Αν μπορούσα να περπατήσω, θα έφευγα!…

Γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος

Καθόταν στη θέση του συνοδηγού, αμίλητη…Καυτά δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα πάνω στα νεανικά της μάγουλα…Από το μεγάφωνα του αυτοκινήτου έβγαιναν τα λόγια του παλιού τραγουδιού σε μια παράξενη άρθρωση του ανελέητου πόνου που σπάραζε τα σωθικά της…

«Άσε με να φύγω, σε παρακαλώ…»…
Ο άντρας πίσω από το βολάν ήταν στα κέφια του…Είχε προηγηθεί το γλέντι, το φλερτ με «την ωραία και ελεύθερη» του απέναντι τραπεζιού, ένα παθιάρικο τσιφτετέλι, βλέπεις με το ποτό όλοι τελικά κάποια στιγμή αισθανόμαστε ‘ελεύθεροι’, και μετά το δικό της βουβό κλάμα, σήριαλ πια στην καθημερινότητά τους, και ο καυγάς…

Ένας ακόμη καυγάς, μέσα στους αμέτρητους καυγάδες τους.

Ο πιτσιρικάς είχε γείρει κουρνιάζοντας στη ζεστή αγκαλιά της μάνας του…Ξαφνικά μέσα από τα δάκρυά της είδε τους προβολείς του απέναντι αυτοκινήτου, τυφλώθηκε για δευτερόλεπτα…

Λίγο το ποτό, λίγο η ένταση, η συγκινησιακή φόρτιση…

Ο άνδρας της προσπάθησε να κάνει ένα ελιγμό για να αποφύγει το μοιραίο μιας μετωπικής αντιπαράθεσης με τον άγνωστο απέναντι οδηγό, έχασε τον έλεγχο, το αμάξι βγήκε από τον στενό αγροτικό δρόμο, έφερε τούμπες…

Όταν συνήρθε, είχε έντονη μέσα της την αίσθηση, εκείνο το ανεξήγητο περίεργο συναίσθημα ότι κάπου κάτι δεν πήγαινε καλά..-

Σαστισμένη ψέλλισε το όνομα του παιδιού της και μετά το όνομα του άντρα της…

Τι έγινε;

Ντεραπάραμε, ήταν η απάντηση που πήρε.

Πάνω στο προσκεφάλι το παιδί της, ο άντρας, ο γιατρός και μια νοσοκόμα..

Ευτυχώς δεν τρέχαμε πολύ, πάτησα τα φρένα, ήταν δίπλα στο δρόμο το χωράφι όπου βρεθήκαμε.

Εμείς, το παιδί και εγώ είπε ο άντρας της είμαστε εντάξει, εσύ όμως λιποθύμησες…

Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει, στα χείλη της σχηματίστηκε η γκριμάτσα του πόνου, ακούμπησε στους αγκώνες για να ανασηκωθεί και…πάγωσε!…

Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε χάσει την αίσθηση του σώματός της από το ύψος της μέσης της ως τα δάχτυλα των ποδιών της…Αισθάνθηκε τον κρύο ιδρώτα αρχικά και αμέσως μετά, έτσι ξαφνικά, εκείνο το πικρόγλυκο συναίσθημα του «χαμού…»

Θεέ μου, είμαι παράλυτη, ψέλλισε και βούλιαξε ξανά βαθιά μέσα στην

αναισθησία μιας λιποθυμίας, φεύγοντας στον κόσμο του ονείρου, της μη- πραγματικότητας.

Για μέρες, εβδομάδες, μήνες μετά την «κακιά ώρα» του ατυχήματος δεν μπορούσε να περπατήσει…

Οι ειδικοί απέκλεισαν κάθε πιθανότητα οργανικής βλάβης…

Η περίπτωσή της ήταν θέμα «υστερικής παραπληγίας» δηλαδή η κατάσταση όπου στην πράξη «το σώμα μπορεί» αλλά το πνεύμα, αυτή η άβυσσος που την αποκαλούμε ανθρώπινη ψυχή, αρνείται να του επιτρέψει να κινηθεί…

Κάπου ανάμεσα στα κρεβάτια των νοσοκομείων, τις ενέσεις του νοσηλευτικού προσωπικού και τις παραινέσεις των δικών της ανθρώπων, εκεί μαζί με τις διαθερμίες και τα εξειδικευμένα μασάζ φυσιοθεραπείας, καθώς ο σύζυγος και σύντροφος την κουβαλούσε πλέον στην αγκαλιά του από ιατρείο σε ιατρείο, από ειδικό σε ειδικό, ελπίζοντας για την γιατρειά ξανάζησε το καυτό της πρόβλημα…

Είχαν δεθεί με φλογερό έρωτα…

Πριν καλά-καλά το καταλάβει, πριν συνειδητοποιήσουν τι γινότανε εκείνη βρέθηκε να κουβαλάει μέσα στα σπλάχνα της «τον καρπό του έρωτά τους.»

Δεν είχαν λόγο να κόψουν το νήμα μιας ζωής…

Ζήτησαν την ευλογία του δεσμού τους από δικά τους πρόσωπα και την πήραν επισφραγίζοντάς την με τρόπο θρησκευτικό.

Εκείνη παράτησε τη δουλειά της, κλείστηκε στο, σπίτι και μέρα με την μέρα έβλεπε τον έρωτα να σβήνει καθώς εκείνος ξεκίνησε να ψάχνει τη χαρά και να «ψάχνεται» σε άλλες αγκαλιές…

Θα τον είχε αφήσει από καιρό, εάν δεν υπήρχε στη μέση το παιδί, η οικονομική εξάρτηση, τώρα το ατύχημα…

Αν μπορούσα να περπατήσω, είπε μια μέρα στον ψυχοθεραπευτή της, θα είχα φύγει από καιρό αλλά να, μου λείπει η δύναμη στα πόδια…

Και μια μέρα, λες και έγινε τελικά θαύμα, σηκώθηκε, στάθηκε δυνατά στα πόδια της και περπάτησε προς την αυτοεκτίμηση και την αποδέσμευση…

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *