Ολες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του «Θανάσιμου»
“Με τον Παύλο γνωρίστηκα τον Απρίλιο του 2004. Πριν από 10 χρόνια ακριβώς. Είχα ένα συγκρότημα τους Time Zero, που διαλύθηκε γιατί πέθανε το ένα παιδί, και τότε ο Μέγας, ένα μέλος από το συγκρότημά μας με τον Παύλο μου λέει θέλω να κάνω ένα γκρουπ και σε έχω μέσα. Με πήγε να γνωρίσω τους άλλους, δηλαδή τον Παύλο ή Killah P.
Με τον Παύλο αρχίσαμε να
κάνουμε παρέα πάρα πολύ γρήγορα. Όχι για τα κοινά μας. Εγώ δεν είχα μπαμπά κι ο Παύλος ήταν σαν μπαμπάς για εμένα. Ήξερε πώς να με προσέξει, πώς να προσέξει τους άλλους, πώς να με συμβουλέψει, να με εμψυχώσει. Ήξερε πολλά πράγματα μέχρι που καταλήξαμε να γίνουμε κώλος και βρακί. Έκανε πράγματα που θα έκανε ένας πατέρα. Με έπαιρνε μου έλεγε «Που είσαι; Είσαι έξω; Έχεις φάει; Έλα από το σπίτι να φας ένα πιάτο φαί και ξαναφεύγεις» ή με έπαιρνε και μου έλεγε «Κάνει κρύο έχεις πάρει ομπρέλα;» Και τέτοια πράγματα. Ήταν ο σοφότερος όλων οπότε ακούγαμε και τις συμβουλές του. Τον είχα σαν μέντορα. Ο Παύλος μας έμαθε ότι ανήκουμε όλοι στον πλανήτη γη, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με σύνορα και ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτα -κανέναν τρομονόμο. Αυτό φυσικά δεν τον έκανε ούτε αναρχικό, ούτε τρομοκράτη.
Θυμάμαι μια φορά στις αρχές της γνωριμίας μας ήμασταν σου Ψυρρή. Ο Παύλος έχει πιει τα άντερά του, είναι μεθυσμένος σε σημείο που με τραμπουκίζει. Ο Παύλος τότε δεν είχε καμία σχέση με τις φωτογραφίες που κυκλοφορούν. Χοντρός με μία τεράστια κοιλιά, ένα περίεργο μούσι. Βγαίνει λοιπόν έξω, με πιάνει από το μάγουλο πολύ σφιχτά, τόσο σφιχτά που ήταν μωβ μια βδομάδα, μου γυρνάει το μάγουλο, με σηκώνει και αρχίζει τα χαστουκάκια λέγοντάς μου «κωλόπαιδο, εσύ κοίτα να πας μπροστά γιατί έχουμε πολύ μεγάλη πορεία μεταξύ μας». Του απαντάω «άσε μας τι κάνεις;» και μου λέει «ακούς τι λέω; Έχουμε πολλά χρόνια να φάμε μεταξύ μας». Τον πιάνω την άλλη μέρα του λέω τι εννοούσες; Μου λέει κάποιοι άνθρωποι είναι γραφτό να βρίσκονται. Δεν βρίσκονται τυχαία. Είναι μία όμορφη στιγμή που θυμάμαι από εκείνον γιατί ήταν γραφτό να περάσω μαζί του 10 χρόνια.
Υπήρχαν φάσεις που δε μιλούσαμε για καθαρά προσωπικό λόγο, γιατί είμαι κι εγώ αντιδραστικό παιδί. Δεν είχε να κάνει ούτε με γυναίκες ούτε με λεφτά ούτε τίποτα τέτοιο αφορούσε τη συμπεριφορά μου. Δεν ξηγιόμουν καλά. Πάντα ο Παύλος όμως έκανε το βήμα να τα βρούμε. Θυμάμαι μία φορά είχα πάει κι εγώ και με κοιτούσε με ένα μουτσούνι και μου έλεγε «Τι θες εσύ εδώ; Γιατί ήρθες; Να σε συγχωρήσω; Άντε θα σε συγχωρήσω γιατί είσαι εσύ».
Αν δεν τσακωνόμασταν δεν θα είχε νόημα η φιλία μας. Θα ήμασταν πολύ ρομποτοποιημένοι φίλοι, ψεύτικοι και δήθεν.
Οι πιο πολλές ιστορίες που θυμάμαι μαζί του έχουν να κάνουν με ξύλο. Ήμασταν στην Αγία Παρασκευή σε ένα hip hop πάρτι. Έπαιζαν οι Βήτα Πεις κάπου σε ένα υπόγειο γκαράζ που μετά βίας χωρούσε 500-600 άτομα. Είχε και προβολή μιας ταινίας skate. Γινόταν χαμός είχε μαζέψει 2.000-2.500 χιλιάδες κόσμο. Είχε κλείσει η μισή Μεσογείων. Και κάποια στιγμή έρχεται ένας και τσακώνεται με ένα άλλο τύπο επειδή έλεγε ότι είναι φασίστας. Κι αρχίζει να πέφτει ξύλο. Με τα πολλά σκάνε οι αναρχικοί από τη Μεσολογγίου και αρχίζουν να βαράνε αδιακρίτως, ακόμα και δικούς μας. Σκέψου σε 2.000 κόσμο παντού πηγαδάκια που να παίζει ξύλο. Πανζουρλισμός.
Με το που βαράνε έναν από την παρέα μας, από ένα χιπ χοπ συγκρότημα, στραβώνει ο Παύλος κι αρχίζει και τους κυνηγάει. Αυτοί ήταν κάπου στα 30 – 40 άτομα. Μόνος του. Και τους φώναζε. Κάποια στιγμή τον άκουσαν, γύρισαν πίσω και τον κόλλησαν πάνω σε μια τζαμαρία αλυσίδας αυτοκινήτων. Όση ώρα τον χτυπούσαν εμείς προσπαθούσαμε να βγάλουμε κόσμο από πάνω του. Που να βγάλεις 30 άτομα; Κάποια στιγμή έσπασε η τζαμαρία κι ο Παύλος πετάχτηκε μέσα στην αντιπροσωπεία. Όποιος έμπαινε μέσα τους πέταγε έξω με κλωτσιές. Πρέπει να έδειρε 15 άτομα εκείνη τη μέρα επειδή τον πέρασαν για φασίστα. Με το που έφυγαν, σκάσανε μηχανές ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑΔΕΣ, ΜΑΤΑΔΕΣ, ρίχνανε χημικά μέσα στο γκαράζ, έγινε χαμός. Εκείνο το βράδυ περπατήσαμε 5 ώρες δρόμο να βγούμε κάπου κεντρικά για να πάρουμε συγκοινωνία να φύγουμε. Ήταν ένα σκηνικό που το λέγαμε μετά με τον Παύλο και γελούσαμε.
Κάναμε πολλά πράγματα μαζί. Ψήναμε, μαγείρευε η κοπέλα του ή η δική μου ή εγώ. Βρισκόμασταν να παίξουμε επιτραπέζια. Του μάθαμε χαρτιά που δεν είχε ακουμπήσει ποτέ στη ζωή του και είχε γίνει ψυχοπαθής με το μουλάν. Πηγαίναμε βόλτα στην Πειραϊκή και το Πασαλιμάνι για μπυρίτσα, στην Αμφιάλη, το Πέραμα. Τα κλασικά αράγματα ήταν στην παραλία στη Σαλαμίνα γιατί όσο αχρείος κι αν ήταν και πιθηκάνθρωπος ο Παύλος, ήταν και ρομαντικό κωλόπαιδο και του άρεσε να βλέπει το ηλιοβασίλεμα να πέφτει.
