«Για πρώτη φορά, ζω σε μια κοινωνία, η οποία δείχνει να ‘χει πάθει εγκεφαλικό! Δεν αντιδρά με τίποτα!». Έτσι θυμάμαι πως έλεγε σε κάποια συνέντευξή του ο Χρόνης Μίσσιος, ο αντιστασιακός, αγωνιστής της Αριστεράς και συγγραφέας που άφησε την
τελευταία του πνοή πριν από τρία, αν θυμάμαι καλά, χρόνια σε ένα ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, 82 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Έγραφε για την Τρόικα «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξαναζήσω μια περίοδο εθνικής υποτέλειας της πατρίδας μου. Πιτσιρικάς δεκατριών χρονών πολέμησα τους Γερμανούς. Μετά, πολέμησα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εποχή που ερχόταν εδώ ο Αμερικανός στρατηγός και του έλεγε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, διανοούμενος Κανελλόπουλος, «Ιδού ο στρατός σας!», δείχνοντας τον ελληνικό στρατό.
Την εποχή που ερχόταν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών ο περίφημος Πιουριφόι, και έμπαινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ανέβαζε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και του έλεγε τι να κάνει και τι να μην κάνει… Ε, περίπου τα ίδια δε ζούμε τώρα; Έρχονται οι Τροϊκανοί. Τα ίδια δεν κάνουνε; Έχουμε κυβέρνηση; Πού είναι;»
Από τους πρώτους που μίλησαν για μια κρίση πολυεπίπεδη, όχι μονάχα οικονομική, αλλά πρώτιστα κρίση αξιών και χρεοκοπίας του λογοκρατούμενου και τεχνοκρατικού πολιτισμού μας.
Τι να θυμηθεί κανείς, αυτά που έλεγε για μια εξανάσταση της ανθρώπινης συνείδησης, αυτό που φωνάζω και λέω για την συνειδητή απόκρουση της βαρβαρότητας της εποχής μας;
Την ανάγκη του ανθρώπου να τοποθετηθεί διαφορετικά απέναντι σε όλα τα προβλήματα, να οραματιστεί και να παλέψει για ένα ανθρώπινο μέλλον, για μια κοινωνία σε ανθρώπινα μέτρα;
Μια κοινωνία ανθρώπινη που όμως δεν αρκεί, απλώς, να την θέλουμε αλλά πρέπει και να την κατακτήσουμε!.
Όλα αυτά μου ήρθαν σήμερα που άκουγα τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού στην Βουλή. Μια πολιτική για τον άνθρωπο.
Άραγε τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο Χρόνης Μίσσιος;
Θα χαμογελούσε και πιθανόν να έλεγε πως περιμένει να τα δει να γίνονται αλήθεια..πραγματικότητα, γιατί το πιο σημαντικό, το πιό σπουδαίο, Αλέξη είναι, όπως έλεγε, να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε»