Η Λέλα Καραγιάννη, γεννημένη στη Λίμνη Ευβοίας το 1898, υπήρξε αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης και αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Το αρχηγείο της ήταν στο διώροφο σπίτι της, όπου κατοικούσε με το σύζυγό της (που είχε φαρμακείο στην οδό Πατησίων, αλλά ήταν κι αυτός μέλος της οργάνωσης) και…
τα επτά παιδιά της.
Τον Ιούλιο το 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη
από την Γκεστάπο μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της, βασανίστηκε στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου Αττικής και τελικά, άκαμπτη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο “Αλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου, ένα μήνα περίπου πριν από την Απελευθέρωση. Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.
Η Οικία Λέλας Καραγιάννη, κατασκευή του 1923, έχει κηρυχθεί από το 1995 ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική προστασία, ως «αξιόλογο δείγμα κτιρίου της ύστερης εκλεκτικιστικής περιόδου».
Μια μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα είναι τοποθετημένη (1987) από το Δήμο Αθηναίων στην πρόσοψη της οικίας, η οποία αναγράφει:
«Σ” αυτό το σπίτι έζησε και το χρησιμοποίησε σαν αρχηγείο της η ηρωίδα της Κατοχής Λέλα Καραγιάννη, «Μπουμπουλίνα». Εκτελέστηκε στις 8.9.1944. Τιμής Ένεκεν, ο Δήμος Αθηναίων, 8-9-1987″.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Βύρωνα Καραγιάννη γιου της Λέλας Καραγιάννη
Ήταν Άνοιξη του 1941, όταν μετά από σκληρή πάλη έξι μηνών, έπεσαν τα μαύρα πέπλα του Ναζισμού και του Φασισμού πάνω στην γαλάζια μας χώρα… Ακολούθησαν σε λίγο: πείνα, βία, τρομοκρατία, εκτελέσεις, θάνατος. O λαός μας υπέφερε, δυστυχούσε και έμοιαζε να έχει χάσει κάθε ελπίδα.
Τότε άρχισε να γεννιέται, σε μερικές γενναίες και αδάμαστες ψυχές, η ανάγκη της αντίστασης, ανάγκη για την δημιουργία ομάδων από ψυχωμένους πατριώτες, που θα αναπτέρωναν το κλονισμένο φρόνημα του ελληνικού λαού και θα τον ωθούσαν σε πράξεις αντίστασης κατά των κατακτητών.
Με βαθιά συγκίνηση σας γνωρίζω ότι η πρώτη που οργάνωσε μια τέτοια ομάδα αντίστασης ήταν η αξέχαστη μάνα μας, η Λέλα Καραγιάννη. Είχε επτά παιδιά να φροντίσει, να θρέψει, να μεγαλώσει. Όμως ήταν τόση η αγάπη της για την πατρίδα που έβαλε την οικογένεια σε δεύτερη μοίρα. Υπεράνω όλων η Πατρίδα! Ακριβώς όπως δίδασκαν οι πρόγονοί μας.
Την οργάνωση ονόμασε «Μπουμπουλίνα» και την απετέλεσαν λίγοι στην αρχή, αποφασισμένοι πατριώτες, και τα μεγαλύτερα απ’ τα παιδιά της.
Άρχισε να προκαλεί σαμποτάζ σε βάρος των κατακτητών και ήρθε σε επαφή με το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, όπου διεβίβαζε πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Oι Γερμανοί προσπαθούσαν να την ανακαλύψουν, αλλά δεν το κατόρθωναν.
Και ενώ πια ροδοχάραζε η ελευθερία πάνω απ’ την τυραννισμένη χώρα, η Λέλα Καραγιάννη, ύστερα από προδοσία, συλλαμβάνεται μαζί με τα 5 μεγαλύτερα παιδιά της. Στα χέρια των Ες-Ες μαρτύρησε, αλλά δεν πτοήθηκε. Δεν απεκάλυψε κανένα συναγωνιστή ούτε όταν βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αντίθετα, βρήκε τον θάνατο, ψέλνοντας τον Εθνικό μας Ύμνο, τον ύμνο προς την Ελευθερία για την οποία θυσιάστηκε.
