ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ: ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

Συντάκτης Γεώργιος Ε. Σέκερης

Το «κοινό ανακοινωθέν» Αναστασιάδη-Έρογλου δρομολογεί λύση που, εάν ολοκληρωθεί, μόνο επουσιωδώς θα…

διαφέρει από το Σχέδιο Ανάν: Θα συγκροτηθούν δύο «συνιστώντα κράτη» – πλήρως αυτοδιοικούμενα υπό σκιώδη κεντρική εξουσία.

Θα επιτραπεί η ελεύθερη εγκατάσταση ανά την κυπριακή επικράτεια, τόσο των Ελληνοκυπρίων, όσο και των Τουρκοκυπρίων – με πιθανότατο επακόλουθο, πολλοί μεν από τους τελευταίους να κινηθούν προς Νότον, πλην όμως ελάχιστοι από τους πρώτους να επιλέξουν να εγκατασταθούν σε περιοχές υπό τουρκική διοίκηση. Θα αποκλεισθούν εσαεί οι οργανικοί δεσμοί Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με τις μητέρες-πατρίδες – με συνέπεια την βαθμιαία αποξένωση του Κυπριακού Ελληνισμού από την Ελλάδα. 
Και οι βρετανικές βάσεις θα οριστικοποιηθούν – και συνεπώς οι Βρετανοί θα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την αδυναμία και τις αναπόφευκτες διαφωνίες των δύο κρατιδίων για να εδραιώσουν την επιρροή τους στο σύνολο της Μεγαλονήσου. Ενώ μόνο θετικό από ελληνικής σκοπιάς στοιχείο της διαφαινόμενης συμφωνίας είναι η εικαζόμενη απόδοση στην ελληνοκυπριακή πλευρά κατεχόμενου εδάφους.

Ορισμένοι παρ’ ημίν υποστηρίζουν μια τέτοια λύση εν ονόματι των «δημοκρατικών αξιών». Παραβλέπουν ωστόσο ότι η αρχή της πλειοψηφίας θα ισχύει χωριστά στα συνιστώντα κράτη, όχι στην Κύπρο ως σύνολο. Ενώ, γενικότερα, φαίνεται να αντιμετωπίζουν το Κυπριακό ως απλή περίπτωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων. 

Ωσάν να επρόκειτο, π.χ., για την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία ή τη Σομαλία, και όχι για μέγα ελληνικό εθνικό θέμα· κατά τον χειρισμό του οποίου διακυβεύονται, πέραν της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας και της ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, μείζονα γεωπολιτικά, στρατηγικά, και οικονομικά, ειδικότερα ενεργειακά, συμφέροντα της Ελληνικής Πολιτείας – και άρα του συνόλου των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και των κατοικούντων στη Μεγαλόνησο.

Σε αντίθεση με τις στοχεύσεις των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων, τα συμφέροντα αυτά υπαγορεύουν τη μεγιστοποίηση της παρουσίας του ελληνικού κράτους στον κυπριακό χώρο. Επιδίωξή μας πρέπει να είναι η συν τω χρόνω στενότερη και ασφαλέστερη πρόσδεση των συμπατριωτών μας Κυπρίων στην μητέρα πατρίδα – και, μέσω της πρόσδεσης αυτής, η προβολή του ελληνικού παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τον μεσανατολικό χώρο και η συνακόλουθη ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και του Ελληνισμού.


Παρά ταύτα, το Κυπριακό κρίνεται αυτή τη στιγμή ερήμην ουσιαστικώς της ελληνικής κυβέρνησης. Η οποία, επί τα ίχνη των προκατόχων της, δίνει την εντύπωση ότι το αντιμετωπίζει ως ανεπιθύμητη περιπλοκή. Και ενθαρρύνει τους Κύπριους ιθύνοντες να το χειρισθούν κατά το δοκούν, με ελαχιστοποίηση της ελλαδικής εμπλοκής. Εδώ και καιρό, άλλωστε, έχει επικρατήσει το εξωφρενικό «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται». Λες και η Αθήνα δεν είναι η Μητρόπολη του Ελληνισμού – και δεν φέρει την τελική ευθύνη για διεργασίες, οι οποίες, όπως αποδεικνύει ακόμη και το πρόσφατο παρελθόν, μπορεί να οδηγήσουν έως και σε διλήμματα ειρήνης ή πολέμου.

Όμως η απόρριψη λύσης τύπου και φιλοσοφίας Σχεδίου Ανάν δεν αρκεί. Η μη λύση δεν είναι λύση. Η διαιώνιση του κυπριακού αδιεξόδου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τον Κυπριακό Ελληνισμό και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις· και συγχρόνως αποστερεί την ελληνική πλευρά από τα πλεονεκτήματα – των εδαφικών συμπεριλαμβανομένων – μιας σωστής συμφωνίας. Ζητούμενο συνεπώς είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση εθνικής στρατηγικής.

Χωρίς να ανατρέξει κανείς στις «χαμένες ευκαιρίες» – δεν περιορίζονται άλλωστε στα της Κύπρου – είναι προφανές ότι, μετά τα τετελεσμένα που η αφροσύνη του καθεστώτος Ιωαννίδη προκάλεσε το 1974, η ιδεώδης λύση, ήτοι η Ένωση ολόκληρης, ή, έστω, σχεδόν ολόκληρης, της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, είναι πλέον ανέφικτη· τουλάχιστον χωρίς πόλεμο – προσφυγή όμως στον οποίο ουδείς έχων σώας τας φρένας προτείνει ως μέσο επίλυσης του Κυπριακού.

Δυστυχώς, η υπό τουρκική κατοχή και πυκνό εποικισμό βόρειος Κύπρος έχει πλέον οριστικώς απολεσθεί για τον Ελληνισμό. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, την οποία, όσο οδυνηρή και αν είναι, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε. Με δεδομένα δε τα προαναφερθέντα, καθοριστικά για την πλευρά μας, μειονεκτήματα της συνύπαρξης των δύο εθνών εντός ενός εικονικού και στην ουσία διχοτομικού πολιτειακού κατασκευάσματος, τα ελληνικά – κυπριακά και ελλαδικά – συμφέροντα εξυπηρετεί πλέον η ευθεία, συμπεφωνημένη διχοτόμηση. 
Συνοδευόμενη βέβαια από την απόδοση κατοχικού εδάφους και ικανοποιητικές αποζημιώσεις για τις καταπατηθείσες ελληνοκυπριακές περιουσίες. Και σε συνδυασμό με τη σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ Λευκωσίας και Αθήνας, μέσω ενός συνομοσπονδιακού σχήματος – δυνάμει του οποίου, μεταξύ άλλων, η τελευταία αυτή θα είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνη για την προστασία των ελληνικών συνόρων στο κυπριακό έδαφος.

Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η Άγκυρα δεν θα αντετίθετο κατ’ αρχήν σε μια τέτοια λύση, ιδίως κατά την παρούσα συγκυρία. Επιδέξιοι δε και συνάμα αποφασιστικοί χειρισμοί θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν και την σύμπραξη του δυτικού – ειδικότερα του αμερικανικού – παράγοντα, καθώς και του Ισραήλ. Ενώ μια ικανοποιητική για τους Βρετανούς ρύθμιση του καθεστώτος των βάσεών τους θα επέτρεπε να ελεγχθούν οι προβλεπόμενες αντιδράσεις του Λονδίνου και των υποστηρικτών του εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

diplomatikoperiskopio.com

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *