“Η πολιτική σκηνοθεσία της ακυρωμένης «γιορτής» της 4ης Αυγούστου και η διαχείριση της δεξιάς ιστορικής μνήμης”. Η πρόθεση της Χρυσής Αυγής να οργανώσει «γιορτή Νεολαίας» στην Καλαμάτα το διήμερο 3-4 Αυγούστου είχε βαρύ συμβολικό περιεχόμενο που δεν πρέπει, λόγω της ακύρωσης της εκδήλωσης και …
της αποφασιστικής στάσης του αντιφασιστικού κινήματος, να μας διαφύγει. Του Κώστα Καραβίδα
Είναι βέβαια ιστορικά γνωστή η ροπή της εθνικιστικής και ριζοσπαστικής Δεξιάς να αναγάγει τη σκηνοθεσία των πολιτικών τελετουργιών της σε ύψιστη μορφή πολιτικής παρέμβασης και επικοινωνίας της με τις μάζες. Οι συμβολικές πρακτικές είχαν πάντοτε για τη συναισθηματική και ανορθολογική Δεξιά ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που οι J.F. Sirinelli και E. Vigne (Histoire des droites en France, Gallimard, 1992) προσδιόρισαν ως «ευαισθησίες της Δεξιάς» («sensibilites de droite»), στην Ελλάδα, από την εποχή του Εθνικού Διχασμού μέχρι σήμερα, οικοδομείται στη βάση τέτοιων συμβολικών πρακτικών και αναπαραστάσεων.
Η επιλογή του τόπου (Καλαμάτα) και του χρόνου (4 Αυγούστου) για τη διεξαγωγή ενός ακόμη τελετουργικού πολιτικής μισαλλοδοξίας και ικανοποίησης μαζικών ψυχώσεων από τη Χρυσή Αυγή υποδηλώνει το ενδιαφέρον του ακροδεξιού πολιτικού φάσματος να θέσει σε ισχύ μια στρατηγική διαχείρισης της ιστορικής μνήμης της Δεξιάς και ταυτόχρονα να εμπλέξει την Ιστορία στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Άλλωστε, ο δημόσιος διάλογος στα χρόνια του Μνημονίου αναζητά επίμονα αναγωγές, αναλογίες και χρήσεις του ιστορικού παρελθόντος στο παρόν (βλέπε Βαϊμάρη, «νέο ΕΑΜ» κ.λπ.).
Και η ανάσυρση στο προσκήνιο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του 1936 με διάθεση αποκατάστασης της φυσιογνωμίας του δικτάτορα Μεταξά μπορεί να εκληφθεί ως απόπειρα επικίνδυνης υποτροπής της συζήτησης για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που τόσο αξιοποιήθηκε για την κατασκευή του σχήματος της «θεωρίας των δύο άκρων» στις προηγούμενες εκλογές.
Ιστορικός αναθεωρητισμός και αποκατάσταση Μεταξά
Ο συμβολισμός του τόπου και του χρόνου μας οδηγεί άμεσα σε ιστορικές αναφορές από το ιδεολογικό οπλοστάσιο της παραδοσιακής Δεξιάς. Η επιλογή της ημερομηνίας της 4ης Αυγούστου συνδέεται προφανώς με την εδώ και δεκαετίες κρυφή ή φανερή τάση του συντηρητικού (και όχι μόνο του ακροδεξιού) κοινωνικού σώματος να αναδείξει τον Μεταξά σε εθνικό ηγέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Είναι μαύρη αλήθεια το γεγονός ότι για ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα του συντηρητικού κόσμου ως εθνικός ηγέτης –πριν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή– δεν αναγνωρίζεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά ο Ιωάννης Μεταξάς.
Στις συνθήκες της Ελλάδας του μνημονίου, η ανιστορική μυθοποίηση του «Όχι» του δικτάτορα στο ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου για την παράδοση της χώρας, προσλαμβάνει στο συλλογικό ιστορικό φαντασιακό «αγανακτισμένων Ελλήνων» ευρέος πολιτικού φάσματος τη δυναμική μιας παραδειγματικής στάσης εθνικής υπερηφάνειας που έρχεται, δήθεν, σε κατάφωρη αντίθεση με την «προδοτική» στάση των πρωθυπουργών του μνημονίου. Η στιγμή της αναθεώρησης, της αποκατάστασης και της ιστορικής δικαίωσης του Μεταξά –στιγμή αδυναμίας της δημοκρατίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της– φαίνεται στα μάτια των ακροδεξιών πιο ενδεδειγμένη από ποτέ…
Δίπλα στον χρονικό προσδιορισμό της 4ης Αυγούστου, η επιλογή του χώρου εκφράζει κι αυτή τη συμβολική ανάδειξη της μνήμης του τόπου. Η Καλαμάτα ως τόπος διεξαγωγής της «γιορτής Νεολαίας» της Χρυσής Αυγής παραπέμπει σε έναν ιστορικό κι έναν πολιτικό συμβολισμό βαρύνουσας σημασίας.
Αφενός, επιχειρείται να συνδεθεί με την εμφυλιοπολεμική κουλτούρα που αναδίδει η μνήμη της γειτονικής πηγάδας του Μελιγαλά, αγαπημένου θέματος της θανατολάγνας ακροδεξιάς αφήγησης της ιστορίας, που επιτρέπει την ανασύνταξη του βολικού σχήματος του «εσωτερικού εχθρού». Αφετέρου, ως τόπος καταγωγής του πρωθυπουργού Σαμαρά, η επιλογή της Καλαμάτας συνιστά συμβολική απόπειρα εμβολής και άλωσης ενός κάστρου της παραδοσιακής Δεξιάς και προσωπικού πολιτικού ερείσματος του πρωθυπουργού. Δείχνει μάλιστα τη διάθεση της Χρυσής Αυγής να ανακατευτεί εντονότερα στα εσωτερικά της «γαλάζιας πολυκατοικίας», επιθυμώντας να τη γείρει προς το «ακροδεξιότερο».
Πόλεμοι της δεξιάς μνήμης – Ανομολόγητοι και διακηρυγμένοι πόθοι
Οι πολλαπλοί συμβολισμοί του φεστιβάλ της Χρυσής Αυγής στην Καλαμάτα, αν αυτό τελικά πραγματοποιούνταν, θα έδιναν τη δυνατότητα στον ακροδεξιό χώρο να ξεδιπλώσει ένα υπνωτιστικό και χαϊδευτικό για τα παραδοσιακά δεξιά ακροατήρια ιστορικό αφήγημα συνέχειας της παράταξης που θα ξεκινούσε από τον Μεταξά και μέσω Μελιγαλά θα προσγειωνόταν στο παρόν του χαλαρού, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Θα λειτουργούσε δηλαδή ως τόπος συνάντησης των αντιθετικών ή συμπληρωματικών ιδεολογικών παραδόσεων της ελληνικής Δεξιάς.
Όμως η ανάδυση του Μεταξά στο προσκήνιο –και εδώ είναι το πιο επικίνδυνο σημείο της– δεν προκύπτει μόνο από τον ρητορικό συμβολισμό της Χρυσής Αυγής, αλλά και από τον καθημερινό συμβολισμό των πεπραγμένων της κυβέρνησης Σαμαρά που ολοένα και περισσότερο τελευταία αρδεύει από την παράδοση του δεξιού αυταρχισμού. Αυτή η διάχυση των αντιλήψεων της Άκρας Δεξιάς στο υπόλοιπο φάσμα του συντηρητικού πολιτικού χώρου διευκολύνεται από το πρόσχημα που παρέχει η κοινοβουλευτική παρουσία της Χρυσής Αυγής. Το αποτέλεσμα είναι ο ακροδεξιός λόγος να διαμορφώνει, σε ψυχολογικό επίπεδο, ευνοϊκό κλίμα για την αποδοχή αυταρχικών πολιτικών επιλογών. Υπό μια έννοια δηλαδή, παρέχει νομιμοποιητική βάση στις κυβερνητικές μεθόδους.
Το νεφέλωμα στο ιδεολογικό πεδίο δεν αφορά λοιπόν μόνο την Ακροδεξιά. Αν η μαύρη σαγήνη του πολιτικού και κοινωνικού αυταρχισμού, που σηματοδοτεί η τεταρταυγουστιανή επικαιροποίηση, γοήτευε μόνο τη ριζοσπαστική Δεξιά, που κάποτε ήταν στο περιθώριο και σήμερα παίζει στην κεντρική πολιτική σκηνή, θα μιλούσαμε για γραφικότητες και κωμικά παράδοξα. Το θλιβερό είναι ότι η πολιτική κληρονομιά της 4ης Αυγούστου, εκτός από τη ρητορεία της Χρυσής Αυγής, αναβιώνει και σε πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι αυταρχικές πρακτικές της 4ης Αυγούστου είναι ο ανομολόγητος ιδεολογικός πυρήνας της σαμαρικής Δεξιάς. Το κοκτέιλ πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση είναι ένα παράταιρο κράμα νεοφιλελευθερισμού στο οικονομικό πεδίο και αυταρχισμού στο κοινωνικό. Το φλερτ με τον πολιτικό και κοινωνικό αυταρχισμό και την αντιδημοκρατική εκτροπή, μέσα από τη συγκρότηση του «κράτους έκτακτης ανάγκης», όσο κι αν καλύπτεται πίσω από φραστικές διαφοροποιήσεις, «φωνάζει» και δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, η συχνή χρήση της διαδικασίας του κατεπείγοντος για την ψήφιση νομοσχεδίων, τα προεδρικά διατάγματα, οι πολιτικές επιστρατεύσεις, η αστυνομολαγνεία, το μοντέλο απολύσεων της Ε.Ρ.Τ. και άλλα πολλά αφήνουν ερωτηματικά για τον βαθμό δημοκρατικότητας των κυβερνητικών πολιτικών επιλογών.
Μας βάζουν στον πειρασμό να σκεφτούμε μήπως οι σεσημασμένες περιπτώσεις Πολύδωρα και Μπαλτάκου, με τις γνωστές φιλοακροδεξιές τοποθετήσεις τους, εκφράζουν κάτι περισσότερο από τον εαυτό τους. Και μας υποβάλλουν την ανήσυχη σκέψη μήπως η επιχειρούμενη διπλή εντέλει επικαιροποίηση του Μεταξά, στον λόγο της Χρυσής Αυγής και τις πρακτικές της κυβέρνησης, συνιστά εμπράγματη αναζήτηση νέων μορφών διακυβέρνησης και κοινωνικού ελέγχου από την παραδοσιακή Δεξιά. Άλλωστε το μοντέλο των κυβερνήσεων συνεργασίας, μετά την πρόσφατη κυβερνητική κρίση και την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ., έδειξε τα όριά του. Η αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να συγκροτήσουν ένα σκληρό και αρραγές μέτωπο εξουσίας τους φέρνει αναπόφευκτα στον δρόμο των αναζητήσεων εναλλακτικών και προφανώς πιο συγκεντρωτικών μοντέλων διακυβέρνησης.
Η δημοκρατική τερατογένεση της 4ης Αυγούστου σήμερα
Η 4η Αυγούστου του 1936 είναι ένα κακό ιστορικό προηγούμενο για τη σύγχρονη συγκυρία. Είναι η απόδειξη της αρνητικής δυνατότητας της Δημοκρατίας να βγάλει από τα σπλάχνα της το τέρας του αυταρχισμού και του φασισμού. Η ανάδυση μιας δικτατορίας από την κερκόπορτα της εξουθενωμένης αστικής δημοκρατίας και τη διάψευση των προσδοκιών από τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό είναι μια επώδυνη υπόμνηση που αφορά το σήμερα. Η ιδεολογική σύγχυση του Μεσοπολέμου οδήγησε στην ανοχή και σε πολλές περιπτώσεις στην υποστήριξη του καθεστώτος Μεταξά από ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Με δεδομένο τον στρουθοκαμηλισμό μερίδας των σημερινών διανοουμένων απέναντι σε ό,τι διακυβεύεται πλάι στο μνημόνιο για την τύχη της δημοκρατίας, προκύπτουν και πάλι ερωτηματικά για τα πολιτικά αντανακλαστικά του φιλελεύθερου χώρου.
Σήμερα, συμφωνούμε όλοι ότι δεν χρειάζεται να καταλυθεί το κοινοβούλιο όπως στη δικτατορία του Μεταξά για να δούμε την απειλή που ορθώνεται σε βάρος της δημοκρατίας. Αρκεί ο καθημερινός εξευτελισμός της λειτουργίας του κοινοβουλίου, όπως και του συνόλου των δημοκρατικών θεσμών, χρόνια τώρα, από την πολιτική εξουσία. Δεν χρειάζονται επίσης τα τανκς στους δρόμους, όπως στην επταετία, για να αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό και τον αυταρχισμό που μας κυκλώνει. Παρ’ όλα αυτά, ένα τμήμα του πολιτικού και πνευματικού κόσμου που συμπορεύεται με την κυρίαρχη υλοποιούμενη πολιτική δεν αναγνωρίζει ή κάνει πως δεν αναγνωρίζει τον πολιτικό και κοινωνικό αυταρχισμό. Η αναγνώριση των αυταρχικών πολιτικών συμπεριφορών, που συχνά φτάνουν στα όρια του φασισμού, αποτελεί κρίσιμο ζήτημα δημοκρατικής παιδείας. Γιατί μόνο έτσι θα αποκαλυφθεί το αληθινό πρόσωπο της αντιδημοκρατικής λειτουργίας του συστήματος διακυβέρνησης.
Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν από τη διπλή επικαιροποίηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, δηλαδή στον λόγο και τις τελετές της Χρυσής Αυγής και στις κυβερνητικές πρακτικές, αφορά τις τύχες της Δημοκρατίας. Το επονομαζόμενο «συνταγματικό τόξο» εντός του Κοινοβουλίου παραμένει αμήχανο απέναντι στη διάχυση του ακροδεξιού λόγου στο κοινωνικό σώμα. Εκτός αυτού, η κουτοπόνηρη έμμεση επαναφορά του ιδεολογικού αναχρονισμού που συνιστά η «θεωρία του αριστεροχουντισμού», έμπνευση του πολιτικού μέντορα του Σαμαρά, του Ευάγγελου Αβέρωφ, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του «εσωτερικού εχθρού», ολοένα και περισσότερο απαραίτητου –όσο σκληραίνουν οι πολιτικές– όρου επιβίωσης και διατήρησης στην εξουσία των σημερινών κυρίαρχων δυνάμεων.
Η Νέα Δημοκρατία και κατ’ επέκταση η κυβερνητική πλειοψηφία κρύβεται πίσω από την προφανή διαφοροποίησή της από τη Χρυσή Αυγή, όπως εκδηλώθηκε πρόσφατα με αφορμή την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και τις καθημερινές φραστικές προκλήσεις των βουλευτών της, για παράδειγμα στην περίπτωση της χυδαιότητας απέναντι στον Γιάννη Δραγασάκη. Όμως, τα καλύτερα, αν όχι τα μόνα, επιχειρήματα της σαμαρικής Δεξιάς σήμερα απέναντι στον χρυσαυγιτισμό θα μπορούσαν να είναι οι ίδιες οι πολιτικές της πράξεις. Όλα τα άλλα θα ακούγονται ως έπεα πτερόεντα και οι συντριπτικές πολιτικές πρακτικές της θα συνιστούν έμμεση δικαίωση των παραδόσεων του αυταρχισμού της Δεξιάς.
Αριστερά και πολιτικός φιλελευθερισμός
Η απομάκρυνση της Νέας Δημοκρατίας από τις αρχές και τις ιδέες του φιλελευθερισμού και η υιοθέτηση εκ μέρους της ενός περισσότερο συντηρητικού πολιτικού λόγου και αυταρχικών πρακτικών ανοίγει δρόμους στην Αριστερά να διεκδικήσει με καλύτερες προδιαγραφές ένα μέρος από αυτή την πολιτική παράδοση, η οποία άλλωστε –όπως έδειξε πρόσφατα ο Νικόλας Σεβαστάκης («Αριστερά και Δεξιά», Αυγή, 21.7.2013)– δεν της είναι ξένη. Από την απάντηση της σιωπηρής φιλελεύθερης Δεξιάς, όμως, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό αν θα αποτραπεί η διολίσθηση του πολιτικού συστήματος σε ακροδεξιές ατραπούς και εμφυλιοπολεμική διαπάλη.
Οι bien-pensants δεξιοί οφείλουν να συμβάλουν στη διεύρυνση της «υγειονομικής ζώνης» (David Art, Inside the Radical Right, Cambridge University Press, 2011), δηλαδή ενός πολιτικού αποκλεισμού και απομονωτισμού του φασισμού. Η Αριστερά, από την άλλη, έχει υποχρέωση να εφεύρει μηχανισμούς εγκόλπωσης αυτής της πολιτικής παράδοσης του φιλελευθερισμού, συντηρώντας και διευρύνοντας το αντιφασιστικό μέτωπο και συμβάλλοντας στην αναγνώριση των φαινομένων του φασισμού. Φαντάζει πολύπλοκη εξίσωση με πολλούς αγνώστους αυτή η διαδικασία, αλλά είναι απαραίτητη αν η Αριστερά είναι αποφασισμένη ότι η αναθέσμιση της δημοκρατίας θα περάσει μέσα από την κυριαρχία μιας διευρυμένης και συντεταγμένης δημοκρατικής τάξης.
Τότε πια, για τη διαχείριση των χειρότερων εκδοχών της δεξιάς ιστορικής παράδοσης ίσως δεν θα διαγκωνίζονται οι φιλελεύθερες, εθνικιστικές και συντηρητικές παραλλαγές της, αλλά η διαχείριση αυτής της μνήμης θα περάσει στην αποκλειστική δικαιοδοσία ενός μειοψηφικού φασιστικού της περιθωρίου, πολιτικά, κοινωνικά και επιστημονικά απομονωμένου στην ανυποληψία. Όπως ακριβώς της αρμόζει.
Chronosmag.eu