Oι γονείς μου, Νικόλαος και Λέλα Καραγιάννη, απέκτησαν επτά (7) παιδιά. Εγώ είμαι το τέταρτο στη σειρά. Όλα μεγαλώσαμε μέσα σ’ ένα χριστιανικό περιβάλλον, με τις παραδόσεις της φυλής μας, όπου η φιλοπατρία ήταν ανωτέρα στην ιεράρχηση των καθηκόντων. Είχαμε πάθος για την πατρίδα μας, που μας το ενέπνευσαν οι γονείς μας και προπάντων η μητέρα μας.
Με την κήρυξη του πολέμου
Όταν κηρύχθηκε ο Ιταλοελληνικός πόλεμος, η μητέρα, αλλά και εμείς, τ’ αγόρια, λυπηθήκαμε που ήμασταν μικροί και δεν είχαμε την ηλικία για να πολεμήσουμε στην πρώτη γραμμή για τα πάτρια. Το μόνο που απέμενε ήταν να καταταχθούμε στις τάξεις του Ερυθρού Σταυρού και αυτό κάναμε. Τα τέσσερα απ’ τα μεγαλύτερα αδέλφια, αγόρια και κορίτσια, ύστερα από μια σύντομη εκπαίδευση, γίναμε τραυματιοφορείς του Ερυθρού Σταυρού, η δε αδελφή μου Ιωάννα υπηρέτησε ως αδελφή τραυματιοφορέας στους συρμούς, στην μεταφορά των τραυματιών απ’ το μέτωπο. O στρατός μας νικούσε τους Ιταλούς, παρά την μεγάλη αριθμητική υπεροχή τους, και εμείς ζούσαμε σε μια εθνική έξαρση. Αλίμονο όμως, γιατί εκεί που νικούσαμε τους εισβολείς, ξαφνικά μας επετέθησαν οι Γερμανοί, για να σώσουν τους Ιταλούς συμμάχους τους, που εμείς οι Έλληνες είχαμε πάρει στο κυνήγι. Επόμενο ήταν η Ελλάδα να υποκύψει στον Χιτλερικό οδοστρωτήρα και από νικήτρια να βρεθεί σκλαβωμένη από δύο στρατούς. Η πατρίδα μας ήταν απ’ τον Απρίλιο του 1941 κάτω από διπλή κατοχή.
Μ’ αυτές τις πεποιθήσεις και τα ιδανικά, με τα οποία γαλουχηθήκαμε, δεν ήταν δυνατόν να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν την Κατοχή και να περιμένουμε τους συμμάχους να νικήσουν και να μας ελευθερώσουν. Θυμάμαι τη μητέρα μας που έλεγε το αρχαίο ρητό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», δηλαδή ότι έπρεπε ο κάθε Έλληνας να ξεσηκωθεί, να αγωνισθεί για την ελευθερία του και όχι να περιμένει τους συμμάχους να τον ελευθερώσουν. Και αυτό ακριβώς έκανε εκείνη. Ξεσηκώθηκε και αγωνίσθηκε.
Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση
Όλα άρχισαν απλά, αυθόρμητα απ’ τα βάθη της καρδιάς μας. Απ’ τις πρώτες ημέρες που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα τα στρατεύματα κατοχής, άρχισε από μόνη της την πατριωτική της δράση και δημιούργησε ομάδα αντίστασης, η οποία αρχικά απετελείτο απ’ τα μέλη της οικογένειάς μας και μερικούς φίλους μας πατριώτες. Άρχισε να αγωνίζεται ακούραστα με όλη την δύναμη της ψυχής της και καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής μέχρι το τέλος, την ημέρα που συνελήφθη.
Βέβαια, στην αρχή δεν ήξερε τι να κάνει, ούτε είχε συγκεκριμένα σχέδια, πήγαινε ψαχουλευτά, την καθοδηγούσε η καρδιά της, που ήταν γεμάτη Ελλάδα, και γρήγορα βρήκε το δρόμο της, στην Αντίσταση. Στην αρχή ασχολήθηκε με την περίθαλψη και φυγάδευση των συμμάχων μας, με αυτούς που δεν τα κατάφεραν να φύγουν μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και είχαν εγκλωβισθεί στην Ελλάδα. Έλεγε ότι ήταν χρέος και καθήκον ημών των Ελλήνων, να συντρέξουμε τους συμμάχους και συμπολεμιστές μας, που είχαν έλθει απ’ τα πέρατα της γης, για να μας βοηθήσουν, και ότι τώρα που βρίσκονταν σε τραγική θέση, σκόρπιοι σε όλη την Ελλάδα, κυνηγημένοι, πεινασμένοι, και έτρεχαν να κρυφτούν, είχαν απόλυτη ανάγκη απ’ την βοήθειά μας. Εμείς τους βοηθήσαμε με όλη μας την ψυχή, παρά την απειλή του θανάτου και πέρα απ’ τις δυνάμεις μας, και πολλούς απ’ αυτούς τους φυγαδεύσαμε στη Μέση Ανατολή.
Εν τω μεταξύ η δράση της μητέρας μπήκε σε άλλο δρόμο. Βρήκε μονοπάτια, που οδηγούσαν στην κατασκοπεία και στις δολιοφθορές κατά του εχθρού. Βρήκε τον τρόπο να κατασκοπεύει τις κυριότερες υπηρεσίες του εχθρού. Oργάνωσε πιο καλά τα σχέδιά της, και χρειαζόταν ικανά στελέχη για να την βοηθήσουν. Μάζεψε γύρω της και άλλους ένθερμους πατριώτες. Έτσι η ομάδα της πλουτίσθηκε με πολλά δυναμικά στελέχη και μεταβλήθηκε, μετά την στελέχωση αυτή, σε αντιστασιακή οργάνωση, την οποία η μητέρα ονόμασε «Μπουμπουλίνα» (απ’ το οικογενειακό όνομα της μητέρας της, η οποία λεγόταν Μπούμπουλη).
Ένας μικρός στρατός
Η οργάνωση ήταν ένας μικρός στρατός που εκινείτο αθόρυβα, σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, με σκοπό να προκαλέσει όσο πιο πολύ κακό μπορούσε στον εχθρό. Ήταν ένας αγώνας ζωής και θανάτου, για την επιβίωσή μας, ως Έθνος και λαός. Η μητέρα ρίχτηκε με ορμή σ’ αυτόν τον ιερό αγώνα μαζί με τα παιδιά της. Όσο μεγάλη και αν ήταν η αγάπη της για μας, δεν μπόρεσε να την κάνει να ξεχάσει ότι πάνω απ’ όλα και από μας ήταν η πατρίδα. Και εμείς, τα έξι απ’ τα επτά πιδιά της, την βοηθήσαμε όσο μπορούσαμε με όλον τον ενθουσιασμό της νεανικής ψυχής μας. Αξιόλογο είναι να τονισθεί εδώ ότι στη οργάνωσή της προστέθηκαν και μερικοί Γερμανοί και Αυστριακοί, αντιναζιστές, αλλά και Ιταλοί, οι οποίοι της παρείχαν πολύτιμες πληροφορίες. Παράλληλα, η «Μπουμπουλίνα» βοηθούσε και τις αντάρτικες ομάδες της υπαίθρου με πολεμοφόδια, που προέρχονταν από αποθήκες των στρατευμάτων κατοχής, και που οι ηρωικές μορφές, για να τα αποκτήσουν, πολλές φορές έδωσαν τη ζωή τους. Ακόμη τις τροφοδοτούσαμε και με φαρμακευτικό υλικό, ένα μέρος του οποίου προερχόταν απ’ την φαρμακαποθήκη του πατέρα μας, διότι εκτός απ’ την αρωματοποιΐα διατηρούσε και φαρμακείο και φαρμακαποθήκη.
Ευθύνες και καθήκοντα
Όλοι είχαμε αναλάβει ορισμένες ευθύνες και καθήκοντα και την βοηθούσαμε, ακόμα και η Νεφέλη που ήταν πολύ μικρή. Πόσες φορές δεν μετέφερα μηνύματά της. Η μητέρα με χρησιμοποίησε πολλές φορές σε επικίνδυνες αποστολές, όπως η μεταφορά σακιδίων γεμάτων με πυρομαχικά και οπλισμό, τα οποία κρύβαμε στο κατάστημα του πατέρα, αλλά και αλλού. Πολλά πυρομαχικά, όπλα και άλλα συναφή, μας έφερνε ο Ζήσιμος Παρρίδος, βασικό στέλεχος της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα» και ο οποίος δεν δίστασε να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, μόλις του το ζήτησε η μητέρα, σαν μάχιμος διερμηνέας του Τάγματος Χόλμαν, της Μεραρχίας Βραδεμβούργου, σκοπός της οποίας ήταν η δίωξη και εξολόθρευση των αντάρτικων ομάδων στην Στερεά Ελλάδα και αλλού. Αυτό το παλικάρι δέχτηκε να παίξει αυτόν τον άχαρο και επικίνδυνο ρόλο, προσφέροντας εξαιρετικά πολύτιμες υπηρεσίες. Πληροφορούσε την μητέρα για τις κινήσεις και τα σχέδια του Τάγματος Χόλμαν.
