Κάθε καλοκαίρι οι θίασοι περιοδεύουν ανά την Ελλάδα στα ανοιχτά καλοκαιρινά θέατρα που βρίσκονται σε κάθε πόλη και σε πολλά χωριά για να παρουσιάσουν θεατρικές παραστάσεις.
Τη μερίδα του λέοντος στις προτιμήσεις θιάσων και κοινού κατέχουν οι αρχαίες τραγωδίες, το απαύγασμα της σοφίας της αρχαίας Ελλάδας…
Θα ήθελα να πει καθένας σας τη γνώμη του σχετικά με την καλύτερη τραγωδία που έχει παρακολουθήσει ή διαβάσει.
Μέχρι να σκεφτείτε, θα σας πω εγώ τις εντυπώσεις μου από ορισμένες απ’ αυτές.
Πριν σας παρουσιάσω με τη δική μου ματιά κάποιες απ’τις κορυφαίες σωζόμενες αρχαίες τραγωδίες, να σας δηλώσω ότι από τους τρεις σπουδαίους τραγικούς ποιητές, έχω μια… αδυναμία στο νεώτερο, τον Ευριπίδη.
Τον “τραγικώτερο τῶν ποιητῶν” όπως τον αποκαλούσαν, επειδή συνήθιζε στα έργα του να παρουσιάζει ακραίες δραματικές καταστάσεις, ορισμένες φορές και φρικαλέες. Τον “ἁπό σκηνῆς φιλόσοφον”, που φιλοσοφούσε μέσα απ’ τις στιχομυθίες των αρχαίων ηρώων.
Αλλά ας ξεκινήσω πρώτα απ’ τα καλύτερα έργα των άλλων δύο τραγικών ποιητών.
Αντιγόνη
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι το κατ’ εξοχήν αντικαθεστωτικό έργο της αρχαίας γραμματείας.
Τα αδέλφια της Αντιγόνης, ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης, μαχόμενοι για το θρόνο, αλληλοεξοντώνονται και τα σκήπτρα αναλαμβάνει ο σκληρός Κρέων, ο οποίος διατάζει να μείνει άταφο το νεκρό σώμα του Πολυνείκη και απειλεί πως όποιος επιχειρήσει να παραβεί τη διαταγή του θα θανατωθεί άμεσα.
Η Αντιγόνη έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα ανάμεσα στον κρατικό νόμο και τον ηθικό νόμο.
Ποιον απ’ τους δύο ν’ ακολουθήσει;
Η αδελφή της, Ισμήνη, επιλέγει -έστω και με μαύρη, κατάμαυρη καρδιά- να υπακούσει στον κρατικό νόμο. Θέλει πολύ να θάψει τον αδερφό της, αλλά φοβάται την τιμωρία.
Αισθάνεται αδύναμη να αντισταθεί στον κρατικό νόμο.
Η Αντιγόνη, αντιθέτως, αν και φοβάται κι αυτή, επιλέγει τελικά το δρόμο της σύγκρουσης μέχρις εσχάτων και παραβαίνει τις εντολές της εξουσίας και επιχειρεί να θάψει τον αδερφό της.
Οι συνέπειες είναι ολέθριες και για την ίδια που επιλέγει τη σύγκρουση με το καθεστώς, αλλά και για το ίδιο το καθεστώς και τους εκπροσώπους του, καθώς όλοι οδηγούνται σε ένα τραγικό και άδοξο τέλος.
Ο επαναστατημένος άνθρωπος, άλλωστε, όπως η Αντιγόνη, έχει πλήρη επίγνωση του επικίνδυνου χαρακτήρα της επιλογής του και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο όρθιος. Κατάματα.
Οιδίπους Τύραννος
Η τραγωδία που έδωσε αφορμή στον Φρόιντ να εντοπίσει το “οιδιπόδειο σύμπλεγμα” στο υποσυνείδητο των ανθρώπων.
Μια τραγωδία χρωματισμένη με τα μαλανά χρώματα της αέναης πάλης ενάντια στη Μοίρα, η οποία όμως πάντοτε νικά στο τέλος.
Ο Οιδίποδας γεννιέται με έναν αλλόκοτο χρησμό για το μέλλον του: θα φονεύσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μητέρα του!
Ο πατέρας του έντρομος αφήνει έκθετο το νεογέννητο βρέφος στον Κιθαιρώνα.
Τελικώς το βρέφος καταλήγει να μεγαλώσει στο βασίλειο της Κορίνθου, αλλά μόλις μαθαίνει το χρησμό φεύγει φοβούμενος μήπως διαπράξει αυτές τις άνομες οράξεις, νομίζοντας πως οι γονείς του είναι οι βασιλείς της Κορίνθου!