Θυμάμαι διάφορα από εκείνη τη νύχτα. Πίναμε μια μπύρα εκεί κοντά και μας παίρνει ο Παύλος τηλέφωνο και μας λέει ότι παίζουν κάτι Χρυσαυγίτες εδώ και ότι τον κοιτούσαν περίεργα. Εμείς πήγαμε πιο πολύ για να πιούμε μια μπύρα με τον Παύλο, όχι για να τσακωθούμε. Πήγαμε για την μπύρα γιατί όσο μας έλεγε για την Χρυσή Αυγή μας έλεγε ταυτόχρονα και για τον Γαύρο. «Ο μαλάκας που έδωσε την πάσα κι έτσι». Όταν φτάσαμε εκεί ήταν κάτι τύποι με τους οποίους δεν ανταλλάξαμε καμία επαφή. Όταν λέμε δεν έπαιξε κανένα δικαίωμα, κανένα δικαίωμα. Δηλαδή δεν γύρισε κάποιος να τους κοιτάξει στραβά. Εμείς δεν τους είχαμε ξαναδεί ποτέ.
Ξαφνικά άρχισαν να παίρνουν κάτι τηλέφωνα, ένας από αυτούς που φορούσε κάτι δερμάτινα γάντια πήρε ένα ρόπαλο. Έγινε και μια φάση με έναν ειδικό φρουρό που ήταν εκεί και μας το έπαιζε μπάτσος εμάς ότι και καλά θα μας προστατέψει για να φύγουμε. Εμείς θέλαμε να φύγουμε έτσι κι αλλιώς και στην ουσία αυτός μας καθυστερούσε. Μέχρι να γίνει το όλο τζέρτζελο είχαν έρθει κι άλλοι.
Μας φώναξε ο Παύλος να φύγουμε. Όταν έφτασε ο Ρουπακιάς, εμείς είχαμε πάει σε ένα στενό πιο πάνω και είχαμε κρυφτεί. Ο Παύλος είχε μείνει πίσω. Έπαιζαν ξύλο. Ο Παύλος δεν έπεφτε μέχρι που ο Ρουπακιάς του έσκασε τη μαχαιριά. Εγώ ήμουν στο στενό ακριβώς από πίσω. Εκείνη τη στιγμή μας που ο Παύλος πέθαινε εμάς μας είχε συλλάβει η αστυνομία. Εμάς, όχι τους Χρυσαυγίτες. Ήμασταν στα γόνατα, με πολυβόλα από πάνω μας, χειροπέδες, τα πάντα.
Χρυσαυγίτη φυσικά δεν μάζεψαν. Ο μόνος που πήραν ήταν ο Ρουπακιάς κι αυτό λόγω της υπόδειξης του Παύλου. Ο Ρουπακιάς στην κατάθεση που έδωσε εκείνη τη μέρα, είχε πει ότι βρισκόταν σε εκείνον το χώρο επειδή πήγαινε με τα πόδια στην ιχθυόσκαλα. Μας το είχε πει στο κρατητήριο που ήμασταν όλοι μαζί χωρίς εμείς να ξέρουμε ότι ήταν ο Ρουπακιάς κι ο δολοφόνος.
Αυτό που θα πω και στο δικαστήριο και που καίει τον Ρουπακιά είναι ότι «Λίγο πριν τη δολοφονία είχε σταματήσει μπροστά μας με αυτοκίνητο και ρώτησε προς τα πού είναι το μαγαζί που ήμασταν πριν για μπύρα. Εμείς οι ίδιοι του απαντήσαμε. Ο ίδιος ο Παύλος του είπε «Εδώ είναι η καφετέρια. Όπως πας ευθεία». Αυτός έκανε τον γύρο του τετραγώνου, επέστρεψε κι έκανε αυτό που έκανε.
Η κοπέλα του ήταν δίπλα του χαμένη ψάχνοντας μπάτσους, εμείς ήμασταν ακριβώς στο από πίσω στενό που μας κυνηγούσαν με μηχανάκια, κράνοι, λοστούς ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από εκεί μας πήραν και μας πήγαν στο τμήμα. Κι από εκεί στη ΓΑΔΑ. Εγώ τον Παύλο κάτω νεκρό δεν τον είδα. Μας πέρασε το περιπολικό από μπροστά όταν τον έβαζαν στο ασθενοφόρο. Φίλοι μας που είχαμε ειδοποιήσει κι έφτασαν στο σημείο δυστυχώς τον είδαν.