Ανθρωποκυνηγητό
Ήταν αρχές του 1944. Oι νίκες και τα αλλεπάλληλα πλήγματα που κατάφεραν οι σύμμαχοι στους Γερμανούς, στα διάφορα μέτωπα, έδωσαν καινούργιες ελπίδες και κουράγιο στους Έλληνες, τους αναπτέρωσαν το ηθικό, και άρχισαν να βλέπουν ότι πλησιάζει η ώρα της λευτεριάς. Τώρα οι όροι της πολεμικής κατάστασης είχαν αντιστραφεί.
Oι Γερμανοί, που έβλεπαν να χάνουν τον πόλεμο, ξεσπούσαν με λύσσα πάνω στους αγωνιστές που έπεφταν στα χέρια τους. Έβλεπαν να διαρρέουν τα μυστικά τους και εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό. Με πληροφοριοδότες τους κατόρθωσαν να εντοπίσουν και να συλλάβουν τους αρχηγούς ορισμένων οργανώσεων. Μερικοί δεν άντεξαν τα φρικτά μαρτύρια, στα οποία τους υπέβαλαν, και μίλησαν και έτσι οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ανακαλύψουν την ύπαρξη ορισμένων οργανώσεων. Η μητέρα υπό την πίεση των καθηκόντων είχε κουρασθεί ψυχικώς και σωματικώς και αυτό μας ανησύχησε. Oι ιατροί και συνεργάτες της Μιχαήλ Σαρακηνός και Παύλος Βακατάτσης, μας συμβούλεψαν να την βάλουμε στο νοσοκομείο. Με δυσκολία την πείσαμε να δεχθεί.
Συλλήψεις και βασανιστήρια
Τον Ιούνιο του 1944 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις και στελεχών της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Αυτές οι συλλήψεις την ανησύχησαν και βγήκε, πολλές φορές, κρυφά απ’ το νοσοκομείο για να ειδοποιήσει τους συνεργάτες της να εξαφανισθούν. Τότε η μητέρα πληροφορήθηκε από άνθρωπο μέσα απ’ τα Ες-Ες, ότι επέκειτο και η δική της σύλληψη. O γαμβρός μου ο Σπύρος έστειλε άνθρωπο να την πάρει και να την κρύψει. Eπίσης ο Άγγλος Έβερτ την παρακάλεσε να την κρύψει αυτός ο ίδιος. Εκείνη όμως ήταν αμετάπειστη και δήλωσε σε όλους ότι θεωρούσε λιποταξία να τρέξει να κρυφτεί για να σωθεί εκείνη και να εγκαταλείψει σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή τους συνεργάτες της, μερικοί απ’ τους οποίους ήταν ήδη στα χέρια των Ες-Ες.
Πίστευε ότι με τη δική της σύλληψη και επωμιζόμενη τις ευθύνες της θα σταματούσε την έκταση του κακού και τις συλλήψεις και ότι έτσι θα έσωζε και εμάς τα παιδιά. «Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο την θέση σας. Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε γαι μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει». Μας έλεγε ακόμη ότι πίστευε στον Θεό και στην βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της.
Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί και με ανέβασαν πάλι στον ανακριτή Μπέκε.
Αυτήν την φορά είδα με έκπληξη την μητέρα μου και τον αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του Μπέκε. Η μητέρα, προφανώς για να μην λυγίσω, ή για να μην δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία και στοργή για μας και τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, που σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου και να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: «Πρόσεχε». Βέβαια είχε δει τα χάλια μου, τα καμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου και τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τον Μπέκε να καταλάβει, ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία, και θα ήταν αδύνατον να της πάρει λέξη. O Μπέκε με άρπαξε και βίαια με γύρισε και με κόλλησε με το πρόσωπο στον τοίχο, το ίδιο έκανε και στον αδελφό μου.