Περιπλανώμενος, συναντά τον πραγματικό του πατέρα στο δρόμο, χωρίς να τον γνωρίζει και τον σκοτώνει.
Στη συνέχεια συναντά και παντρεύεται την Ιοκάστη, δίχως να γνωρίζει ότι είναι μητέρα του!
Ο Οιδίποδας αυτοτιμωρείται με τύφλωση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την -έστω και ακούσια- ανομία του.
Ευμενίδες
Αν και ο Αισχύλος δεν μου πολυαρέσει γενικώς, εντούτοις το συγκεκριμένο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο έργο.
Ο Ορέστης, μετά το φόνο της μητέρας του Κλυταιμήστρας, καταδιώκεται από τις Ερινύες, τις θεοποιημένες τύψεις, σα να λέμε. Οι φοβερές αυτές θεότητες (κατ’ ευφημισμόν ονομάζονται και Ευμενίδες) δεν ησυχάζουν αν δεν τιμωρήσουν μέχρι τέλους τον άνθρωπο που έκανε τη χειρότερη πράξη που μπορεί να κάνει άνθρωπος: να σκοτώσει τη μητέρα του.
Ο Ορέστης εξουθενωμένος καταφέυγει στην Αθηνά και της ζητά τουλάχιστον να δικαστεί για το έγκλημά του.
Η Αθηνά αποδέχεται το αίτημα του Ορέστη και έτσι αρχίζει η δίκη με τις Ερινύες κατηγόρους και τον Ορέστη να απολογείται.
Ακολουθεί μια δικαστική μάχη ανάμεσα στις δύο πλευρές, με τις Ερινύες να επιχειρηματολογούν υπέρ της τιμωρίας του έσχατου των εγκλημάτων, της μητροκτονίας, και τον Ορέστη να αποδέχεται μεν τον φοβερό χαρακτήρα της ρπάξης του, αλλά να επιχειρηματολογεί προσπαθώντας να εξηγήσει πως αυτός ο φόνος είχε και τα χαρακτηριστικά απόδοσης δικαιοσύνης, καθώς η μητέρα του είχε εξαπατήσει, απατήσει και σκοτώσει τον πατέρα του.
Το δικαστήριο αναγνωρίζει τα ελαφρυντικά στον κατηγορούμενο (πολύ… “μπροστά” οι αρχαίοι!) και με ισοψηφία αθωωτικών και καταδικαστικών ψήφων (με τη ζυγαριά να γέρνει προς το μέρος της αθωτικής θεϊκής βούλησης), ο Ορέστης αθωώνεται.
Η οριακή αθώωσή του με ισοψηφία (σα να λέμε “λόγω αμφιβολιών και προτέρου εντίμου βίου”) καταδεικνύει πως παρά τον χαρακτήρα απόδοσης δικαίου που ενδέχεται κάποιες φορές να έχει, μια αισχρή πράξη, όπως π.χ. η μητροκτονία, ποτέ δεν μπορεί να δικαιολογείται και να βρίσκει πανηγυρική δικαίωση και για κανένα λόγο.
Και η αναγνώριση και του δίκιου των Ευμενίδων είναι ενδεικτική της αναπόφευκτης ψυχικής και κοινωνικής τιμωρίας, την οποία υφίσταται ο διατελέσας κάποιαν άνομη πράξη.
Το έργο αυτό του Ευριπίδη είναι το πλέον αντιπολεμικό της αρχαίας γραμματείας.
Αν και η ιστορία διαδραματίζεται στην Τροία, εντούτοις καμία σπουδαία μάχη δεν περιγράφεται, κανένα ανδραγάθημα κανενός σπουδαίου ήρωα.
Έτσι κι αλλιώς, ο Ευριπίδης διακατεχόταν από ένα έντονα αντιηρωικό πνεύμα. Ήταν ορθολογιστής ως το… κόκκαλο!
Η πλοκή του έργου αυτού είναι ιδιαιτέρως απλή (όπως συνήθιζε ο Ευρ. άλλωστε), αλλά η εκ πρώτης όψεως αδυναμία αυτή υποκαθίσταται από τα υψηλά νοήματα του έργου και από τα αλλεπάλληλα γνωμικά που περιέχει.
Δε χαρακτηρίστηκε άλλωστε τυχαία ο “από σκηνής φιλόσοφος”!
Το σκηνικό λοιπόν στήνεται έξω απ’τα τείχη της Τροίας, όπου μόλις έχει τελειώσει ο δεκαετής πόλεμος με νικητές τους Αχαιούς, οι οποίοι, ως νικητές, παρασέρνονται σε πράξεις που αντιβαίνουν στις αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού.
Φόνοι αμάχων, βιασμοί, λεηλασίες των Αχαιών έναντι των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών που απέμειναν στην Τροία.
