Η υποβολή ενός ηλικιωμένου σε γενική αναισθησία στο πλαίσιο κάποιας χειρουργικής επέμβασης αυξάνει κατά 35% τον κίνδυνο να…
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Φρανσουά Σζταρκ του πανεπιστημίου του Μπορντό και του ιατρικού ερευνητικού ινστιτούτου INSERM, παρουσίασαν τα ευρήματά τους στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Αναισθησιολογίας (Euroanaesthesia), όπου επίσης, σύμφωνα με το BBC, κορυφαίοι αναισθησιολόγοι επεσήμαναν την ανάγκη να υπάρξει επιτέλους μια διεθνής συμφωνία και συναίνεση για το πότε και πώς πρέπει να γίνεται η διάγνωση του θανάτου.
Η λεγόμενη «μετεγχειρητική γνωσιακή δυσλειτουργία» ανοίγει το δρόμο για την άνοια ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την επέμβαση στον ασθενή. Πρόκειται για μια συνήθη επιπλοκή σε ηλικιωμένους, οι οποίοι κάνουν κάποιο σοβαρό χειρουργείο που απαιτεί γενική αναισθησία.
Έως τώρα υπήρχε αβεβαιότητα αν και σε ποιο βαθμό οι εγκεφαλικές επιπλοκές της γενικής αναισθησίας αποτελούν πρόδρομο της άνοιας και της νόσου Αλτσχάιμερ. Η νέα γαλλική μελέτη δείχνει ότι όντως είναι αυξημένος αυτός ο κίνδυνος για τους ηλικιωμένους, καθώς η γενικευμένη αναισθησία μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στους νευρικούς ιστούς τους, με συνέπεια να διευκολυνθεί η δημιουργία στον εγκέφαλο πλακών του πεπτιδίου β-αμυλοειδούς, κάτι που αποτελεί μηχανισμό πρόκλησης άνοιας.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις περιπτώσεις περίπου 9.300 ανδρών και γυναικών από τρεις γαλλικές πόλεις, με μέση ηλικία 75 ετών. Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι ασθενείς που είχαν εμφανίσει άνοια, ήταν πιθανότερο να έχουν στο παρελθόν χειρουργηθεί με γενική αναισθησία (37%) από ό,τι να μην έχουν κάνει γενική αναισθησία (32%).
Οι Γάλλοι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάποιος ηλικιωμένος, ο οποιός έχει έστω και μια γενική αναισθησία στο παρελθόν του, αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο κατά 35% να εμφανίσει άνοια, σε σχέση με κάποιον που ποτέ δεν έχει υποβληθεί σε γενική αναισθησία.
Η διάγνωση του θανάτου
Στο συνέδριο των αναισθησιολόγων τονίστηκε ότι οι νέες εξελίξεις στην ιατρική τεχνολογία έχουν κάνει λιγότερο ξεκάθαρη τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, με συνέπεια οι γιατροί, σε σπάνιες περιπτώσεις, να ανακοινώνουν ότι κάποιος ασθενής είναι νεκρός, αλλά ο τελευταίος να διαπιστώνεται αργότερα ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Για να αποφευχθεί αυτό στο μέλλον, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να γίνει περισσότερη επιστημονική έρευνα πάνω στο «σύνορο» ζωής-θανάτου και να δοθούν στους γιατρούς όλου του πλανήτη πιο σαφείς και ενιαίες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση του θανάτου. Ήδη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αρχίσει να διαμορφώνει μια τέτοια συναίνεση διεθνώς.
Στην πλειονότητα των περιστατικών στα νοσοκομεία, οι ασθενείς θεωρούνται νεκροί, όταν η καρδιά τους δεν χτυπάει πια, δεν αναπνέουν και δεν έχουν προφανείς αντιδράσεις στα εξωτερικά ερεθίσματα. Όμως, σύμφωνα με τον δρα ‘Αλεξ Μανάρα, αναισθησιολόγο του βρετανικού νοσοκομείου του Μπρίστολ, στην ιατρική βιβλιογραφία αναφέρονται πάνω από 30 περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι, αν και είχαν θεωρηθεί νεκροί από τους γιατρούς, «επέστρεψαν» στη συνέχεια στη ζωή, με αποτέλεσμα να τίθεται πλέον το ερώτημα αν είναι δυνατό να βελτιωθεί η διάγνωση του θανάτου.
Σύμφωνα με τον Μανάρα, σε μερικές περιπτώσεις οι γιατροί δεν αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην παρατήρηση του οργανισμού του ατόμου, προτού τον κρίνουν νεκρό. Όπως είπε, οι νέες παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες πρέπει να απαιτούν μια εξέταση του ασθενούς για τουλάχιστον πέντε λεπτά, ώστε να αποφευχθεί τυχόν… νεκρανάσταση.
Σήμερα, ο ελάχιστος αυτός απαιτούμενος χρόνος εξέτασης για να διαγνωστεί κάποιος ως νεκρός, ποικίλει πολύ από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία είναι δύο λεπτά, στη Βρετανία πέντε, ενώ στην Ιταλία 20 (ιδίως όταν υπάρχει περίπτωση να ληφθούν όργανα από τον νεκρό για μεταμόσχευση). Υπάρχουν στοιχεία από επιστημονικές έρευνες ότι αν ο εγκέφαλος μείνει πέντε λεπτά χωρίς αίμα και οξυγόνο, επειδή έχει σταματήσει η καρδιά, τότε υφίασταται μόνιμη ζημιά, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Από την άλλη, συχνά στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου η καρδιά και οι πνεύμονες του ασθενούς διατηρούνται σε λειτουργία χάρη στη μηχανική υποστήριξη, οι γιατροί χρησιμοποιούν την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου», κάνοντας συνήθως νευρολογικά τεστ για να δουν αν υπάρχει οποιαδήποτε λειτουργία στον εγκέφαλο. Όμως τα κριτήρια εγκεφαλικού θανάτου διαφέρουν επίσης από χώρα σε χώρα. Σε κάποιες χώρες (π.χ. Καναδάς) αρκεί μόνο ένας γιατρός για να διαγνώσει τον εγκεφαλικό θάνατο, ενώ σε άλλες (π.χ. Βρετανία) απαιτούνται δύο γιατροί και σε κάποιες (π.χ. Ισπανία) τρεις.
Ακόμα, ποικίλουν τα απαιτούμενα νευρολογικά-εγκεφαλικά τεστ, καθώς και ο χρόνος παρατήρησης του ασθενούς, έως ότου ανακοινωθεί επίσημα ο θάνατός του. Σύμφωνα με τον καθηγητή αναισθησιολογίας του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Ρικάρδ Βαλέρο, «τέτοιες διαφορές στην ιατρική πρακτική δεν φαίνονται λογικές», γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει μια παγκόσμια συμφωνία σχετικά με τα διαγνωστικά κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου.