Γιάννης Παναγιωτακόπουλος
Μέρες δύσκολες, που τις περιμέναμε, αλλά και τις θέλαμε… Η μεγάλη πλειοψηφία τουλάχιστον αυτού του λαού. Όχι από κάποια διάθεση μαζοχισμού, αλλά διότι μετά από πέντε χρόνια ταπείνωσης -για την οποία σε έναν βαθμό είναι και
ο ίδιος ο λαός συνυπεύθυνος-, θέλει επιτέλους να δεί τις ηγεσίες του να ορθώνουν αντιστάσεις, να αμφισβητούν τις τιμωριτικές λογικές τοκογλυφικών πολιτικών και να καθιστούν σαφές οτι η Ελλάδα δεν επιθυμεί πλέον να αποτελεί ένα νεοαποικιακό πείραμα.
Εκφράζοντας αυτή την θέληση η νέα κυβέρνηση, επέλεξε δια τις ρητορικής της να θέσει τον πήχη ψηλά. Και σε αυτό την ακολούθησαν οι Έλληνες δια της συμπαράστασης τους αλλά και δια της κατανόησης που απαιτείται στους χειρισμούς μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης. Ελάχιστοι από όσους συμπαρίστανται στην προσπάθεια της νέας κυβέρνησης, θέτουν τον πήχη εκεί όπου πολλά στελέχη της τον έβαλαν, ακόμα και με μεγαλοστομίες περί αυτοθυσιαστικής διάθεσης, η οποία παρομοιάζεται με αυτή των Ελλήνων καλόγερων Ηρώων στο Κούγκι. Γενικότερα υπάρχει η κατανόηση οτι στο σημείο που βρισκόμαστε, πιθανών θα χρειαστούν πρόσκαιροι συμβιβασμοί, οι οποίοι αν δεν συνοδεύονται απο την διάθεση ξεβρακώματος που επεδείκνυαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, θα γίνουν σεβαστοί από τον λαό. Όμως προκειμένου να μην μετατραπούν οι συμβιβασμοί σε ξεβράκωμα, θα πρέπει να συμφωνήσουμε στις κόκκινες γραμμές μας…
Ελείψει σαφούς διατύπωσης κόκκινων γραμμών, πράγμα που με ανησυχεί όλο και περισσότερο, θα προσπαθήσω να περιγράψω συνοπτικά μια τέτοια, που θα διακινδυνεύσω να την θεωρήσω αυτονόητη, με βάση τόσο τον σοβαρό αντιμνημονιακό λόγο που υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια, όσο και την διάθεση του κόσμου που βρίσκεται στο πλευρό της κυβέρνησης.
Η σοβαρή κρητική – και όχι τα νεφελώδη αντιμνημονιακά φετίχ – που διατυπώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, για τους χειρισμούς και τις δεσμεύσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων, εστιάζεται κατά την γνώμη μου σε δύο βασικά κεφάλαια. Το πρώτο περιέχει τις νεοαποικιακού χαρακτήρα δεσμεύσεις, που περιλαμβάνουν οι δανειακές συμβάσεις, με το Αγγλικό δίκαιο, την ακύρωση του δικαιώματος ασυλίας λόγω Εθνικής Κυριαρχίας, την ταπεινωτική στενή εποπτεία των λογιστών της τρόικας (ή των τριών θεσμών αν θέλετε…) επί των υπουργών της ελληνικής κυβέρνησης και της αναγνώρισης δικαιώματος μονομερών κινήσεων, καταγγελίας και μεταβίβασης της σύμβασης από μέρους των δανειστών. Το δεύτερο κεφάλαιο περιέχει τα μνημόνια – προγράμματα που συνοδεύουν αυτές τις συμβάσεις, με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αλλά και την λιτότητα, τα τοξικά μέτρα και το μείγμα εκείνο που επέτεινε την ύφεση και απομάκρυνε την ανάπτυξη.
Αν κάτι από τα δύο θα πρέπει να τεθεί ως άμεσης προτεραιότης προς ακύρωση ή αλλαγή, νομίζω πως αυτονόητα είναι το πρώτο κεφάλαιο. Δηλαδή αυτό της Δανειακής Σύμβασης. Διότι αποτελεί και την προϋπόθεση αλλαγής του δευτέρου. Δεν νομίζω να πιστεύει κανείς πως αναγνωρίζοντας τις αποικιακού χαρακτήρα δεσμεύσεις της χώρας μας έναντι των δανειστών, λαμβάνουμε και πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης των μέτρων που αυτοί θέλουν να μας επιβάλουν. Και στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, δεν νομίζω πως κάποιος θεωρεί ότι ο λαός που διαδηλώνει για την Αξιοπρέπεια του, ως τέτοια αντιλαμβάνεται την χαλάρωση των μέτρων λιτότητας του μνημονίου με ανταλλαγή την επικύρωση των όρων της εθνικής του υποτέλειας, που περιέχει η Δανειακή Σύμβαση. Ή μήπως όχι;
Δυστυχώς, μέσω τις φειδωλής ενημέρωσης που μέχρι στιγμής λαμβάνουμε από το Μέγαρο Μαξίμου, σχετικά με το αίτημα της κυβέρνησης για παράταση της Δανειακής Σύμβασης, σκιαγραφείται ότι η απόσταση από το “Κούγκι” έως το Αγγλικό δίκαιο, ήταν μια μέρα δρόμος.
Να προσέξει πολύ η νέα κυβέρνηση που θα βάλει την υπογραφή της, διότι είναι προτιμότερο να υπάρξει ολιγόμηνη παράταση των μέτρων του μνημονίου παρά επικύρωση των όρων εθνικής υποτέλειας που περιέχει η Δανειακή Σύμβαση. Και να προσέξουμε όλοι οι υπόλοιποι να μην μετατραπεί ο δικαιολογημένος ενθουσιασμός και οι ανάσες αξιοπρέπειας, σε παλλαϊκή επικύρωση των όρων της εθνικής μας υποτέλειας, μέσω ενός δημοψηφίσματος, που ούτως ή άλλως επιβάλλεται να διεξαχθεί…