Κεντρικό πρόσωπο η Εκάβη, μάνα του πρωτοπαλλήκαρου της Τροίας, Έκτορα, και απερχόμενη βασίλισσα της πόλης.
Η μια της κόρη, η Κασσάνδρα ετοιμάζεται να ακολουθήσει ως δούλα τον Αγαμέμνονα και μες στην μαγική της έκσταση προαναγγέλλει τα δεινά που θα βρουν τους Αχαιούς, παράλληλα και με τον δικό της θάνατο.
Η άλλη της κόρη, η Ανδρομάχη, γυναίκα του Έκτορα, ετοιμάζεται να ακολουθήσει ως δούλα το γιο του φονιά του άντρα της, το γιο του Αχιλλέα δηλαδή, το Νεοπτόλεμο.
Και η νύφη της, η αιτία του πολέμου, η Ελένη, στέκει μπροστά στην Εκάβη ατάραχη και ρίχνει τις ευθύνες σε όλους τους άλλους πλην της ίδιας!
Το δράμα κορυφώνεται όταν οι Αχαιοί, κατόπιν ιδέας του Οδυσσέα, αποφασίζουν να φονεύσουν και το παιδί του Έκτορα, που ήταν ακόμη βρέφος, τον Αστυάνακτα.
Τόσο πολύ φοβούνταν την εκδίκηση, ώστε θέλησαν να διαγράψουν πλήρως αυτή τη γενιά του Πριάμου.
Και μάλιστα απειλούσαν τις Τρωαδίτισσες πως, αν αντισταθούν, θα αφήσουν άταφο το βρέφος!
Η ανίερη αυτή πράξη τους όμως προανήγγειλε και τα δεινά που θα έβρισκαν οι Αχαιοί στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν σπίτια τους.
Διότι ακόμη κι η θεά Αθηνά που μέχρι πρότινος τους στήριζε, πλέον τους γυρνά κι αυτή την πλάτη και σχεδιάζει μαζί με τον Ποσειδώνα την εξόντωση των Αχαιών.
(εδώ η κινηματογραφική εκδοχή των Τρωάδων)
Ο Ευριπίδης συνθέτει αυτό το έργο την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν μάλιστα η Αθήνα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την αμφιλεγόμενη σικελική εκστρατεία που συναντούσε ήδη πολλές αντιδράσεις στο εσωτερικό της, οι οποίες βέβαια αργότερα επιβεβαιώθηκαν με την καταστροφή που υπέστησαν και την αυτομόληση του πρωταίτιού της, του Αλκιβιάδη.
Ο Ευριπίδης έχει ήδη καταλάβει και θέλει να μεταφέρει στους συμπολίτες του το συμπέρασμα πως οι πόλεμοι δε γίνονται για κανένα ανώτερο ιδεώδες, αλλά για το συμφέρον και τη ματαιοδοξία των αρχόντων.
Και κυρίως ότι στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Ακόμη και οι νικητές βιώνουν τόσες συμφορές που είναι κι αυτοί σαν ηττημένοι!
Επίσης δείχνει την αγριότητα και τη βαρβαρότητα στην οποία οδηγεί ο πόλεμος τους ανθρώπους. Ακόμη και πολιτισμένοι λαοί,μέσα στη δίνη του πολέμου μετατρέπονται σε αγρίους και βαρβάρους που είναι έτοιμοι να διαπράξουν ακόμη και τις ανοσιότερες πράξεις, είτε από απληστία είτε από εκδικητική τύφλωση.
Επίσης, εντύπωση προξενεί το γεγονός πως ο Ευριπίδης, συνεχίζοντας την ομηρική παράδοση, δεν παίρνει το μέρος των “δικών” του προγόνων, δηλ. των Αχαιών, καθώς θεωρεί δίκαιη την καταστροφή τους, αφού προέβησαν σε τέτοιες ανομίες.
Ο Ευριπίδης δηλαδή δε θεωρεί αληθές το εθνικό, αλλά εθνικό το αληθές.
Δυστυχώς ο Ευριπίδης δεν εισακούστηκε και η Αθήνα των ημερών του οδηγήθηκε σε καταστροφικούς πολέμους.
Δυστυχώς δεν εισακούγεται ούτε σήμερα ο Ευριπίδης και η έκκλησή του για ορθολογικη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Σήμερα που οι ιαχές αλληλοεξόντωσης εντός ή εκτός των συνόρων καλύπτουν την ησυχία της ψύχραιμης σκέψης.
Ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Ευριπίδης επιλέγει να καταπιαστεί για πρώτη φορά με τη λατρεία του Διονύσου, η οποία ήταν και η βάση της δημιουργίας του αρχαίου θεάτρου.
Αν και είχε φανερά αγνωστικιστικά στοιχεία στη σκέψη του, ο Ευριπίδης λίγο πριν το τέλος του, εμφανίζει μεταφυσικές ανησυχίες.
Καταφτάνει λοιπόν στη Θήβα ο θεός Διόνυσος για να μεταφέρει κι εκεί τη διονυσιακή λατρεία, η οποία είχε ανατολική προέλευση.
Η συντηρητική κοινωνία ανθίσταται στα νέα έθιμα, αλλά ο θεός Διόνυσος μαγεύει τις γυναίκες της πόλης με την “ιερή τρέλα” του και τις κάνει Μαινάδες, ιέρειες της βακχικής λατρείας.
Μεταξύ αυτών και η μητέρα του υπερσυντηρητικού βασιλιά της Θήβας, Πενθέα.
Ο Πενθέας ανάγει σε σκοπό της ζωής του την καταπολέμηση των “καινών αυτών δαιμονίων” για την πόλη και αρχίζει την καταδίωξη της βακχικής λατρείας, που οδηγούσε τους ακολούθους του νέου θεού να συμμετέχουν στα διονυσιακά όργια.
Δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτήν την ιερή τρέλα, αυτήν τη μανία που καταλάμβανε τις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίοι παρατούσαν τη συβματική τους ζωή και ξεχύνονταν στα δάση ικανοποιώντας τα ένστικτά τους.
Η μήπως μπορούσε αλλά δεν ήθελε;
Ο Πενθέας είχε υπερσυντηρητικό προσωπείο διότι φοβόταν μήπως βγει στην επιφάνεια η καταπιεσμένη φύση του, τα θαμμένα βαθιά στη ψυχή ένστικτά του που ζητούσαν ζωή και ελευθερία.
Ο Διόνυσος θέλοντας να εκδικηθεί τον ανόσιο διώκτη του βακχισμού, “μολύνει” τον βασιλιά Πενθέα με την ιερή του τρέλα, και ο Πενθέας… “βγαίνει απ’ την ντουλάπα”, όπως λένε και στα καλιαρντά!
Δηλαδή απελευθερώνεται και αρχίζει να βακχίζει!
Φοράει ξανθιά περούκα, ντύνεται γυναίκα και πάει να πάρει μάτι τα διονυσιακά όργια πυο εκτυλίσσονταν στο βουνό από τις γυναίκες Μαινάδες (σ.σ. δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε άντρες).
Καθώς έβλεπε αυτά που έχανε τόσο καιρό εξαιτίας της μονομανίας του, γίνεται αντιληπτός απ’ τις Μαινάδες (μέσα στις οποίες ήταν και η μητέρα του, Αγαύη), οι οποίες σε κατάσταση έκστασης και ψυχεδέλειας ορμούν κατά πάνω του περνώντας τον για ελάφι και τον ξεσκίζουν ζωντανό!
Έτσι, ο Ευριπίδης δηλώνει στο κοινό πως η αντίσταση του ανθρώπου στα ένστικτά του είναι καταστροφική και πως η εκ των υστέρων μετάνοια δε φέρνει τη λύτρωση, ούτε ισορροπεί τα πράγματα.
Ό,τι κανείς χάνει απ’ τη ζωή του, δεν μπορεί να το υποκαταστήσει.
Τα χαμένα χρόνια δεν παίρνονται πίσω.
Το ξέσκισμα του Πενθέα είναι στην πραγματικότητα το ξέσκισμα που διαπράττει ο καθένας στον εαυτό του, όταν αργοπορημένα αντιλαμβάνεται τα χρόνια που πήγαν χαμένα, εξαιτίας πουριτανισμών, ιδεοληψιών και αυτοκαταπιέσεων.
***
Όπως ίσως καταλάβατε, θεωρώ κορυφαία στιγμή της αρχαίας τραγωδίας το έργο “Βάκχες” του Ευριπίδη.
Ίσως το πιο επίκαιρο, το πιο βαθιά ψυχαναλυτικό έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Διεισδύει στα έγκατα της ψυχής και ανασύρει τις καταπιεσμένες επιθυμίες μας που εγκλωβίζονται στα βάθη του υποσυνείδητου λόγω της “ψυχικής αστυνομοκρατίας” που επιβάλλουν κάποιες παράλογες κοινωνικές συμβάσεις.
Ασκεί κριτική στον συντηρητισμό, στον πουριτανισμό και βάζοντας τη γυναικεία μάσκα στον Πενθέα, βγάζει ουσιαστικά τη μάσκα των ηθικολόγων και των πουριτανών ιεροεξεταστών.
Λοιπόν;
Ποια είναι η αγαπημένη σας αρχαία τραγωδία;