Κτηνίατροι που μελέτησαν την «αλωπεκή» ή «αλεπουδίτσα», μια μικρόσωμη φυλή σκύλων που είναι γνωστή από απεικονίσεις της αρχαιότητας, υποστηρίζουν ότι αυτή η ράτσα των Πελασγών επιζεί ως σήμερα σε μικρούς πληθυσμούς, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Η μελέτη για την αλωπεκή παρουσιάστηκε στο 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Τεχνολογίας Ζωικής Παραγωγής στη Θεσσαλονίκη από τους κτηνιάτρους Σ. Χλειουνάκη, Α. Φούντα, Λ. Βαρούδη, Ζ. Αμπά και Α. Ράγκο.
Σκοπός της έρευνας ήταν η αναζήτηση σκύλους με φαινότυπους (χαρακτηριστικά) που ανταποκρίνονται στο μορφολογικό πρότυπο της «αλεπουδίτσας», στην περιοχή του Νομού Σερρών.
Έτσι, κατεγράφησαν 58 σκύλοι που ανταποκρίνονταν στο πρότυπο της φυλής και επιδιώχθηκε η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση ιδιοκτητών και κυνόφιλων των περιοχών σε μια προσπάθεια διατήρησης των υπαρχόντων πληθυσμών.
Η «αλωπεκίς» πιστεύεται ότι προέρχεται από ένα μικρόσωμο τύπο σκύλου, κοινό της Βαλκανικής χερσονήσου, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από σκύλους-παρίες.
Εμφανίζεται στον Ελλαδικό χώρο με την παρουσία των προ-ελληνικών φύλων και ειδικότερα με τους Πελασγούς.
Ευρήματα υπάρχουν ήδη από τη μετά-παλαιολιθική εποχή στη Θεσσαλία.
Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν έτσι επειδή έμοιαζε με αλεπού και στην αρχαία τέχνη διατηρούνται πολλές απεικονίσεις της.
Πέρα από τις απεικονίσεις που έχουν σχέση με το μύθους, ακόμα πιο δημοφιλή είναι τα θέματα από την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, η συντροφιά στο σπίτι, η φύλαξη στην αγροικία, τα παιχνίδια με τα παιδιά (αναπαραστάσεις σε αγγεία, αγάλματα, ειδώλια και νομίσματα).
Στο «κυνήγι» της αλεπούς
Όπως καταγράφεται στην μελέτη, η αλωπεκίς παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν για το κυνήγι, ως φύλακας και θεωρούνταν πολύ καλό τσοπανόσκυλο.
«Αυτή η σημαντική φυλή αποτελούσε άριστο οικογενειακό σύντροφο στα αγροτικά και περιαστικά περιβάλλοντα.
Οι κάτοικοι του νομού Σερρών γνωρίζουν ανέκαθεν την παρουσία των σκύλων αυτών από γενιά σε γενιά και αναφέρονται σε αυτήν με διάφορα τοπικά ονόματα (Αλεπουδίτσα, μπόμπης, μπουμπούδι κ.ά.).
Οι σκύλοι αυτοί υπήρχαν πριν την εγκατάσταση των προσφύγων το 1922» ανέφερε ο κ.Χλειουνάκης.
«Ελλοχεύει ωστόσο ο κίνδυνος εξαφάνισης και των τελευταίων πληθυσμών της φυλής καθώς οι φιλοζωικοί σύλλογοι, με τις μαζικές στειρώσεις σκύλων που κάνουν, συλλαμβάνουν και στειρώνουν φαινοτύπους ελληνικών φυλών, αφαιρώντας πολύτιμο γενετικό υλικό από την τράπεζα της φύσης» προειδοποιεί τώρα ο κ. Χλειουνάκη.
«Γι΄ αυτό προκύπτει η αναγκαιότητα συστηματικής προσπάθειας για τη μελέτη, την καταγραφή, τη διάσωση και τη διάδοση των Ελληνικών φυλών σκύλων, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο μετά την πιστοποίησή τους από την επιστημονική κοινότητα, τον Κυνολογικό Όμιλο Ελλάδος (ΚΟΕ) και τη Διεθνή Κυνολογική Ομοσπονδία (FCI)» τονίζει.
πηγή: tovima.gr