Τη στιγμή που δίναμε κατάθεση ήταν κι ο Ρουπακιάς μέσα με το κινητό του στο χέρι, ενώ απαγορεύεται, κι έστελνε μηνύματα. Έλεγα είμαι ο τάδε, μένω στην τάδε οδό. Κι εκείνος έστελνε μήνυμα εκείνη τη στιγμή. Εξαιτίας του έμαθε όλη η Ελλάδα ποιοι είμαστε.
Εκείνο το βράδυ κατέληξα με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο με νευρικό κλονισμό. Πήγα να πάθω έμφραγμα.
Άκουσα πάρα πολλά μετά για το ότι άφησα τον Παύλο πίσω. Ότι είμαι κότα, ότι παράτησα το φίλο μου, ότι ίσως να φταίω κιόλας. Όμως μετά τον Παύλο για τους ανθρώπους που ήμασταν μαζί την ευθύνη την είχα εγώ. Αυτά τα λένε πολλοί γνωστοί μας που δεν ήταν εκεί. Έξω από το χωρό πολλά τραγούδια λένε, αλλά εμένα αυτό με έχει σκοτώσει από τότε. Το ότι αντί να κολλήσω την πλάτη μου στον Παύλο, έτρεχα.
Να τραγουδάς και να πεθαίνεις επειδή λες ότι όλοι είμαστε ίσοι το θεωρώ πολύ χαζό. Το οποίο μάλλον δεν είναι ο λόγος που πέθανε ο Παύλος. Απλά, απ’ ό,τι έμαθα μετά υπήρχε εντολή να πεθάνει κάποιος εκείνη την μέρα. Δεν έχει σημασία ποιος από αυτούς που ήμασταν εκεί. Χιλιάδες φορές έχω πει ότι θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Και ίσως να το προτιμούσα. Ίσως ήταν καιρός να γίνω εγώ ο τοίχος για έναν φίλο μου και όχι ένας φίλος μου πάλι για εμένα.
Αν είχαν φάει εμένα εκείνο το βράδυ πιστεύω ότι δεν θα κυκλοφορούσε Χρυσαυγίτης στον Πειραιά τώρα. Ο Παύλος θα τους τραμπούκιζε όπου τους έβρισκε με τον τρόπο του. Δεν ήταν ποτέ υπέρ των νεκρών ο Παύλος. Οποιοσδήποτε από την παρέα μας να το πάθαινε θα είχε τρελαθεί. Αλλά πάντα ήξερε με κάποιον τρόπο να κρατάει την ψυχραιμία του. Αλλιώς δεν θα είχε και τον ρόλο του μπαμπά.
Τώρα πια δεν φοβάμαι μη με φάνε. Το περιμένω. Το έχω πάρει απόφαση. Μπορεί να μην γίνει ποτέ μπορεί να γίνει αύριο το πρωί. Θα γίνει μια πορεία, θα γίνει μια συναυλία, θα γράψουν δυο τραγούδια για την πάρτη μου και μετά από ένα χρόνο θα είμαι ξεχασμένος. Όπως ο Παύλος.
Για τον Παύλο η Αθήνα κάηκε μια μέρα. Για τον Αλεξάκη καιγόταν έξι. Ο κόσμος κουράζεται. Σου λέει πάλι τα ίδια; Πάλι θα κατέβω; Δεν το λέω ούτε σαν ζήλια ούτε υποτιμητικά. Ο κόσμος δεν ξέρει τι κάνει. Δέχεται τη Χρυσή Αυγή μέσα στη βουλή, να σκοτώνει ένα παιδί, φονιάδες μπράβους, μπάτσους Χρυσαυγίτες. Ο κόσμος φοβάται μην του πάρουν το σπίτι, δεν συσπειρώνεται, δεν αντιδρά.
