιτιάς, τα απίστευτα τσιμπούσια, οι μοναδικές τζουμερκιώτικες πίτες, οι ατέλειωτες συζητήσεις κάτω απ’ τα πλατάνια, η τσιπουροκατάνυξη… Γενικά, δεν ξεχνιέται το καλοκαίρι στην Ήπειρο.
Ήταν το όνειρο, το έκανα όραμα και περίμενα να γίνει το ΘΑΜΑ.
Αμ,δε. Όνειρο ως γνωστόν είναι το υπόλοιπο της σκέψεως της ημέρας. Η ακολουθία σκέψεων, εικόνων και αισθημάτων που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ονειρευόμουν και έβλεπα την Ήπειρο, το χωριό μου στα Τζουμέρκα, να σελαγίσω τα ζωντανά και να βγάλω για βοσκή τα μανάρια.
(Φωτογραφία Κώστας Μαυροπάνος)
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Ονειρευόμουν κι εγώ. Και ό,τι ονειρευόμουν το έβλεπα σε κατάσταση έκστασης, το έκανα όραμα, που δεν είναι άχρονο όπως το όνειρο, αλλά αφορά το μέλλον. Κι όλο το χειμώνα έστηνα το όραμά μου. Διακοπές στην Ήπειρο.
Όμως, «ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει».
«Εσύ να λες ό,τι θέλεις και να θέλεις ό,τι σού κατεβάσ’ η γκλάβα, εγώ ξέρω ότι ούτε ρουπ’ δεν μπορούμε να κάνουμε», ήταν η γνωμάτευση της γυναίκας μου. Και συνέχισε, δεν μπορώ να πω χαιρέκακα, αλλά με ύφος «βγήκα αληθινή στην πρόβλεψή μου», «δεν χάνεται η Ήπειρος. Εκεί είναι και χωρίς εσένα. Ου, πέρασαν αετοί και σταυραετοί και δεν χάθηκε, θα χαθεί απ’ την αφεντιά σ΄;» Αυτά μού είπε και μού απίθωσε πάνω στο τραπέζι ένα πάκο λογαριασμούς. Και συνέχισε: «Μού αρέσει πως διαπιστώνεις και εγγράφως ότι “την Αποτέλειωσαν Την Ήπειρο ! Έρμα Μαντριά Γεμάτα Λύκ’ς”». Τα έρμα τα μαντριά δεν τα έχει μόνο η Ήπειρος. Είναι μέσα μας, δίπλα και παραδίπλα μας.»
Και κάθισα και μέτρησα χαράτσια, ΕΤΑΚ, Ενεργειακός Φόρος, Φόρος Αλληλεγγύης, αυξήσεις ΔΕΗ, ένα σκασμό χαρτιά κι ένα σκασμό λεφτά που να ρίχνεις, να ρίχνεις συνέχεια… Δεν ρουπώνουν όμως με τίποτε.
Και επειδή αποκλείεται να τα έχεις, γιατί όσοι τα έχουν πάνε κατά Μύκονο μεριά –«Σιγά μην πάω στην Ήπειρο να βουλώσουν τα αυτιά μου από τα κλαρίνα, εγώ πάω Μύκονο….», άντε μην πω τίποτε, κάθεσαι στα αυγά σου και κωλοκουρίζεσαι. Που αυγά σημαίνει μονολεκτικώς: Αθήνα. Ξεχνάς τις ολιγοήμερες έστω, ας τις πούμε διακοπές στην Ήπειρο, και μένεις στο άστυ ονειρευόμενος… για του χρόνου…
Έτσι, χάθηκαν τα όνειρα και σβήστηκε το όραμα… Πάει και η Ήπειρος….
Τέτοια ζωή μας μέλλονταν (…)
Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί
να ονειρευόμαστε μίαν αλλαγή κ’ ευθύς ξανά
να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν’ ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.
Η Ήπειρος, η πιο φτωχή περιοχή της Ευρώπης
Τόπος βραχώδης, σκληρός, κακοτράχαλος κι άγονος.
Τόπος με έντονες πτυχώσεις.
Tραχύς και δύσκολος στην προσέγγιση και το διάβα του.
