Αν κάτι πρωτοζήλεψα στα χωριά της Κρήτης είναι οι παλιές, μεστές και πανέμορφες μαντινάδες που ακούς. Γερόντισσες μαυροντυμένες πιάνουν και…
σου αραδιάζουν στις εξώπορτες αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο για καλωσόρισμα.
Στα γλέντια οι ξακουστοί μαντιναδολόγοι κάθονται αντικρυστά και συνερίζονται ποιός θα καταφέρει να θυμηθεί μεγαλύτερο κομμάτι από το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. “Να μην απορείς, μου πε κάποτε ένας τέτοιος γέροντας. Για μας είναι ο κρητικός Σαίξπηρ”.
424 χρόνια !!! Πώς να μην απορώ; Η Κρήτη από το 1590 -που τοποθετείται κατά προσέγγιση η συγγραφή του Ερωτόκριτου- διαδίδει από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά τα στιχάκια του. Σκέφτομαι αν έχουμε κάτι ανάλογα πολύτιμο και καλοφυλαγμένο στις παραδόσεις που κληρονομήσαμε και .. δεν το βρίσκω. Ο παπούς μου έλεγε όλο τον Ερωτόκριτο από στήθους. Το μόνο που επέμεινε να μάθει στα 11 παιδιά του ήταν αυτό. Κάποτε ο δάσκαλος πήγε σπίτι να του πει ότι η μικρή του κόρη, το στερνοπούλι του, είναι καλή στα γράμματα. Ο παπούς μου γέλασε περιφρονητικά και του ‘πε: Ίντα λες δάσκαλε; Έντεκα κοπέλια έχω και τα δέκα μάθανε αμέσως τον Ερωτόκριτο. Μόνο αυτή δεν τον κατέχει ολόκληρο. Π’ ανάθεμα τις βουλές που ‘χετε οι γραμματιζούμενοι.
Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου
Ακούγοντας αυτές τις χαριτωμένες παλιές ιστορίες σκέφτομαι συχνά τις διαδρομές που έκανε η έννοια της μόρφωσης τα τελευταία χρόνια μας. Κάποτε όποιος κατάφερνε την πρόσθεση χωρίς να μετράει στα δάκτυλα ήταν φωστήρας. Αργότερα έπρεπε να ξέρει τριγωνομετρία, Άλγεβρα και Μαθηματικά. Σήμερα η κβαντική μηχανική δεν φτάνει ίσως. Κι όμως ο Ερωτόκριτος αποστηθίζεται ακόμη από τα κρητικόπουλα. Όχι ως μάθημα “κορμού” ή ως must της εκπαίδευσης … αλλά ως ανάγκη να μπολιαστούν την ομορφιά του τόπου τους.
Και καθώς συχνά νομίζουμε ότι ο μικρόκοσμός μας είναι δείγμα γραφής του σύμπαντος, ξαφνιάστηκα ακούγοντας ότι φίλοι καλοί και αγαπημένοι δεν έτυχε να διαβάσουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Κι αντί να αρχίσω με πάθος να τους προτρέπω να πάρουν την έντυπη έκδοση (έπεα πτερόεντα κάποτε οι προτροπές) σκέφτηκα να φτιάξω ένα αφιέρωμα και να εξαφανίσω κάθε δικαιολογία για τους “αδιάβαστους”.
Αντί προλόγου να πω μόνο τους γνωστούς στίχους για τον ποιητή του έργου:
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ’ η φύση,
το τέλος του ’χει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει.
Δεν ξέρουμε ωστόσο με σαφήνεια ποιός Κορνάρος (φαίνονται αρκετοί στα παλιά έγγραφα, όλοι τους γόνοι εξελληνισμένων Βενετών αρχόντων) από τους πολλούς Βιτσέντζους της εποχής έγραψε τον Ερωτόκριτο. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590. Το έργο έχει εμφανείς επιρροές από το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του 1432 και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Ariosto. Οι στίχοι του διαδίδονται από στόμα σε στόμα και ήδη το 1645 (αρχές της επίθεσης των Τούρκων στην Κρήτη) το νησί το απαγγέλει από άκρη σ’ άκρη.
Πέρασε μισός αιώνας μέχρι το έργο να αποκτήσει έντυπη μορφή. Οι πηγές λένε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713, φυσικά στη Βενετία, όπως και τα άλλα κρητικά έργα της εποχής, και ανατυπώθηκε (πράγμα σπάνιο) το 1737 λόγω της μεγάλης ζήτησης που είχε. Από την πρώτη εκείνη έκδοση σώζεται ένα και μοναδικό αντίτυπο, που φυλάσσεται στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα.
Το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού κυκλοφόρησε με τη μορφή λαϊκής φυλλάδας σε πάρα πολλές εκδόσεις, δυστυχώς πρόχειρες και με πολλά λάθη, και διαβάστηκε τόσο πολύ, που ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) το 1909 έγραφε:
Μέχρις εσχάτων δε και αλλαχού μεν της Ελλάδος, αλλά προπάντως εν Κρήτη, πολλοί εκ της συχνής αναγνώσεων εγίνωσκον από μνήμης μακρά αποσπάσματα, ώστε ως παρατηρεί ο Κρης Ι. Μ. Δαμβέργης, και αν ήθελον τυχόν απολεσθή πάντα τ’ αντίτυπα αυτού, το έπος ηδύνατο ν’ απαρτισθή πάλιν ολόκληρον εκ του στόματος Κρησσών και Κρητών, «οίτινες και νυν έτι αποστηθίζοντες, μεταδίδουν αυτό διά στόματος απ’ αρχής μέχρι τέλους εις τα τέκνα και τους φίλους των». Γενιές ολόκληρες δεν έβρισκαν καλύτερη κληρονομιά να αφήσουν στα παιδιά τους από ένα αντίγραφο του Ερωτόκριτου. Ακόμη κι οι Τουρκοκρητικοί μυήθηκαν στη γλώσσα μαθαίνοντας τα πάθη της Αρετούσας.
Υπάρχουν μαρτυρίες σε χωριά της Σητείας στις αρχές του 20ου αιώνα για το πόσο πολύτιμο θεωρείτο το πόνημα του Κορνάρου που άλλοτε αναφέρεται σε διαθήκες κι άλλοτε “μοιράζεται” με τρόπο παράδοξο. Πολλά αντίγραφα βρέθηκαν στην Κρήτη σκισμένα ή κομμένα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που λέγεται στην Αχλαδιά της Σητείας: τρία αδέρφια μοίραζαν την περιουσία τους κι ανάμεσα σε όσα κληρονόμησαν από τα γονικά τους ήταν και το βιβλίο του Ερωτόκριτου. Κανείς δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Σκέφτηκαν να το μοιράσουν σε αποσπάσματα στην αρχή. Αλλά κι εκεί διαφώνησαν. Στο τέλος -για να γίνει δίκαιη μοιρασιά- βάλανε το βιβλίο κάτω και το έκοψαν κατά πλάτος σε τρία ισόποσα μέρη. Όμοια κομμένα βιβλία βρέθηκαν σε μιτάτα του Ψηλορείτη και στα Σφακιά.
Η μελωδία που συνοδεύει σήμερα τα τραγούδια του -λένε- πως κατάγεται από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Ένας σιγανός παραπονιάρικος σκοπός που αφήνει χώρο στην αφήγηση.
Ο ίδιος σκοπός που ενέπνευσε κι ένα σωρό μεταγενέστερα κρητικά τραγούδια, που συχνά ξαναμπλέκουν τον Ερωτόκριτο στις ρύμες τους:
Είπα σου μη μπερδεύγεσαι στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα ωσάν την Αρετούσα!
(Ν. Ξυλούρης, δίσκος «Τα που θυμούμαι τραγουδώ», Columbia 1975)
Γιατί μπαίνω στον κόπο; Δεν βρίσκω καλύτερη απάντηση από όσα έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Βιτσέντζο Κορνάρο: Ντροπή στο Έθνος που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερ’ από πέντε αιώνων περπάτημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο «μέγας του Ελληνικού Έθνους και αθάνατος ποιητής»!
Μία από τις καλύτερες επεξεργασίες πάνω στην αρχική έκδοση του 1713 (έκδοση Βενετίας) έκανε ο αείμνηστος Γιώργος Σαββίδης. Και καθώς το έργο -ευτυχώς- δεν έχει συγγραφικά δικαιώματα να το περιορίζουν θα το βρείτε ολόκληρο εδώ.
Ο τόπος και ο χρόνος της ιστορίας παραμένουν αιωρούμενα σε μία ασάφεια. Αρχικά, η υπόθεση του ποιήματος φαίνεται να λαμβάνει χώρα στην Αρχαία Αθήνα, επί των ημερών του βασιλιά Ηράκλη (μυθικό πρόσωπο) αλλά στη συνέχεια ο ποιητής εισάγει πρόσωπα, γεγονότα και τόπους που αναφέρονται στο Μεσαίωνα και στην εποχή του. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά, ένας έρωτας ο οποίος χρησιμεύει ως άξονας στον ποιητή για να υμνήσει τη φιλία, την ανδρεία και την αγάπη προς τη πατρίδα.
Ο Ερωτόκριτος ήταν γιός του Πεζόστρατου, συμβούλου του βασιλιά, ανήκοντας έτσι σε κατώτερη κοινωνική τάξη από την πριγκίπησα, κάτι που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Ο ερωτοχτυπημένος νέος, μην έχοντας τη δυνατότητα να εκδηλώσει την αγάπη του προς την Αρετούσα, τραγουδά μεταμφιεσμένος κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ενώ η πριγκίπησα αναπτύσσει σιγά-σιγά αισθήματα προς τον άγνωστο τραγουδιστή. Οταν ο Ερωτόκριτος αναγκάζεται, μαζί με το φίλο του Πολύδωρο, να σκοτώσει δέκα από τους σωματοφύλακες του βασιλιά που είχαν σταλεί για να τον συλλάβουν, αυτοεξορίζεται στην πόλη του Εγρίπου, όπου προσπαθεί αποτυχημένα να ξεχάσει τον έρωτά του.
Η Αρετή, όταν ο άγνωστος τραγουδιστής παύει να ακούγεται κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ανακαλύπτει πόσο της λείπει. Σε μια επίσκεψη της Αρετής στο σπίτι του Πεζόστρατου, του πατέρα του Ερωτόκριτου, η νέα ανακαλύπτει τα τραγούδια και την εικόνα της, μαθαίνοντας έτσι την ταυτότητα του θαυμαστή της και -τότε- πέφτει πια σε βαθιά θλίψη. Θέλοντας να διασκεδάσει την κόρη του, ο βασιλιάς Ηράκλης διοργανώνει αγώνες κονταρομαχίας, όπου καλούνται οι διαπρεπέστεροι ευγενείς της εποχής. Στους αγώνες λαμβάνει μέρος και ο Ερωτόκριτος, ο οποίος έρχεται νικητής και στεφανώνεται από τα χέρια της αγαπημένης του πριγκίπησας. Παίρνοντας θάρρος από τη νίκη του, ο νέος τολμά να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη του από τον πατέρα της, το βασιλιά. Μαντατοφόρο στέλνει τον δικό του πατέρα, τον Πεζόστρατο. Ο Ηράκλης όμως εξοργίζεται, αποπέμπει το σύμβουλό του, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και διατάζει την κόρη του να παντρευτεί τον διάδοχο του θρόνου του Βυζαντίου. Η Αρετή αρνείται και ο Ηράκλης την κλείνει σε ένα σκοτεινό και υγρό μπουντρούμι, μαζί με την παραμάνα της, όπου για μία πενταετία, υφιστάμενες πολλές κακουχίες κι οι δυό τους. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς της Βλαχίας Βλαντίστρατος κηρύσσει τον πόλεμο στην Αθήνα και εισβάλλει με το στρατό του προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Ο Ερωτόκριτος πονά μαθαίνοντας στην εξορία τα νέα του τόπου του. Κάποτε αποφασίζει να δράσει.Αφού πίνει ένα μαγικό υγρό που αλλάζει την εξωτερική του εμφάνιση, έρχεται να βοηθήσει την πατρίδα του και προκαλεί τεράστιες απώλειες στον εχθρικό στρατό, ενώ σε μια από τις συγκρούσεις σώζει τη ζωή του, γέροντα πλέον, βασιλιά Ηράκλη και του φίλου του Πολύδωρου.
Η τύχη του πολέμου κρίνεται σε μια επική μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον ανηψιό του βασιλιά της Βλαχίας, τον Άριστο. Ο Ερωτόκριτος νικά, σκοτώνοντας τον αντίπαλό του αλλά τραυματίζεται ο ίδιος σοβαρά. Οι Βλάχοι αποσύρονται, οπότε ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται στα βασιλικά ανάκτορα, στο δωμάτιο και το κρεββάτι της Αρετής, όπου και μένει αρκετό καιρό μέχρι να θεραπευτεί. Μετά, ο βασιλιάς Ηράκλης θέλοντας να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέρεται να τον υιοθετήσει και να του παραχωρήσει το μισό του βασίλειο. Ο ήρωας όμως αρνείται και ζητά να απελευθερωθεί η Αρετή και να του επιτραπεί να την παντρευτεί. Αρχικά η πριγκίπησα αρνείται να παντρευτεί τον άγνωστο, οπότε ο Ερωτόκριτος πηγαίνει ο ίδιος να την αναζητήσει και, διαπιστώνοντας την πίστη της στην αγάπη του τόσα χρόνια, αποκαλύπτει την πραγματική του μορφή. Το τέλος θα το αφήσω μετέωρο, μπας και πείσω όσους το αγνοούν να το ανακαλύψουν διαβάζοντας 🙂
Μ.Κορνάρου
πηγη: www.ekriti.gr
reek1
Use Facebook to Comment on this Post