Είναι φρικτό το έγκλημα που συντελέστηκε εκεί… Δεν μπορώ να κοιμηθώ… Τρομάζω και μόνο στη σκέψη…
Η πρόσφατη ομολογία-σοκ από τον εγγονό για την δολοφονία της γιαγιάς του, ξύπνησαν φρικτές μνήμες!
Ασημάκης Κατσούλας και Μανώλης Δημητροκάλης, έκαναν τα… όνειρα μου, εφιάλτες!
Η Παλλήνη για καιρό αποτελούσε για μένα απαγορευμένη ζώνη…
Από κοντά Θεόφιλος Σεχίδης, Μανώλης Δουρής, Σορίν Ματέι…
Και όπως λέει και ένας φίλος μου, χρειάστηκε να μεγαλώσω αρκετά μέχρι να μπορώ να περνάω μόνος μου από το χολ και να μην κοιτάζω πίσω από το τζάμι της εξώπορτας…
Ας τους θυμηθούμε!
Οι Σατανιστές της Παλλήνης
Αύγουστος 1992. Οι παιδικοί φίλοι Ασημάκης Κατσούλας και Μανώλης Δημητροκάλης, 21 και 19 αντίστοιχα, που για καιρό κάνουν τελετές μαύρης μαγείας στο Κορωπί και την Παλλήνη, οδηγούν την 14χρονη Θεοδώρα Συροπούλου στη θέση Σέσι στο Κορωπί. Με το πρόσχημα της λευκής μαγείας, τη γδύνουν, τις κλέβουν τα κοσμήματα, τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι και τη στραγγαλίζουν. Στη συνέχεια καίνε το πτώμα της με βενζίνη.
Οκτώ μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1993, απαγάγουν την υπάλληλο του ‘Μ. Βρετανία’, Γαρυφαλλιά Γιούργα, ενώ επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά. Παριστάνοντας τους αστυνομικούς, την οδηγούν σε ένα ερημικό σημείο στο Κορωπί, τις περνούν χειροπέδες, τη γδύνουν, τη βιάζουν και αμέσως μετά ο Κατσούλας της πολτοποιεί το κεφάλι με μια πέτρα για να μην αναγνωρίζεται. Η αστυνομία συνέλαβε και τη 18χρονη φίλη του Κατσούλα, Δήμητρα Μαργέτη, με την κατηγορία της συνέργειας.
Η υπόθεση προκάλεσε δικαστικά θρίλερ, ενώ τα κανάλια, σε εποχές σχετικά πρωτόγονης κατάστασης χωρίς πολλά γραφικά και μοντερνιές στα δελτία, έκαναν το παν να μας τρομάξουν ακόμα περισσότερο με ρεπορτάζ για τη μαύρη μαγεία, το heavy metal, το Σατανά.
Ο Ασημάκης Κατσούλας ήταν με διαφορά ο μεγαλύτερος εφιάλτης κάθε παιδιού στο πρώτο μισό των 90s. Όνομα χαραγμένο με τον πιο απόκοσμο τρόπο στο μυαλό μας. Κάποιος προκλητικός θα έλεγε “δεν γίνονται τέτοια εγκλήματα σήμερα”. Θα είχε δίκιο.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης
Στις 19 και 20 Μαΐου 1996, ο 24χρονος φοιτητής Νομικής, Θεόφιλος Σεχίδης, σκοτώνει τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, το θείο και τη γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου. Στη συνέχεια, τεμαχίζει τα πτώματα -εκτός από αυτό του θείου του- και τα μεταφέρει σε σακούλες στη χωματερή της Καβάλας.
“Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω”, ήταν η βασική δήλωση του δράστη που έπαιζαν τα κανάλια στην εισαγωγή του για το ‘έγκλημα που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο’. Ο Σεχίδης είπε κι άλλα. “Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν”.