Μετά από συζητήσεις με την παρέα μου και με ανθρώπους που ξέρουν πράγματα για τη Χρυσή Αυγή, μου είπαν να εξαφανιστώ γιατί έπαιρναν πληροφορίες ότι με ψάχνουν. Μετά από έναν τραγικό εμετό που έκανα βλέποντας την Αθήνα από ψηλά, είπα τι κάνω εγώ σε αυτό το σκουπιδοχανείο; Σηκώθηκα κι έφυγα απλά και ήρθα στην επαρχία.
Ήρθα για ευνόητους λόγους. Για να είμαι καλύτερα. Εδώ στο χωριό έχω την ταμπέλα του αναρχικού, του Πάμπλο Εσκομπάρ. Ήρθαν οι μπάτσοι να με τρομοκρατήσουν μέσα στο σπίτι μου, πάλι καλά που έχω διαβάσει και λίγο δίκαιο και ξέρω τα δικαιώματά μου. Έχω προβλήματα με τη Χρυσή Αυγή κι εδώ. Το 99% των κατοίκων εδώ είναι Χρυσαυγίτες. Πλέον όμως έχουν αποδεχτεί το ότι είμαι αριστερός. Ήρθε και με βρήκε κι ένα αρχηγικό τους μέλος της περιοχής και μετά από κάποιες συζητήσεις που κάτσαμε, μιλήσαμε, ήπιαμε έναν καφέ, έληξε το θέμα. Του ξεκαθάρισα ότι εγώ ενδιαφέρομαι για την ησυχία μου και μόνο. Ήρθα εδώ γιατί θέλω την ησυχία μου. Κι εκείνη την ημέρα απλά έπινα μια μπύρα. Ζω εδώ με τη γυναίκα μου, δουλεύουμε. Είμαι επίσημα ξυλοκόπος και προσπαθούμε για ένα καλύτερο αύριο. Πλέον δεν έχω ούτε τηλέφωνο. Το έχω πετάξει εφτά μήνες τώρα.
Έχω ξενερώσει που όλοι προσπαθούν να φτιάξουν μία μούρη, ένα όνομα γύρω από το όνομα του Παύλου. Βγαίνουν τραγούδια συνέχεια. Τώρα θα μου πεις γιατί το θεωρείς ανεπίτρεπτο που αφιερώνουν λίγο από το χρόνο τους για τον Παύλο; Γιατί όλοι αυτοί τον έκαναν παρέα. Δεν χρειάζονται τον Παύλο για να δειχθούν. Ο Αμερικάνος που το έκανε, καλά έκανε. Κάτι Γάλλοι, επίσης. Αυτοί που τον έκαναν παρέα τι κάνουν; Ψάχνουν από κάπου να πιαστούν για να βγουν προς τα έξω; Εγώ το μόνο που έγραψα σε ένα ρεφρέν ήταν αυτό «Ζωή χρωστάω ένα μοιρολόι να σου χαρίσω για όσους εξαιτίας σου δεν θα ξαναντικρίσω. Πριν από την ώρα τους να τους νεκροφιλήσω. Κι όσο κι αν τραγουδάω ποτέ δεν γυρίζουν πίσω». Δεν αφορά μόνο τον Παύλο. Έχω χάσει πάρα πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου. Και είναι κακό να έχεις τόσο μεγάλη λίστα νεκρών σε τόσο μικρή ηλικία.
Μετά με όλα αυτά που έγιναν ήθελα να κατέβω στην Αθήνα και να δείρω όποιον μιλούσε ελληνικά. Άκουσα πολύ παραπληροφόρηση, πολύ ψέμα. Στην πορεία δε με άφησαν οι δικοί μου να πάω. Κατέβαινα με πολύ άγριες διαθέσεις. Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω εκείνη τη μέρα. Ήμουν πολύ φορτισμένος ψυχικά. Την είχα δει αίμα αντί αίματος. Αλλά επειδή έφαγα κάτι χαστούκια από τους δικούς μου ότι μαλάκα ξύπνα δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι μην ψαρώνεις, αυτόματα επανήλθα στην πραγματικότητα, ήπια μια παγωμένη πορτοκαλάδα και συνήλθα.
