Πριν φάνε κρέας στις μεγάλες εορτές οι Αρχαίοι Έλληνες, το ευλογούσαν κατά τη διάρκεια της θυσίας και το αφιέρωναν στους Θεούς ζητώντας ευτυχία και ευημερία.
ΤΟ ΤΣΙΚΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΡΕΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ.
Η ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΘΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΕΥΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ,ΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΞΕΥΜΕΝΙΣΟΥΝ ,ΕΙΤΕ ΕΠΕΙΔΗ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΞΕΝΟ ,ΕΙΤΕ ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ :
ΑΦΟΥ ΚΑΝΕΙ ΘΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ,Ο ΙΔΙΟΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΝΑ ΔΕΙΠΝΗΣΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΠΟΙΟΥ ΑΛΛΟΥ,ΕΝΩ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΚΡΕΑΤΑ ΤΑ ΠΑΣΤΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΕΙ. ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΝΕΙ ,ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ,ΚΡΕΑΣ ΚΑΙ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΕΙ ΕΝΩ ΤΟΝ ΑΚΟΥΝ ΟΛΟΙ : ”ΦΑΕ ΚΑΛΑ ,ΤΙΒΑΙΕ”.
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ,ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΖΗΤΑ ΤΟΚΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΟΥΝ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΤΗΣ.
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ,ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Κι ο θεϊκός χοιροβοσκός έτσι είπε στους συντρόφους˙
«Φέρτε το πιο καλό θρεφτό να σφάξω για τον ξένο
και να καλοπεράσουμε κι εμείς που πάσα μέρα
σακατευόμαστε γι’ αυτά τ’ ασπρόδοντα γουρούνια,
κι άλλοι μας τρων ξεκούραστα τον κόπο το δικό μας».
Έτσι είπε και με τον μπαλτά πιάνει και σκίζει ξύλα.
Κι οι άλλοι ένα πεντάχρονο παχύ θρεφτάρι φέρνουν
και στο βωμό το στήσανε. Ποτέ τους αθανάτους
δεν ξέχανε ο χοιροβοσκός, γιατί πολλή είχε πίστη.
Κι άρχισε τρίχες στη φωτιά να ρίχνει απ’ το κεφάλι
τ ασπρόδοντου του γουρουνιού και στους θεούς ευχόνταν,
στο σπίτι του ο πολύσοφος Δυσσέας να γυρίσει.
Τότε μια σκίζα παίρνοντας βελανιδιάς, που κάτω
την είχε αφήσει σκίζοντας, χτύπησε το γουρούνι // κι ευτύς στο τόπο τ’ άφησε. Το σφάζουν τότε οι άλλοι
κι αμέσως το καψάλισαν και το ᾽καμαν κομμάτια.
Τότε έκοβε ο χοιροβοσκός απ’ το παχύ θρεφτάρι
ωμά κομμάτια, αρχίζοντας απ’ όλα του τα μέρη, // και τα ᾽βαζε άλλα στη φωτιά, πασπαλισμένα αλεύρι,
κι άλλα σαν τα κομμάτιασαν τα πέρασαν στις σούβλες,
τα ψήσανε όμορφο, όμορφα κι απ’ τη φωτιά τα βγάζουν
κι όλα σε δίσκους τα ᾽βαλαν. Κι ορθός να τα μοιράσει
σηκώθηκε ο χοιροβοσκός, γιατί ήξερε την τάξη.
Εφτά χωρίζει μερδικά μοιράζοντας το κρέας.
Για τις Νεράϊδες έταξε με προσευχές το πρώτο.
Το δεύτερο για τον Ερμή, της Μαίας γιο, και τ’ άλλα // τα μοίρασε του καθενός. Και το θεϊκό Δυσσέα
τον τίμησε μ’ ολόκληρα τα πάκια απ’ το θρεφτάρι
τ’ ασπρόδοντο, και γλύκανε του βασιλιά τα σπλάχνα.
Κι έτσι είπε ο βαθυστόχαστος Δυσσέας κράζοντάς τον˙
«Εύμαιε, όπως σ’ αγάπησα να σ’ αγαπήσει ο Δίας,
που μ’ όλα τ’ αγαθά τιμάς τον καταφρονεμένο».
Τότε, Εύμαιε, χοιροβοσκέ, τ’ απάντησες κι έτσι είπες·
«Καημένε, απ’ το βρισκούμενο φάγε να ψυχοπιάσεις.
Το ᾽να μας δίνουν οι θεοί και μας αρνιούνται τ’ άλλο,
καθώς το θέλει η χάρη τους, γιατί τα δύνονται όλα».
Είπε και ρίχνει στη φωτιά για τους Ουράνιους πρώτα
και μαύρο στάζοντας κρασί πρόσφερε του Δυσσέα
που δίπλα του καθόντανε.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ 413-448
Στων Πυλιωτών τη σύνοδο πηγαίνουν και στις έδρες,
όπου κι ο γερο Νέστορας καθόνταν με τους γιους του,
κι οι φίλοι γύρω ετοίμαζαν τραπέζι, κι άλλο κρέας
το ψαιναν κι άλλο κόβοντας στις σούβλες το περνούσαν.
Κι ως είδαν ξένους, έτρεξαν κοντά τους μαζωμένοι //και τους καλωσορίζανε, τους έδειχναν να κάτσουν.
Κι απ’ όλους ο Πεισίστρατος, ο γιος του γέρου, πρώτος
πήγε κοντά τους κι έπιασε τους ξένους απ’ το χέρι
και στο τραπέζι στη σειρά τους έβαλε να κάτσουν,
απάνω σ’ απαλές προβιές, στης θάλασσας την άμμο, // κοντά με τον πατέρα του και με το Θρασυμήδη
τον αδερφό του κι έκοψε δυο μερτικά απ’ τα σπλάχνα //κι ευτύς κρασί τους κέρασε σ’ ένα χρυσό ποτήρι.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ,ΡΑΨΩΔΙΑ Γ 32 -40
Και πρώτος είπε ο Νέστορας ο γεροαλογολάτης·
«Παιδιά μου, ιδείτε γλήγορα να γίνει αυτό που θέλω,
να καλοπιάσω τη θεά Παλλάδα πρώτα απ’ όλους,
του κόπιασε ολοφάνερη στο θεϊκό τραπέζι.
Κι ένας στον κάμπο σύντομα για τη μοσκίδα ας τρέχει,
και να τη φέρει γλήγορα, φυλάχτης να τη σέρνει.
Στου Τηλεμάχου δεύτερος ας τρέξει το καράβι,
να φέρει τους συντρόφους του, αφήνοντας δυο μόνους.
Κι άλλος ας πάει το χρυσοχό Λαέρκη να φωνάξει,
του σφαχταριού τα κέρατα να τα περιχρυσώσει.
Μείνετε οι άλλοι μαζωχτοί κοντά μου και στις δούλες
πείτε τραπέζι στο ψηλό παλάτι να ετοιμάσουν,
ξύλα να φέρουν και θρονιά κι αγνό νερό απ’ τη βρύση»
Έτσι είπε κι όλοι τρέξανε. Το βόδι ήρθε απ’ τον κάμπο,
ήρθαν κι απ’ το καλόδετο γοργόδρομο καράβι
του Τηλεμάχου οι θαρρετοί συντρόφοι και σε λίγο
ο χρυσοχός τα σύνεργα της τέχνης του κρατώντας,
σφυρί κι αμόνι, ολόχαλκα, και τεχνικιά τσιμπίδα,
που δούλευε το μάλαμα μ’ αυτά. Κι αμέσως τότε
ήρθε η Παλλάδα να δεχτεί την προσφορά, κι ο γέρος // αλογολάτρης Νέστορας το μάλαμα του δίνει,
κι αυτός με τέχνη του σφαχτού τα κέρατα χρυσώνει,
ν’ αναγαλλιάσει η Αθηνά όταν θα ιδεί το τάμα.
Το βόδι φέρνουν ο θεϊκός Εχέφρος με το Στράτη,
κρατώντας το απ’ τα κέρατα, κι ο Άρητος κατόπι
ήρθε λαγήνι σκαλιστό κρατώντας στο ᾽να χέρι // και στ’ άλλο κριθαρόσπειρα σ’ ένα πλεχτό πανέρι.
Στεκόντανε κι ο άφοβος στη μέση ο Θρασυμήδης
κρατώντας κοφτερό μπαλτά να κόψει το σφαχτάρι.
Να, κι ο Περσέας με σταμνί. Κι ο γεροαλογολάτης
άρχισε πρώτος να νιφτεί και πήρε το κριθάρι.
Κι απ’ την καρδιά του ευχόντανε στην Αθηνά, πετώντας
τρίχες στη φλόγα, απ’ του σφαχτού κομμένες το κεφάλι.
Σα δεηθήκανε έπειτα κι έχυσαν τα κριθάρια,
σίμωσε ο ψυχωμένος γιος του γέρου, ο Θρασυμήδης,
κι ευτύς το βόδι χτύπησε. Κόβει ο μπαλτάς τα νεύρα,
στο ζνίχι απάνω και μεμιάς παράλυσε η ζωή του.
Βάλανε οι κόρες τις φωνές του Νέστορα κι οι νύφες
κι η λατρευτή γυναίκα του η θεϊκιά Ευρυδίκη,
απ’ όλες μεγαλύτερη τις κόρες του Κλυμένη.
Τότε άλλοι απ’ την πλατιά τη γη σηκώσανε το βόδι
και το ᾽σφαξε ο Πεισίστρατος ο πολεμοθρεμμένος.
Το αίμα του άμα στράγγισε και βγήκε πια η ψυχή του,
το γδέρνουν, κόβουν τα μηριά και τα διπλοτυλίγουν
με σκέπη, και τα συγυρνούν μ’ από παντού κομμάτια.
Κι απάνω ο γέρος τα ᾽καιγε σε σκίζες περιχώντας
ξανθό κρασί. Κι οι νιοι κοντά πεντάσουβλα κρατούσαν.
Και τα μηριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα,
λιανίζουν τ’ άλλα κρέατα και τα περνούν στις σούβλες
και τα ᾽ψηναν, τις μυτερές τις σούβλες τους κρατώντας.
Κι η Πολυκάστη η όμορφη, στερνή του γέρου κόρη,
έλουσε τον Τηλέμαχο, τον άλειψε με λάδι
κι όμορφα ρούχα του ᾽βαλε, χλαμύδα και χιτώνα,
κι όμοιος μ’ αθάνατο θεό απ’ το λουτρό όξω βγήκε
κι ήρθε κοντά στο Νέστορα το βασιλιά να κάτσει.
Και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ’ τις σούβλες,
να φάνε τότε κάθισαν και με χρυσά ποτήρια
κοντά τους γιοι τους κέρναγαν αρχοντογεννημένοι.
Και τέλος πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
άρχισε κι είπε ο Νέστορας ο γεροαλογολάτης·
«Ζέψτε, παιδιά μου, αλόγατα καλότριγα στ’ αμάξι,
να πάνε τον Τηλέμαχο στο μέρος όπου θέλει».
Έτσι είπε κι όλοι υπάκουσαν κι όπως τους είπε κάνουν.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ,ΡΑΨΩΔΙΑ Γ 418-478
http://www.el-democracy.blogspot.gr/2015/02/blog-post_18.html