Οι σπαγγοραμμένοι που άφησαν εποχή

Ξακουστοί τσιγκούνηδες με καβούρια… παντού! Οι «Σκρουτζ» δεν έλειψαν ποτέ από τον κόσμο, κάνοντας τη φιλαργυρία συνώνυμο της ίδιας της ύπαρξης του ανθρώπου…

Κι όμως, από όλους τους σφιχτοχέρηδες και τους σπαγγοραμμένους αυτού του κόσμου υπάρχουν και οι αθεράπευτα τσιγκούνηδες, αυτοί που δεν μπορούν να ξοδέψουν ούτε σέντσι χωρίς να γκρεμιστεί το σύμπαν τους.

Ας δούμε λοιπόν μια σειρά από περιβόητους φιλάργυρους ανθρώπους, όπως τους έπλασε η φύση και τους σφυρηλάτησαν οι συνθήκες της ζωής…

Κάτων ο Νεότερος

Ο Κάτων ο Υτικαίος, πολιτικός και φιλόσοφος του 1ου αιώνα π.Χ., είχε τη φήμη του εξαιρετικά ηθικού ανθρώπου, σε μια εποχή μάλιστα που στη Ρώμη επικρατούσε η διαφθορά και το προσωπικό συμφέρον. Η σθεναρή του άρνηση μάλιστα να χρηματίζεται θα του στερήσει ανώτατες κυβερνητικές θέσεις, ενώ ο στωικισμός που υιοθέτησε ως στάση ζωής θα τον έκανε να απαρνηθεί όσες περισσότερες ανέσεις μπορούσε. Κι ενώ η προσωπική του περιουσία λογιζόταν τεράστια, ο ίδιος ζούσε στην απόλυτη λιτότητα, περιοριζόμενος στα ταπεινότερα δωμάτια της έπαυλης που είχε κληρονομήσει από τον θείο του. Ο Κάτων δεν έμεινε ωστόσο εκεί: μετακόμισε στο φτηνότερο σπίτι που μπορούσε να αγοράσει και έπινε πάντα το φτηνότερο κρασί που υπήρχε διαθέσιμο, ταξιδεύοντας μάλιστα μέχρι και τα Απένινα για να το ξετρυπώσει. Ο λόγος που επέλεγε δε κάποιες φορές το κρασί από το νερό -το οποίο και προτιμούσε- ήταν για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Έτρωγε πολύ μικρές ποσότητες φαγητού, ίσα ίσα για να μη νιώθει πεινασμένος, την ώρα που απέρριπτε όλες τις πολυτέλειες που μπορούσε να του προσφέρει η ζωή ως Ρωμαίος. Δάνειζε μάλιστα χρήματα μόνο μία φορά σε κάποιον, παρά το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η μόνη φορά που ξόδεψε χρήματα αθρόα ήταν στη μεγαλειώδη κηδεία που οργάνωσε για τον αδερφό του…


Joseph Nollekens

Ο περίφημος βρετανός γλύπτης του 18ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα μίζερος άνθρωπος, με τη φιλοχρηματία του να είναι ξακουστή στα πέρατα του βασιλείου. Όταν πέθανε, άφησε μεγάλη περιουσία, περιλαμβανομένης μιας τεράστιας έπαυλης. Κι όμως, ο βαθύπλουτος Nollekens ζούσε στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση, όχι βέβαια λόγω συνθηκών, αλλά από επιλογή: έτρωγε ό,τι φτηνότερο μπορούσε να βρει, και πάλι ωστόσο θα επιδιδόταν σε εξαντλητικά «παζάρια» με τον έμπορο για να κόψει κι άλλο την ήδη χαμηλή τιμή. Όταν τον ρώτησε ο βιογράφος του ποιο ήταν το αγαπημένο του φαγητό, ο Nollekens αποκρίθηκε: «Ό,τι είναι φτηνότερο»! Κι όταν η συζήτηση έπεσε στο αγαπημένο του κρασί, ο γλύπτης τον αποστόμωσε: «Νερό από τον Τάμεση»…


Μιχαήλ Άγγελος

Ο Μικελάντζελο Μπουοναρότι είναι η επιτομή του αναγεννησιακού ανθρώπου: τον ξέρουμε ως έναν από τους μεγαλύτερους γλύπτες στην ιστορία της τέχνης, περίφημο ζωγράφο, διαπρεπή αρχιτέκτονα και άνθρωπο με πολλαπλές ασχολίες και ενδιαφέροντα. Αυτό που ίσως μας διαφεύγει είναι η ξακουστή τσιγκουνιά του, με τον Μιχαήλ Άγγελο να στερεί από τον εαυτό του ακόμα και τα βασικά συστατικά της ζωής. Δεν τον ενδιέφερε η γεύση του φαγητού και κατανάλωνε ό,τι μπορούσε να βρει σε οικονομικές τιμές, ενώ από καιρό σε καιρό άφηνε το πολυαγαπημένο του νερό για να δοκιμάσει ένα ποτηράκι από το φτηνότερο κρασί της Ιταλίας, στο οποίο ενέδιδε μόνο για τις υγιεινές του ιδιότητες. Το σπίτι του ήταν σωστό ερείπιο, παρά τη φήμη του και το χρήμα που τη συνόδευε, με τα ποντίκια να τον συντροφεύουν τα βράδια και το δριμύ ψύχος να εισβάλει από τις τρύπες των σαραβαλιασμένων τοίχων. 

Είχε μάλιστα δηλώσει ότι επειδή δεν είχε κολλήσει ποτέ ψύλλους, τα ποντίκια δεν αποτελούσαν πρόβλημα γι’ αυτόν! Φορούσε συνεχώς τα ίδια πολυκαιρισμένα ρούχα, την ώρα που έπαιρνε το μπάνιο του στο γειτονικό ποτάμι ή λίμνη, παρά την ιδιαίτερα προσιτή τιμή των δημόσιων λουτρών. Όσο για τα παπούτσια του, έπρεπε για να τα αλλάξει να σκιστούν σε τέτοιο βαθμό που να ξεπροβάλλουν τα δάχτυλά του…

Ephraim Lopes Pereira d’Aguilar

Ο Pereira γεννήθηκε στη Βενετία το 1739, γόνος ευγενούς οικογενείας, τα χρήματα δεν του έλειψαν λοιπόν ποτέ. Κληρονόμησε μάλιστα τον τίτλο του πατέρα του και παντρεύτηκε την κόρη έτερου ευγενούς, αυξάνοντας την προσωπική του περιουσία σε καθοριστικό βαθμό. Ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα φιλάργυρος, που είχε τη συνήθεια να κάνει τα χρήματά του «μασούρια» και να τα παραχώνει σε κρύπτες και ευφάνταστες κρυψώνες στη μικρή καλύβα όπου μετακόμισε, για να περιορίσει τα έξοδά του! Όταν μάλιστα έχασε μια τεράστια φυτεία που είχε στην Αμερική εξαιτίας της αμερικανικής επανάστασης, θα σφίξει ακόμα περισσότερο το ζωνάρι, με την εγκράτειά του
να γράφει ιστορία: θα έπινε μόνο νερό και θα έτρωγε ξεροκόμματα για μπόλικους μήνες στη σειρά. Αργότερα θα ρευστοποιήσει όλη του την περιουσία, για να μη χάσει την αξία της, και θα μετακομίσει σε μια ακόμα πιο άθλια καλύβα, που πήρε το παρατσούκλι «καλύβα της λιμοκτονίας», καθώς αρνούταν να θρέψει επαρκώς τόσο τα ζωντανά του όσο και την οικογένειά του. Η γυναίκα του τον χώρισε κάποια στιγμή, όπως θα έκανε αμέσως αργότερα και η δεύτερη σύζυγός του. Κάποια στιγμή θα ξεφορτωθεί και το μικρό κοπάδι από πρόβατα που διατηρούσε, γιατί παρατήρησε ότι έτρωγαν το χορτάρι μέχρι τη ρίζα του, μην αφήνοντας τίποτα γι’ αυτόν!
Andrew Carnegie