Χαράδρες, οροσειρές, ποτάμια, δάση, αρχαίοι τόποι, βυζαντινές εκκλησίες, μοναστήρια.
Οι εσχατιές ενός ορίζοντα που τα χρώματά του συνθέτουν κάτι το μοναδικό.
Αερότοποι, αετοφωλιές, καταφύγια…
Σ’ αυτόν τον τόπο
πέρασαν στρατοκόποι και κτηνοτρόφοι,
πέρασαν πεζούρα και καβαλαρία,
πέρασαν ζαλικωμένες γυναίκες και φορτωμένοι άνδρες,
πέρασαν ήρωες και αγωνιστές,
πέρασαν καλόγεροι και οπλαρχηγοί, στρατιώτες και ξένοι, εφήμεροι κατακτητές και ανίκητοι υπερασπιστές.
Πέρασαν και πόσοι δεν πέρασαν…
Και μείς καλότυχοι που είμαστε Ηπειρώτες από τον πανέμορφο αυτό τόπο
με τα ψηλά και απειθάρχητα βουνά,
τους απροσκύνητους όγκους, τους ουρανοκρέμαστους γκρεμούς, τα απύθμενα βάραθρα, τις μακρόσυρτες πλαγιές, τις πλατανόφυλλες ρεματιές, τις λαγκαδιές, τα δάση και τα βοσκοτόπια.
Απόγονοι φτωχών και σκληροτράχηλων αγωνιστών.
Παιδιά και εγγόνια της γυναίκας της ΠΙΝΔΟΥ, της ηρωίδας αυτής που κράτησε ζαλίκα στην κυρτωμένη ράχη της την Ελλάδα.
Αυτής της Ηπείρου, της ευεργέτρας Ηπείρου
και
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά της μαυροφορούσας ΗΠΕΙΡΟΥ
Οι λέξεις τιποτένιες, άχρηστες και ενίοτε επικίνδυνες να περιγράψουν, να αποτυπώσουν και να
«παρηγορήσουν» τέτοια συμφορά. Πέντε νεκροί και τέσσερις σοβαρά τραυματίες είναι ο απολογισμός του τροχαίου που σημειώθηκε λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι την Πέμπτη, (1 Αυγούστου 2013) μετά από μετωπική σύγκρουση δύο ΙΧ αυτοκινήτων στην εθνικό οδό έξω από την Άρτα.
(Αυτό που έζησε η Άρτα μα πάνω απ’ όλα οι οικογένειες των θυμάτων από το πολύνεκρο τροχαίο είναι μια τραγωδία! Λύγισαν ακόμα και οι γιατροί.
«Είχα πολλά χρόνια να κλάψω» μας είπε χαρακτηριστικά γιατρός με πολύχρονη εμπειρία. )
Αλήθεια, πόσο αίμα χρειάζεται ακόμη η πραγματική καρμανιόλα εθνική οδός Ιωαννίνων – Αντιρρίου, για να συγκινηθούν επιτέλους οι αρμόδιοι και «να αποφασίσουν την πλήρη συντήρηση του δρόμου, που δίκαια φέρει τον τίτλο του πλέον επικίνδυνου στη χώρα;»
Και πού και πώς να καταφύγει κάποιος-συγγενής και φίλος- να καταπραϋνει τον πόνο και να καταλαγιάσει τη συμφορά.
Γι’ αυτό ευλαβικά και συνεσταλμένα ως μόνη παρηγοριά στους συγγενείς και φίλους των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους -περιμένοντας την κατασκευή της Ιόνιας οδού-, και σε όλους γενικά τους Ηπειρώτες παραθέτω το δημοτικό μοιρολόγι.
«Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια κι άλλο,
καθώς βαστάζουν τα βουνά τους πιο βαριούς χειμώνες,
καθώς βαστάζουν τα δεντρά τον δυνατόν αγέρα,
καθώς βαστάει η θάλασσα του κόσμου τα καράβια,
καθώς βαστάει ο ουρανός όλα τ’ αστέρια εκείνα,
καθώς βαστά το σίδερο βαριού σφυριού τον χτύπο,
καθώς βαστά το χάλκωμα στου σιδερά τα χέρια.
Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις».
Use Facebook to Comment on this Post