Έβγαλε το περίστροφο απ’ την θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι του Νέλσωνα, και κοιτάζοντας το ρολόι του χεριού του και μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει την απειλή του: «Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα – ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω την σκανδάλη, πού έχεις τον πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιες είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τις πληροφορίες για τις κινήσεις μας, ποιοι είναι οι συνεργάτες σου, πού βρίσκεται ο καπετάνιος Χρυσίνης με το καΐκι του». Το περίστροφο του Μπέκε έσπρωχνε το κεφάλι του Νέλσωνα, και το έκανε να γέρνει, ήταν αγριεμένος και φαινόταν αποφασισμένος να εκτελέσει την απειλή του.
Τότε άκουσα την μητέρα να λέει, με σταθερή και ήρεμη φωνή: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις». Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα και κατηγορηματικά, ο Νέλσων και εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά, ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο του Νέλσωνα και βάζοντάς το μέσα στην πέτσινη θήκη που κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό».
Παίρνουν τη Μάνα…
Το σούρουπο της 7ης Σεπτεμβρίου διεδόθη αστραπιαία στο στρατόπεδο, ότι ήλθαν οι κλούβες με τη συνοδεία αποσπάσματος. O Νέλσων και εγώ σκαρφαλώσαμε στα δυο μικρά παραθυράκια του υπόγειου και είδαμε τις κλούβες, σταματημένες μπροστά στο κτίριο Νο 15. Έβγαζαν απ’ το κτίριο άνδρες κρατουμένους και τους παρέτασσαν εφ’ ενός ζυγού, με μέτωπο προς το κτίριο Νο 4. Είδαμε επίσης να βγάζουν απ’ το κτίριο Νο 14, όπου ήταν η αυστηρή απομόνωση γυναικών, γυναίκες τις οποίες παρέτασσαν κατά τον ίδιο τρόπο. Άκουσα τον αδελφό μου, απ’ το άλλο παράθυρο, να μου φωνάζει: «Βύρων, παίρνουν και την μαμά». Εγώ έντρομος, κοιτώντας προσεκτικά τις γυναίκες, διαπίστωσα ότι η πρώτη της σειράς ήταν η μητέρα μου. Στο γκρουπ των ανδρών ξεχώρισα μερικούς συνεργάτες της μητέρας, καθώς και μέλη της οργάνωσής της.
Είδα το Γιαννάκη Χούπη, τον ταγματάρχη Σούλη και άλλους, καθώς και τον Ιωάννη Ριζόπουλο. Στο γκρουπ των γυναικών, εκτός απ’ την μητέρα μου, διέκρινα και μερικές συνεργάτιδές της. Κοντά στην μητέρα στεκόταν ο Γεώργιος Ριζόπουλος. Σε κάποια στιγμή τον είδα να μετακινείται απ’ την θέση του, να παίρνει την θέση του πρώτου, να πλησιάζει την μητέρα, να γονατίζει μπροστά της και να φιλάει το χέρι της. Προφανώς της ζητούσε συγχώρεση γι’ αυτό που είχε κάνει εξ αιτίας του φόβου του για τα μαρτύρια και την ζωή του. Είδαμε την μητέρα να σκύβει προς το μέρος του, σαν να τον συγχωρούσε. Μετά τους έβαλαν όλους στις κλούβες με ένοπλη συνοδεία. Ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση για μας. Κοίταζα το καμιόνι, που έπαιρνε την μητέρα μου, μέχρι που βγήκε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και εξαφανίσθηκε.
Εκείνη την στιγμή είδα να έρχεται προς το κτίριό μας ο στρατοπεδάρχης Ραφαήλ Παρίσης, και του φώναξα αν ξέρει πού τους πήγαιναν. Εκείνος για να αποκρύψει την τραγική αλήθεια μου είπε: «Μην ανησυχείς Βύρωνα τους πάνε για όμηρους στα τρένα, και όταν φτάσουν στα σύνορα θα τους αφήσουν ελεύθερους, για να τους αντικαταστήσουν με όμηρους Γιουγκοσλάβους». Παρ’ όλο που μέσα μου ήξερα πολύ καλά ότι δεν θα ξανάβλεπα την μητέρα μου γιατί η κατηγορία ήταν βαρύτατη: «Αρχηγός οργάνωσης, κατασκοπεία σε βάρος των Γερμανών, σαμποτάζ», ήλπιζα μέσα στην απελπισία μου σε κάποιο θαύμα.