Ο βαθύπλουτος Carnegie είναι ίσως ό,τι πιο κοντά έχει ποτέ υπάρξει στον περίφημο μυθιστορηματικό χαρακτήρα του Καρόλου Ντίκενς, Εμπενέζερ Σκρουτζ! Στα χρόνια του ήταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της οικουμένης, με την αυτοκρατορία του να διαθέτει την πρώτη εταιρία στα χρηματιστηριακά χρονικά η κεφαλαιοποίηση της οποίας άγγιξε το αστρονομικό για την εποχή νούμερο του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Κι όμως, στην προσωπική του ζωή στερούσε από τον ίδιο και όλους όσοι βρίσκονταν γύρω του ακόμα και τα βασικά. Αποθήκευε όλο τον πλούτο του σε ομόλογα χρυσού, για να μη χάνουν την αξία τους, τα οποία και εναπόθετε σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας που είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτόν. Έτρωγε μόνο όταν ένιωθε εξαιρετικά πεινασμένος, ενώ όταν έβρισκε φτηνό φαγητό του έδινε να καταλάβει. Ο Carnegie πήγαινε συχνά για κυνήγι, είχε ωστόσο τη συνήθεια να πυροβολεί κάθε θήραμα μόνο μία φορά, κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον, επειδή έπρεπε να μην είχε αστοχήσει και, δεύτερον, γιατί οι σφαίρες ήταν πανάκριβες! Όταν ωστόσο γέρασε, ο σπαγγοραμμένος Carnegie άλλαξε ρώτα στη ζωή, δωρίζοντας τεράστια ποσά σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και περιβάλλοντας με ιδιαίτερη γενναιοδωρία τους ανθρώπους γύρω του…
Edward Steubendorf

Άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα τσιγκουνιάς, ο Νεοϋρκέζος Steubendorf πέθανε το 1891, σε ηλικία 56 ετών. Παρά το μεγάλο ποσό που κληρονόμησε, πέρασε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αχούρι του Μανχάταν. Για το μόνο πράγμα που τον είχαν δει ποτέ να ξοδεύει χρήματα ήταν για το καθημερινό φαγητό του, για το οποίο ήταν διατεθειμένος να κάνει τον γύρο της πόλης για να ξετρυπώνει τους φτηνότερους παντοπώληδες. Κατόπιν γύριζε στο διαμέρισμά του, κλειδωνόταν μέσα και περνούσε την ημέρα του στο σπίτι, για να μην αναγκάζεται να κάνει έξοδα. Το βράδυ μάλιστα πριν από τον θάνατό του, δεν κάλεσε γιατρό, κάλεσε συμβολαιογράφο στη θέση του, για να συντάξει τη διαθήκη του. Κατάφερε να πεθάνει της πείνας, κυριολεκτικά(!), με την επίσημη αιτία του θανάτου του να είναι ο υποσιτισμός και η κακή διατροφή, αλλά και το έλκος που του είχαν δημιουργήσει. Βλέποντάς τον σε κακά χάλια, ο συμβολαιογράφος προθυμοποιήθηκε να πληρώσει εκείνος τον γιατρό, ο οποίος τον συμβούλευσε να φάει ένα μήλο και να πιει έναν χυμό πορτοκαλιών. Κι όμως, ο Steubendorf προτίμησε να πεθάνει παρά να ξοδέψει αλόγιστα τέτοιο ποσό για να κρατηθεί στη ζωή…


Tiger Woods

Η περιουσία του περίφημου παίκτη του γκολφ ανέρχεται σήμερα σε 600 εκατ. δολάρια, τα οποία ξοδεύει πολύ συνετά. Τόσο συνετά που κάποια φορά που ήθελε να αφήσει πουρμπουάρ 5 δολαρίων σε μια σερβιτόρα, θυμήθηκε ξάφνου ότι της είχε δώσει ήδη 5 δολάρια, παραχώνοντας τάχιστα το δεύτερο χαρτονόμισμα πίσω στην τσέπη του! Από τα περιστατικά μάλιστα με τις πολυάριθμες απιστίες του που βλέπουν πλέον το φως της δημοσιότητας, μπορούμε να ξεσηκώσουμε σπαρταριστά στιγμιότυπα για την αθεράπευτη τσιγκουνιά του. Κάποιες λοιπόν από τις υποτιθέμενες εκατοντάδες ερωμένες του δήλωσαν ότι ο τύπος είναι τόσο «σφιχτός» που όταν τις έβγαζε έξω για πρώτο ραντεβού, απαιτούσε από τα πανάκριβα εστιατόρια να του κάνουν δώρο το δείπνο απλώς και μόνο «γιατί είμαι ο Tiger Woods». Οι γυναίκες ισχυρίζονται ότι ο Tiger δεν άφηνε ποτέ φιλοδώρημα πάνω από 10 δολάρια, ακόμα και σε γεύματα των 1.000 δολαρίων, ενώ τις περισσότερες φορές δεν αφήνει καθόλου πουρμπουάρ. «Αδειάζει» πάντα τα δωμάτια των ξενοδοχείων όπου διαμένει, «γδύνοντάς» τα ακόμα και από το χαρτί υγείας. Όσο για τα αυτόγραφα, δεν δίνει ποτέ, ούτε και σε μικρά παιδιά, γιατί όπως ισχυρίζεται «αφού κανείς δεν περιμένει να πληρώσει κάποιος για ένα αυτόγραφο, δεν μπορούν να περιμένουν και από μένα να υπογράψω ένα δωρεάν»…


Αδέρφια Collyer

Κι εκεί που οι υπόλοιποι τσιγκούνηδες της λίστας μας δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι όταν ξοδεύουν τα πολύτιμα λεφτά τους, τα αδέρφια Collyer είχαν ψύχωση με το γεγονός, αποταμιεύοντας αδιακρίτως! Γεννήθηκαν το 1881 και το 1885, αντίστοιχα, και πέθαναν με διαφορά μιας εβδομάδας το 1947, μέσα στην εξαθλίωση και την παράνοια. Ο μεγαλύτερος, ο Homer, είχε σπουδάσει νομικά και ο μικρότερος, Langley, ήταν μηχανικός.

 Ήταν και οι δυο ιδιαίτερα έξυπνοι άνθρωποι, ενώ είχαν κληρονομήσει ένα τεράστιο ποσό εκατομμυρίων δολαρίων, με τους γονείς τους ωστόσο να τους εγκαταλείπουν στο παλιό τους σπίτι, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Όταν πέθαναν οι γονείς τους, μετέφεραν όλα τα υπάρχοντά τους στο Χάρλεμ, όπου και πέρασαν όλη τους τη ζωή. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ ούτε και αποχωρίστηκε ο ένας από τον άλλο: κλείστηκαν στο σπίτι τους, το οποίο μετέτρεψαν σε «φρούριο» για να γλιτώσουν από τις κλοπές, με όλες τις ανέσεις κομμένες καθώς δεν πλήρωναν ποτέ τους λογαριασμούς, παρά τα εκατομμύρια που μπορούσαν να ξοδέψουν. Μάζευαν ό,τι μπορούσαν να βρουν από τον δρόμο, και όταν πέθαναν οι Αρχές ανέσυραν από την 3ώροφη κατοικία τους 130 τόνους σαβούρας. 
Η ίδια η σαβούρα μάλιστα, καθώς και οι παγίδες που έστηνε ο Langley, θα οδηγούσαν στον θάνατο του διδύμου, με την Αστυνομία να χρειάζεται μέρες ολόκληρες για να απεγκλωβίσει τις σορούς τους μέσα από τη δυσωδία, τα σκουπίδια και τα παλιοσίδερα.

Hetty Green

Η Green ήταν θρύλος του χρηματιστηρίου, με το παρατσούκλι της να τα λέει όλα: «Μάγισσα της Wall Street»! Φορούσε πάντα ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, το οποίο ήταν και το μόνο που θα βρεθεί στην ντουλάπα της όταν πεθάνει. Η αμύθητη περιουσία της ανήλθε κατά τον θάνατό της το 1918 κάπου σε 200 εκατ. δολάρια, δεν ξόδευε ωστόσο για προσωπικούς λόγους ούτε σέντσι. Κοιμόταν σχεδόν πάντα στο γραφείο της στη Wall Street για να μην ανάβει τη θέρμανση στο σπίτι, ενώ τρεφόταν με αποφάγια και ό,τι φτηνότερο μπορούσε να βρει. Το πλέον ξακουστό στιγμιότυπο της τσιγκουνιάς της έλαβε χώρα όταν ο νεαρός γιος της, Ned, έσπασε το πόδι του και χρειαζόταν ιατρική φροντίδα. Η Green τον πήγε λοιπόν στο νοσοκομείο των αστέγων για να τον περιθάλψουν, όταν ωστόσο την αναγνώρισαν και της ζήτησαν να πληρώσει, πήρε τον γιο της σπίτι για να τον θεραπεύσει μόνη της. 

