Η εθνική κρίση που βιώνει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, με κλιμακούμενη ένταση, και σε κάθε περίπτωση με σύνθετο όσο και πολυπρόσωπο περιεχόμενο, απαιτεί το διαφορετικό, το σπάνιο και το ιδιαίτερο να αντικαταστήσει το παρωχημένο, το συνηθισμένο, το αναμενόμενο και αυτονόητο.
Αν ορίσουμε την Ελλάδα που έρχεται, την Ελλάδα που εκ των πραγμάτων θα έρθει, όχι μοιρολατρικά αλλά επειδή το αίσθημα της προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής αυτοσυντήρησης και επιβίωσης μπορεί να λειτουργήσει ως η σταθερά που θα κινήσει ακόμη και…
βουνά, ως “επόμενη Ελλάδα”, τότε η Ελλάδα αυτή θα πρέπει να είναι γεμάτη “εξαιρέσεις”. Που θα διαψεύσουν οικτρά κάθε είδους ξεπερασμένο “κανόνα”.
Αυτή η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσει από σήμερα. Φυσικά θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει… από χθες, γνωριζόμαστε όμως καλά για να ξέρουμε ότι άλματα πιο γρήγορα από τη φθορά, σαν και αυτά για τα οποία με επιμονή μας παροτρύνει ο Ελύτης μέσα από ένα έργο που υπερβαίνει εποχές και καταστάσεις εποχικής καθημερινότητας, απαιτούν περίσσευμα πείσματος, αυταπάρνησης, αποφασιστικότητας και αντοχών. Απαιτούν ξεκάθαρο προσδιορισμό στόχου, και εμμονική προσήλωση στην επίτευξή του. Απαιτούν θυσίες.
Υπό μια έννοια, η επόμενη Ελλάδα που χρειάζεται να επενδύσει σε εξαιρέσεις, βρίσκεται σε αγωνιώδη αναζήτηση ευεργετών. Εθνικών ευεργετών. Εκείνων που θα δώσουν, χωρίς απαραιτήτως να περιμένουν αντάλλαγμα. Επειδή θα αφήσουν τη ματιά τους να ταξιδέψει στο μέλλον, και θα ξέρουν τι πρέπει να κάνουν σήμερα ώστε το αύριο να είναι περισσότερο φωτεινό.
Εθνικοί ευεργέτες λοιπόν. Στην πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία, την Εκκλησία, τις τέχνες και τα γράμματα, τον πολιτισμό. Οι εξαιρέσεις που υπάρχουν, και που η εθνική μελαγχολία την οποία βιώνουμε δεν μας επιτρέπει να αναζητήσουμε, να βρούμε και να αναγνωρίσουμε. Να αποδώσουμε τα εύσημα, όχι επειδή το επιζητούν οι πρωταγωνιστές, αλλά για να λειτουργήσει το δικό τους παράδειγμα ως η “απρόβλεπτη σταθερά” που θα… ξεκολλήσει την Ελλάδα από το σημερινό βάλτωμά της.
Προχθές, ο Αντώνης Σαμαράς μίλησε στο Ίδρυμα Νιάρχου, και με αφορμή την ομιλία αυτή έγινε ευρύτερα γνωστό το έργο του Ιδρύματος, προωθητικό και υποστηρικτικό σε μια εποχή προχωρημένης αβεβαιότητας, αποπροσανατολισμού, και αυτονόητα καχυποψίας για ο, τιδήποτε σχετίζεται με την επιχειρηματικότητα.
Τέτοιο παράδειγμα, που δεν έχει επίσης εισπράξει τα εύσημα της αναγνώρισης, επειδή δεν το επιδιώκει, είναι ο εφοπλιστής Θανάσης Μαρτίνος, ο οποίος αθόρυβα αλλά μεθοδικά και… με πείσμα, έχει αναπτύξει ιδιαίτερα στην περιοχή της Περιφέρειας Αττικής μια σειρά από δράσεις αλληλεγγύης, στήριξης των τοπικών κοινωνιών και “διόρθωσης” της απουσίας του κράτους και των επίσημων φορέων, εκεί όπου χρειάζεται. Δράσεις που είναι γνωστές σε… όσους πρέπει, δηλαδή εκείνους που αφορούν, χωρίς να διεκδικεί ευρύτερη αναγνώριση.
Εθνικοί ευεργέτες λοιπόν. Και εξαιρέσεις. Όσοι επιλέγουν να δίνουν στην Ελλάδα, χωρίς να προσδοκούν αντάλλαγμα. Από τα πολύ μικρά ώς τα πάρα πολλά. Όπου κι αν ανήκουν. Με ό, τι κι αν ασχολούνται. Όποια κι αν είναι η οικονομική επιφάνειά τους. Εκείνο που μετράει είναι η προδιάθεση. Η κουλτούρα.
Όπως θα έλεγε και ο ποιητής (και αναρωτήθηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι, τότε που ξεκινούσε για να αλλάξει τον κόσμο, που δεν είχε προλάβει ο αδελφός του), “κάποιοι βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, και αναρωτιούνται… Γιατί; Εγώ, σκέφτομαι πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, και ρωτώ… Γιατί όχι;”
Ίσως εκεί να βρίσκεται και το κλειδί του μέλλοντός μας. Αν καταφέρουμε να φτάσουμε από το “γιατί”, στο “γιατί όχι”. Then, you win, όπως είπε και ο Γκάντι.
Πηγή: ysterografa.gr