Ο Σεχίδης μονοπώλησε το ενδιαφέρον των media με την άκρως εμπορική -τότε και πάντα- σχιζοειδή του προσωπικότητα και τα ευρήματα της αστυνομίας που γέμιζαν δελτία ολόκληρα.
Διαβατήριο για να μείνουμε άυπνοι φοβούμενοι μια πιθανή απόδραση του Σεχίδη από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού που κρατείται μέχρι σήμερα ήταν κάτι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως το τεράστιο ‘Λάθος’ που βρέθηκε γραμμένο με μπογιά στο σπίτι του.
Η απόλυτη ανατριχίλα (μέχρι τρέμουλου και δακρύων) είναι η επιστολή που δημοσιεύτηκε λίγες εβδομάδες μετά στις εφημερίδες. Ήταν μια επιστολή που είχε στείλει ο Σεχίδης στον θείο του Βασίλη, ένα χρόνο πριν τον δολοφονήσει (σ.σ. ο θείος του διέμενε μόνιμα στο Βέλγιο).
Μεταξύ άλλων, η επιστολή έγραφε:
“Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου(…) Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα ‘φτάνει τώρα, εντάξει’ καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο τον παλληκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ. (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)”.
Μαζί με την επιστολή, ο Θεόφιλος είχε στείλει μια παιδική του φωτογραφία, όπου κρατούσε ένα πιστόλι και ήταν ντυμένος καουμπόης.
Ο Μανώλης Δουρής
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, ο Μανώλης Δουρής προσέρχεται στο Α.Τ. της Ερμιόνης και δηλώνει την εξαφάνιση του του 6χρονου γιου του Νίκου. Η τηλεόραση βάζει την αγωνία σε όλα τα ρεβεγιόν της χώρας, ενώ η πρώτη μέρα του 1994 βρίσκει τους τηλεθεατές σε πένθος, καθώς ο πατέρας βρίσκει νεκρό το παιδί σε έναν μαντρότοιχο πίσω από το σπίτι της οικογένειας. Ο μικρός Νίκος ήταν κακοποιημένος σεξουαλικά.
Τα κανάλια στέλνουν τα συνεργεία τους στην Ερμιόνη ώσπου να εξιχνιαστεί το έγκλημα, οι γονείς δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κυκλοφορούν μόνα στους δρόμους, ενώ ο Δουρής πέφτει σε απανωτές αντιφάσεις στις καταθέσεις του. Με τα πολλά, ομολογεί ότι βίασε και σκότωσε το παιδί του. Η ατάκα που έκοψε τα πόδια του πλήθους: “Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου μπορεί να έκανε το ίδιο”.
Η λαϊκή οργή για τον Δουρή είναι τόσο διάχυτη που ακόμα και άλλοι φυλακισμένοι του επιτίθενται σε κλούβες, στη φυλακή, σε κάθε ευκαιρία. Κανείς δεν συγχωρεί έναν πατέρα που βίασε και σκότωσε το παιδί του.
Όταν ξεκινάει η δίκη, ο Μανώλης Δουρής αρνείται την ενοχή του και κατονομάζει τη σύζυγο του και τον εραστή της ως δράστες. Ο Δουρής δεν ζητά πια από τους αστυνομικούς να τον βασανίζουν μέχρι να πεθάνει.
Σύμφωνα με δηλώσεις του καθηγητή Εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση στην ‘Ελευθεροτυπία’, “η πραγματογνωμοσύνη των εγκληματολογικών εργαστηρίων θέτει εν αμφιβόλω την ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί να είναι άλλος ο βιαστής και άλλος ο δολοφόνος”.
Ο Δουρής δεν έπεισε, καταδικάστηκε σε ισόβια και στις 25 Φεβρουαρίου 1996 αυτοκτόνησε με ένα καλώδιο τηλεόρασης που είχε κρύψει στα ρούχα του στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης.
.briefingnews.gr
Use Facebook to Comment on this Post