Λίγα χρόνια αργότερα, το άτυχο παιδί θα έχανε το πόδι του, καθώς έπρεπε να ακρωτηριαστεί για να επιβιώσει! Πέθανε σε ηλικία 81 ετών από μια σειρά πολλαπλών εγκεφαλικών, εξαιτίας του καυγά που είχε με την καμαριέρα της για το γεγονός ότι το σκονόγαλα ήταν εξίσου θρεπτικό με το γάλα, και στη μισή μάλιστα τιμή…
John Elwes

Λέγεται ότι ο Κάρολος Ντίκενς εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα του Εμπενέζερ Σκρουτζ μόλις διάβασε για τον John Elwes. Ο Βρετανός Elwes ήταν βουλευτής από το 1772 έως το 1784, πεθαίνοντας σε ηλικία 75 ετών, το 1789. Είχε κληρονομήσει την προσωπική του περιουσία από τον πατέρα και τον θείο του, ποσό που ανερχόταν σε 350.000 στερλίνες (περίπου 19 εκατ. στερλίνες σε σημερινές τιμές!). Κι όμως, σε όλη του τη ζωή κατάφερε να ζει με λιγότερες από 50 στερλίνες τον χρόνο! 

Φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα και έκανε μπάνιο περιστασιακά στον Τάμεση, ποτέ στο προσωπικό του λουτρό στην έπαυλη που είχε κληρονομήσει. Αυτό σήμαινε βέβαια ότι μπορούσε να πλένεται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, κίνηση με την οποία δεν είχε κανένα πρόβλημα ο Elwes. Έβρισκε φριχτό το γεγονός ότι τα σπουργίτια τού έκλεβαν τον σανό του, γι’ αυτό και τα κυνηγούσε λυσσαλέα στο κτήμα του, κλέβοντας ταυτόχρονα τον σανό των αλόγων των επισκεπτών του, για να αναπληρώσει τη ζημία. Εννοείται ότι έπινε και έτρωγε μόνο τα φτηνότερα προϊόντα της βρετανικής γης, είχε ωστόσο και το κυνήγι: μπορούσε να φάει ένα ελάφι για μήνες, παρά την προχωρημένη σήψη του κρέατος, μαγειρεύοντάς το απλά περισσότερη ώρα για να μην αρρωστήσει. Το υπηρετικό του προσωπικό δεν άντεχε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης ούτε φυσικά και τον πενιχρό μισθό που τους έδινε, γι’ αυτό και τον άφηναν σχεδόν αμέσως. Η ομπρέλα ήταν γι’ αυτόν πολυτέλεια, καθώς βέβαια και τα ξύλα για το τζάκι. Η μόνη οικονόμος που του ήταν πιστή πέθανε τελικά από υπερκόπωση και ασιτία, με τον ίδιο τον Elwes να κυνηγά αρουραίους για να τραφεί.
 Όσο για την έπαυλη, αρνιόταν να την επισκευάσει, αφήνοντάς τη στο έλεος των στοιχείων της φύσης. Η περιουσία του ολοένα και μεγάλωνε, αγοράζοντας συνεχώς νέες επαύλεις και κτήματα, με τον ίδιο ωστόσο να μην τις χαίρεται ποτέ. Τριγύριζε σαν ζητιάνος, με τα ίδια βρωμερά ρούχα για χρόνια, ζούσε σε μια τρώγλη και όταν ο κόσμος τον μπέρδευε με ζητιάνο και του έδινε μερικά ψιλά, ο Elwes τα κρατούσε με προθυμία! Ήταν αναμφίβολα ο μεγαλύτερος σπαγγοραμμένος της καταγεγραμμένης ιστορίας. Πέθανε από κακή διατροφή και έκθεση στο ψύχος στις 26 Νοεμβρίου 1789…

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *