xOrisOria News

Μια μικρή πόλη της Πολωνίας

Επέλεξα μια μικρή πόλη της νοτιοανατολικής Πολωνίας για να αποδείξω στον εαυτό μου,

ότι όσον αφορά τον δημόσιο χώρο και την δημόσια δράση μας, είμαστε κακομοίρηδες πάει

και τελείωσε…
Κι ότι μόνο αν αλλάξουμε κι αν αγαπήσουμε τον τόπο μας, μόνο αν πάψουμε

να κοιτάζουμε το ίδιον όφελος (πάντα οικονομικό) και ποτέ το συλλογικό καλό και το

δημόσιο αγαθό, μόνο τότε θα καταφέρουμε να βγούμε από τον νεοελληνικό μας

εκφαυλισμό, και μόνο τότε θα μας υπολογίσουν οι ηγεσίες που αποφασίζουμε να μας

εκπροσωπήσουν. Μόνο τότε δε θα μπορεί ένας εκλεγμένος από τον λαό ηγέτης να

μετατρέπει εν μία νυκτί και Θεός ξέρει με ποια προσωπικά ανταλλάγματα, ένα μεγαλειώδες

ΟΧΙ του λαού αυτού του κακομοίρη, σε ένα υποτακτικό και ντροπιαστικό ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ.

Επέλεξα μια μικρή πόλη της Πολωνίας για να δείξω στον εαυτό μου, ότι στις πόλεις εκτός

από τις κατοικίες, που όσο πολυτελείς κι αν είναι αυτές ο όποιος πλούτος τους μένει εντός

των ορίων αυτών, υπάρχουν και τα πάρκα, τα άλση, οι σύγχρονες παιδικές χαρές, η

καθαριότητα, η απουσία συνθημάτων στους τοίχους με σπρέι. Υπάρχουν και στις μικρές

πόλεις η αγάπη για την μουσική, η άθληση, η ηρεμία της δροσιάς και η δροσιά της

ηρεμίας… Ένα «Ελληνικό» είχαμε την ευκαιρία να μετατρέψουμε σε πραγματικό πάρκο

στην Αττική και θα το τσιμεντοποιήσουμε κι αυτό, με τις ευλογίες επιμελητηρίων και

θεσμικών παραγόντων.

Επέλεξα μια άσημη πόλη της Πολωνίας για να μάθω καλύτερα τη χώρα μου. Για να δω ότι

αυτά που έχουμε κατακτήσει, στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, οφείλονται αποκλειστικά

σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες, ποτέ δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε δημόσιο πλούτο,

αξιακό και αειθαλή. Σαν αυτά τα αιωνόβια δέντρα στο Łańcut. Κληρονομήσαμε είναι η

αλήθεια όλη αυτή την ογκώδη παρακαταθήκη του αρχαίου και βυζαντινού ελληνισμού,

όμως την κασέλα με τα προικιά αυτά την αφήσαμε έρμαιο στο σαράκι του χρόνου και των

διαθέσεων των καλοθελητών, από τον Βαυαρό Όθωνα, ίσαμε τις σύγχρονες Τρόικες με τα

αριστεροδεξιά απανωτά Μνημόνια.

Επέλεξα μια πόλη στο μέγεθος μιας μέσης ελληνικής πόλης και έναν ευρύτερο χώρο

λιγότερο «δυτικό-ευρωπαϊκό» από εμάς τους ευρωπαίους, για να δω ότι ο δημόσιος χώρος

μας υστερεί, όχι γιατί δεν είμαστε έξυπνοι ή καλοί άνθρωποι, αλλά γιατί δεν νοιώθουμε πια

την ανάγκη να μοιραζόμαστε με τους άλλους πράγματα. Μόνο αν πρόκειται για συμφέρον

λέμε και την καλημέρα. Κι όμως η Πολωνία είναι στην Ε.Ε., αλλά παρόλα αυτά δεν έχει

ενταχθεί στο ευρώ κι ούτε κατά πως φαίνεται πρόκειται να γίνει αυτό στο άμεσο μέλλον

αφού κατά 75% ο λαός αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο.

Ε, λοιπόν, είμαι θυμωμένος που δε νοιαζόμαστε για το χώρο έξω από τον ιδιωτικό μας

χώρο, που όσοι ενδιαφέρονται, αδυνατούν να αλλάξουν το οτιδήποτε στον τόπο τούτο. Είτε

γιατί σχολιάζονται ως γραφικοί, είτε ως ουτοπιστές, είτε ως οτιδήποτε άλλο ικανό πάντα να

διαγράψει την σοβαρότητα των προθέσεων και των προτάσεών τους. Ένας αιωνόβιος

γύψος πλανάται πάνω από τη χώρα ικανός να αναστρέψει την οποιαδήποτε πρωτοβουλία

αλλαγής νοοτροπίας και κατεύθυνσης. Δεν αναφέρομαι ούτε στον πλατύτερο

εξευρωπαϊσμό μας, ούτε στον εγκλεισμό μας εντός των συνόρων. Αναφέρομαι στην

ικανότητα ανάπλασης του πρωτογενούς «καθώς τα φέρει η ζωή» σε κάτι ανώτερο, σε κάτι

πιο εκλεπτυσμένο. Όμως, κι αν ο διάβολος σπάσει το ποδάρι του και φτάσει λίγο πριν την

άκρη του τούνελ μια σπίθα προς υλοποίηση κάποιου φωτεινού γεγονότος, θα βρεθεί,

βρίσκεται πάντα προετοιμασμένη και έτοιμη για μάχη μέχρις εσχάτων, η τοπική και

αθηνοκεντρική παν-εξουσία (5 σε 1, κυβέρνηση, δικαιοσύνη, κοινοβούλιο, ΜΜΕ,

μεγαλοαστική διεθνιστική τάξη) που θα ανακαλέσει και να αναστείλει την όποια θετική

πρωτοβουλία προς αίσιο τέλος.

Εν τέλει συνειδητοποιεί κανείς ότι είμαστε δέσμιοι μιας σάπιας αστικής δημοκρατίας, μιας

κατ’ όνομα δημοκρατίας πολύ χειρότερης της κάθε καρναβαλικής βασιλευόμενης ή

στρατιωτικής ακόμα, καθώς τα μέσα αντίστασης περιορίζονται σε τούτην εδώ την

νεοφιλελεύθερη φασίζουσα στο ελάχιστο δυνατό. Επέλεξα την νοτιοανατολική Πολωνία για

να δω γυμνή την πατρίδα μου. Να συνειδητοποιήσω ότι μέσα σε μια δεκαετία ευρωπαϊκής

πορείας η χώρα αυτή απέκτησε εθνικό δίκτυο δρόμων που εμείς ούτε που μπορούμε να

φανταστούμε, με εξαίρεση την Αττική και ίσως την Πελοπόννησο. Που ενώ ο βασικός

μισθός είναι λίγο πιο κάτω του ελληνικού, κι οσονούπω θα είναι ίσοι έτσι που πάνε τα

πράγματα στη χώρα μου, εν τούτοις το να φας σε ένα καλό εστιατόριο είναι μια υπόθεση το

λιγότερο της μισής τιμής. Με κάτι τέτοιες σκέψεις αποξεχνιέσαι σε μια μικρή πόλη της

καημένης Πολωνίας.

«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει

όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.

Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω,

πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες»

Φιλικά,

Ηλίας Κοπανάκης

Use Facebook to Comment on this Post