Τον Ρουπακιά δεν τον θέλω νεκρό. Αν είναι να πεθάνει ας είναι από το χέρι κάποιου που άλλοι το λένε τύχη, άλλοι θεό, άλλοι βαθιά γηρατειά. Όπως και να’χει θα πεθάνει μια μέρα. Απλά θα είμαι χαρούμενος να ξέρω ότι πέθανε με τύψεις. Γιατί άλλο τι λέει στις καταθέσεις, και άλλο η προσωπική ψυχική ηρεμία. Ο Ρουπακιάς θα καταλήξει ή στη φυλακή ή με μία βαλίτσα στο χέρι να ταξιδεύει για τη Χαβάη. Το σύστημα προστατεύει τα παιδιά του.
Αυτό που φοβάμαι είναι ότι θα γίνει η Χρυσή Αυγή κυβέρνηση. Είμαι 99% πεπεισμένος αν όχι αυτή την τετραετία την επόμενη θα είναι κυβέρνηση. Δεν ένιωσα καμία λύτρωση όταν είδα τον Μιχαλολιάκο στη φυλακή. Είναι σαν να λέμε ότι οι φυλακές δεν είναι του συστήματος. Ένας άνθρωπος του συστήματος μπήκε στη φυλακή. Να μαντέψω. Έχει 40άρα τηλεόραση, τζακούζι, προσωπική μασέρ, και ίσως να βγαίνει το βράδυ να πηγαίνει για βρώμικο και να ξαναγυρίζει το πρωί λέγοντας καλημέρα ας πούμε.
Τον έχω δει με πάρα πολλές γκόμενες τον Παύλο, αλλά με την κοπέλα αυτή είχε βρει τον εαυτό του. Ήταν η γυναίκα που είχε αποφασίσει να αράξει. Η κοπέλα του πήγε για μία κατάθεση. Είπε να μην την ξαναενοχλήσουν και τελείωσε το θέμα. Δε θέλει να έχει σχέση. Δε θέλει να πει τίποτα. Έχει γίνει απόπειρα από τους πάντες για να μιλήσει. Η κοπέλα του δεν μιλάει. Εμείς μιλάμε. Ζει εδώ κοντά αλλά δεν έχουμε βρεθεί, επειδή δουλεύω πολλές ώρες.
Η τελευταία επαφή που είχα με την οικογένειά του ήταν με τη μάνα του. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω εκείνη τη μέρα. Την έπιασα προσωπικά και της είπα «Συγνώμη που τον άφησα πίσω. Συγνώμη που δεν έκατσα μαζί του» και η γυναίκα που οποιαδήποτε μάνα πέθαινε το παιδί της θα μου έβγαζε τα μάτια, μου είπε «για εσάς το έκανε. Για να μην έχουμε άλλο θύμα. Μπήκε μπροστά κι έγινε ο τοίχος». Έμαθα ότι μου έχει στείλει κι ένα μήνυμα μέσω φίλων: «Πείτε στο παιδί να μην έχει τύψεις δεν φταίει πουθενά».
Ξαναπήγα στο σημείο της δολοφονίας. Όχι για να πω το στερνό αντίο. Για να το αποτυπώσω καλύτερα στα μυαλό μου. Για να θυμάμαι όταν ξαναπεράσω ότι είναι αυτή η γωνία κι ας έχει γίνει πιτσαρία έπειτα από 20 χρόνια. Δεν θα ξαναγυρνούσα στην Αθήνα. Θα ξαναπήγαινες σε μία δημόσια τουαλέτα που μπήκες μέσα και είχε σκατά στους τοίχους; Και να φύγω από εδώ θα βρω κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδα να πάω. Εγώ το αντίο δεν του το έχω πει ακόμα. Δεν έχω πάει στο νεκροταφείο πέραν της κηδείας. Του χρωστάω ένα κερί του μαλάκα…
* Στο κείμενο δεν αναφέρεται πουθενά το πραγματικό όνομα του «Θανάσιμου» ύστερα από παράκλησή του.
http://www.vice.com/